Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Η φιλοσοφία δεν μπορεί να οριστεί άχρονα. Οφείλουμε να εξετάζουμε το ιστορικό της πλαίσιο και τις αναζητήσεις των ανθρώπων κάθε φορά. Αυτό, γιατί η φιλοσοφία λειτουργεί αλληλεπιδραστικά με το άτομο και την κοινωνία. Την διαμορφώνει και την κινητοποιεί, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζεται από αυτή την εξέλιξη. Καθώς ο άνθρωπος είναι αυτός που φιλοσοφεί, τον επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτόν.
Αν κάποιος θελήσει να καταφύγει στην ετυμολογική ερμηνεία της φιλοσοφίας, καλό θα ήταν να εξεταστεί η σημασία του όρου σοφία στον Όμηρο όπου απαντάται και για πρώτη φορά. Η σοφία σημαίνει πέρα από την επιδεξιότητα του πνεύματος (γνώση, εμπειρία) και την σωματική επιδεξιότητα δείχνοντας πως με τον όρο σοφία περιλαμβανόταν εξίσου το πνεύμα του ανθρώπου και το σώμα του χωρίς την υποτίμηση κάποιου. Στην συνέχεια ο όρος διευρύνθηκε και σήμαινε εξετάζω με προσοχή και αναζητώ γνώση.
 
Στα γραπτά του αγ. Ιωάννη της Δαμασκού βρίσκουμε πως """ Φιλοσοφία εστίν ομοίωσις θεώ κατά το δυνατόν άνθρωπο """ που αποδίδεται στον Πλάτωνα στο διάλογο της Θεαίτητος. Από το παραπάνω υποδηλώνεται πως ο άνθρωπος διαμορφώνει και διαμορφώνεται από την φιλοσοφία σε μια ατέρμονη πάλη για την τελειότητα που προσδιορίζει το θείο και επιδιώκεται από το ανθρώπινο. Άποψη, η οποία στηρίζεται και από τον Σωκράτη που επισημαίνει πως δεν μπορεί να είναι ο ίδιος σοφός, κάτι που αποτελεί θείο χαρακτηριστικό, παρά μόνο φιλόσοφος. Η φιλοσοφία κατά αυτό τον τρόπο, προβάλλεται ως αποκλειστικός τρόπος να φθάσει ο άνθρωπος στον ηθικό βίο.
Ο Αριστοτέλης δίνει επιπλέον τον ορισμό πως φιλοσοφία είναι η """ γνώσις των όντων ή όντα """. Χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι η εύρεση των πρώτων αρχών των όντων. Ως αρχή νοείται μια ιδέα που αυτοπεριέχεται και δεν χρήζει απόδειξης την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να κατανοήσουμε άλλες ιδέες. Οι κατηγορίες των όντων, οι τρόποι δηλαδή με τους οποίους μπορούν να υπάρχουν, είναι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δέκα και χρησιμοποιούνται κάθε φορά που θέλουμε να αναφερθούμε στα όντα.
Ένας άλλος ορισμός από τον Αριστοτέλη είναι πως η φιλοσοφία αποτελεί """ τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών """. Η τέχνη ορίζεται ως η διαδικασία με την οποία δημιουργεί ο άνθρωπος είτε πρωτότυπα, είτε αντιγράφοντας τη φύση. Επιστήμη είναι η αιτιολογημένη γνώση του ειδικού με βάση τις αρχές και τις αιτίες. Για αυτή απαιτείται η απόδειξη.
Μετά τον Σωκράτη, παρατηρείται μια πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση της φιλοσοφίας από την Στωική σχολή. Πλέον φιλοσοφία είναι η άσκηση του πνεύματος, η επιτήδευση της αρετής και της ορθότητας του λόγου (=λογική, αρετή). Μέσα από την άποψη του Επίκουρου, όπου η φιλοσοφία οδηγεί τον άνθρωπο σε μια ευτυχισμένη ζωή, αυτή εξισώνεται με την διατύπωση κανόνων για την επίτευξη της.
Η σχολαστική φιλοσοφία προσπάθησε να συνενώσει την θεολογία με την φιλοσοφία δημιουργώντας δόγματα χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τις θεωρίες που αναπτύσσονται αυτόν τον καιρό να θεμελιωθεί το χάσμα ανάμεσα σε γνώση και πίστη. Σκοπός της ήταν η διάδοση των αληθειών που είχαν ήδη διατυπωθεί. Αυτή παρατηρείται κυρίως στη Λατινική φιλοσοφία.
Στη Βυζαντινή φιλοσοφία, με κριτική διάθεση της οποίας οι θεμελιώδεις λίθοι της βρισκόντουσαν στην χριστιανική πίστη, αντιμετωπίζεται η κλασική φιλοσοφία και επιχειρείται η δημιουργία μιας νέας παράδοσης που να συμβαδίζει με τα χριστιανικά ιδεώδη. Έτσι, ενσωματώθηκαν μέρη της κλασικής φιλοσοφίας στην βυζαντινή σκέψη, ενώ κάποια άλλα αγνοήθηκαν.
Στην Αναγέννηση παρατηρούμε την αναβίωση των σημαντικότερων στοιχείων του αρχαίου πολιτισμού στην οποία μετέχουν το αρχαίο θέατρο, ο Όμηρος, έργα ιστορικών κ.α. Αποτέλεσε την μετάβαση από την θεολογική φιλοσοφία του Μεσαίωνα στην μοντέρνα σκέψη. Αντίθετα με την σχολαστική φιλοσοφία, σε αυτή την περίοδο αυξάνεται σημαντικά η ελευθερία της προσωπικής σκέψης και η αυτόνομη δημιουργία. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής είναι η πληθώρα και διαρκής αλλαγή των προβλημάτων στα οποία επικεντρώνεται η φιλοσοφία. Στο κέντρο πάντα όμως βρίσκεται σταθερά ο άνθρωπος. Η Αναγέννηση χωρίζεται σε δυο περιόδους: Ανθρωπισμός (Ουμανισμός) και Φυσιογνωσία.
Ο σκοπός του ανθρωπισμού ήταν η επανεξέταση της αξίας του ανθρώπου και ο προσδιορισμός της σύμφωνα με τις επιστήμες που αναπτύσσονταν. Κύριοι συντελεστές του ήταν γενικότερα άνθρωποι των γραμμάτων και όχι αποκλειστικά φιλόσοφοι. Δίνοντας βάση στην μόρφωση του ανθρώπου, της οποίας άμεση συνάρτηση είναι η ελευθερία, ο άνθρωπος κατορθώνει να εκφράσει την προσωπικότητα του.
Η φυσιογνωσία προέκυψε από το παράλληλο ενδιαφέρον για την φύση. Η επιστήμη δεν είχε διαχωρισθεί ακόμα από την φιλοσοφία. Η αναζήτηση μεθόδου έρευνας ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα (Descartes, Bacon). Εδώ τοποθετήθηκαν τα θεμέλια για την φυσική.
Ο Διαφωτισμός προσδιορίζεται χρονικά γύρω στον 18ο αιώνα. Η κλασική σκέψη επανεξετάζεται μέσα από την διαμάχη του κλασικού με το καινούργιο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο λογικό του ανθρώπου. Επιχειρείται η απελευθέρωση του πνεύματος μέσα από την κριτική σκέψη. Ως ιδανικό προβάλεται ο πολυπράγμων και έντιμος άνθρωπος έτοιμος να παλέψει για αυτά που πιστεύει. Η φιλοσοφία δεν περιορίζεται στα στεγανά των ακαδημαϊκών κύκλων αλλά προχωράει σε απευθείας ζυμώσεις μέσα στην κοινωνία.
Τα διαφορετικά πλαίσια στα οποία κινείται η φιλοσοφία μπορούμε να τα αντιληφθούμε και μέσα από μια ιστορική διαδρομή από τα αρχαία χρόνια μέχρι των διαφωτισμό και πως η φιλοσοφία επηρεάστηκε από το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο βρισκόταν (πχ κλασική φιλοσοφία, Βυζαντινή φιλοσοφία, σχολαστικισμός, διαφωτισμός) ή πως το επηρέασε (Διακήρυξη Ανεξαρτησίας Αμερικής, Διακήρυξη Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, Γαλλική Επανάσταση).
Ακόμα και η τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση την οποία βιώνουμε αντιστοιχεί σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο ιδεών που έχει επικρατήσει και διαμορφώσει τον κυρίαρχο πολιτισμό. Ιδέες που βρίσκουν την απαρχή τους στον Διαφωτισμό (και οι οποίες με την σειρά τους έχουν επηρεαστεί από παλιότερες).

Οι λέξεις «σοφός» και «φιλοσοφία» απαντώνται ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Στους επικούς ποιητές Όμηρο και Ησίοδο εμφανίζονται οι λέξεις «σοφός» και «σοφία» οι οποίες σημαίνουν απλώς ότι κάποιος είναι ικανός στην εξάσκηση ενός επαγγέλματος. Για τον Όμηρο ο καλός τεχνίτης και ο ικανός ναυτικός είναι σοφοί. Στη συνέχεια σοφός θεωρείται και αυτός που ξέρει να κυβερνά και γνωρίζει πολύ καλά τους νόμους.
philosophers_ancientΣοφία, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, είναι η άριστη γνώση αλλά και η φρονιμάδα, ενώ η λέξη φιλοσοφία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. στην Ιωνία για να δηλώσει την καινούργια τάση, το ζήλο για τη μάθηση. Στην αρχή ήταν λέξη της καθημερινότητας, αλλά μετά εξυψώθηκε σε επιστημονικό όρο. Για πρώτη φορά η λέξη εμφανίστηκε σε ένα απόσπασμα που αποδίδεται με βεβαιότητα στον Ηράκλειτο: χρὴ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους άνδρας είναι (απόσπασμα 35) – (Πρέπει να γνωρίζουν πολλά οι φιλόσοφοι).
Για τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη φιλοσοφία είναι μεταξύ άλλων και η αγάπη της σοφίας ή, πιο απλά, η αναζήτηση της γνώσης για τη γνώση και όχι μόνο για την εφαρμογή και την πρακτική ωφέλεια. O Κροίσος, σύμφωνα με την αναφορά του Ηροδότου, λέει στο Σόλωνα: Ως φιλοσοφέων γην πολλήν θεωρίης είνεκεν επελήλυθας – (Άκουσα ότι από αγάπη για την επιστήμη έκανες πολλά ταξίδια για να παρατηρήσεις και να μελετήσεις). Και για το Θουκυδίδη επίσης η λέξη έχει την ίδια σημασία – είναι η μελέτη χωρίς ιδιοτέλεια (Επιτάφιος). Τέλος, η σωκρατική σχολή είναι αυτή που κατοχύρωσε τελικά τη λέξη ως τεχνικό όρο.
Οι πρώτοι φιλόσοφοι
Στην περιοχή της Ιωνίας εμφανίστηκε για πρώτη φορά η φιλοσοφική σκέψη. Πολλά χρόνια πριν από το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, οι Ίωνες φιλόσοφοι, οι οποίοι καλούνται και προσωκρατικοί, προσπάθησαν να δώσουν απάντηση σε ορισμένα ερωτήματα που οι ίδιοι έθεσαν. Τα ερωτήματα αυτά μπορούν με ευσύνοπτο τρόπο να διατυπωθούν σε ένα βασικό: «Ποια είναι η "αρχή" και ποια τα "αίτια" των όντων;».
Βεβαίως πάντα οι άνθρωποι αναρωτιόνταν από που γεννήθηκαν όλα όσα βλέπουμε γύρω μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα πιστεύουν, λίγο ως πολύ, ότι όλα γεννήθηκαν από το τίποτα. H ιδέα αυτή δεν ήταν και πολύ διαδεδομένη τον καιρό των αρχαίων Ελλήνων. Για κάποιο λόγο, νόμιζαν ότι «κάτι» υπήρχε από πάντα.
Το πρόβλημα τους, λοιπόν, δεν ήταν πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος ολόκληρος από το τίποτα. Αντί γι’ αυτό, απορούσαν που το σκέτο νερό μπορούσε να μεταμορφωθεί και να γίνει ψάρι, θαύμαζαν που το άψυχο χώμα μπορούσε να γεννήσει ψηλά δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια. Όπως και για τα μωρά, που γεννιούνται μέσα από την κοιλιά της γυναίκας!
Οι φιλόσοφοι έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια τις αλλαγές που συνέβαιναν διαρκώς στη φύση. Αλλά πώς γίνονταν αυτές οι αλλαγές; Πώς μπορούσε κάτι ν’ αλλάξει μορφή και να γίνει κάτι άλλο – μια ουσία, ας πούμε, να ζωντανέψει και να γίνει φυτό ή ζώο;
Οι πρώτοι εκείνοι φιλόσοφοι είχαν κάτι κοινό: πίστευαν όλοι πως πίσω απ’ όλες τις αλλαγές κρυβόταν ένα ορισμένο πρωταρχικό στοιχείο. Δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε πώς τους ήρθε αυτή η ιδέα. Ξέρουμε μόνο πως αναζητούσαν αυτό το στοιχείο πίσω απ’ όλες τις αλλαγές μέσα στη φύση.
Σήμερα το ενδιαφέρον που δείχνουμε γι αυτούς τους πρώτους φιλοσόφους δεν είναι οι απαντήσεις που βρήκαν κι έδωσαν σ’ αυτό το ερώτημα. Το ενδιαφέρον είναι ποιες ερωτήσεις διάλεξαν και τι λογής απαντήσεις έψαξαν να βρουν. Για μας, πιο σπουδαίο είναι το πώς, παρά το τι ακριβώς σκέφτονταν.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι πρόσεχαν ιδιαίτερα και μελετούσαν όλες τις ορατές αλλαγές στη φύση. Προσπαθούσαν να διακρίνουν κάποιους αιώνιους φυσικούς νόμους. Πάσχιζαν να καταλάβουν τα φυσικά φαινόμενα και να τα εξηγήσουν, δίχως να καταφύγουν στους μύθους και στην παράδοση. Και πάνω απ’ όλα, ήθελαν να κατανοήσουν τα φυσικά φαινόμενα με τη βοήθεια της παρατήρησης και της μελέτης. Άλλο αυτό κι άλλο να εξηγείς τον κεραυνό και την αστραπή, το χειμώνα και την άνοιξη με τη βοήθεια διαφόρων γεγονότων, που φαντάζεσαι ότι γίνονται στον κόσμο των θεών.
Έτσι ελευθερώθηκε η φιλοσοφία από τη θρησκεία. Μπορούμε να πούμε ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι έκαναν τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση ενός επιστημονικού τρόπου σκέψης κι έθεσαν έτσι τα θεμέλια για τη μετέπειτα ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.
Το μεγαλύτερο μέρος όσων είπαν κι έγραψαν οι φυσικοί φιλόσοφοι, έχει πια χαθεί. Τα περισσότερα απ’ όσα ξέρουμε, έχουν φτάσει ως εμάς χάρη στο έργο τον Αριστοτέλη, που έζησε διακόσια χρόνια μετά τους πρώτους εκείνους φιλοσόφους. O Αριστοτέλης, όμως, παραθέτει απλώς συνοπτικά τα συμπεράσματα, στα οποία είχαν καταλήξει οι φιλόσοφοι πριν απ’ αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε πάντα να καταλάβουμε πώς έφτασαν σ’ αυτά τα συμπεράσματα. Ξέρουμε όμως αρκετά, ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι απορίες των πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων είχαν σχέση με το πρωταρχικό στοιχείο, από το οποίο αποτελείται ο κόσμος, καθώς και με τις αλλαγές του, όπως αυτές παρουσιάζονται μέσα από τα διάφορα φυσικά φαινόμενα.
Οι φιλόσοφοι από τη Μίλητο
H εμφάνιση της φιλοσοφικής σκέψης στην Ιωνία δεν έγινε κατά τρόπο αυθαίρετο, ούτε τυχαίο. Είναι γνωστό ότι σημαντικές γνώσεις και γενικότερες αντιλήψεις για το σύμπαν υπάρχουν σε όλους τους λαούς και ιδιαίτερα στους λαούς της Ανατολής.
Οι γνώσεις τους όμως παρέμειναν σκόρπιες και εν μέρει συγκροτημένες, εξυπηρετώντας κυρίως τις ανάγκες της καθημερινής ζωής – το εμπόριο, την ανέγερση κτιρίων, την τέχνη – ενώ η γενική εικόνα του κόσμου που είχαν διαμορφώσει παρέμεινε μέχρι το τέλος μυθική και έντονα θρησκευτική, συχνά στενά συνδεδεμένη με την ποίηση.
Στις ιωνικές όμως πόλεις του 7ου και του 6ου αιώνα π.Χ. υπήρχε μια πανίσχυρη αστική τάξη στην οποία κυριαρχούσαν οι έμποροι και οι ναυτικοί. Αυτοί προσπάθησαν να εξηγήσουν τα φαινόμενα – πέρα από τις μυθικές ερμηνείες το κόσμου – με τη λογική και τον προσδιορισμό των φυσικών αιτίων.
Αυτή η διαδικασία είχε ως συνέπεια μια βαθιά πνευματική ζύμωση, καθώς και σοβαρές επιπτώσεις στη διανοητική ιστορία του ανθρώπου. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ιωνία οδήγησαν στο φιλοσοφικό στοχασμό.
H πόλη που πρωτοστάτησε σε αυτή την κίνηση ήταν η Μίλητος με τις πολυάριθμες αποικίες της. Εκεί έζησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι: ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης.
Ακολούθησε η Έφεσος, η πατρίδα του Ηράκλειτου, και στη συνέχεια άλλες πόλεις και περιοχές, μακριά από την Ιωνία, όπως τα Άβδηρα στη Θράκη (Δημόκριτος, Πρωταγόρας) και οι πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας (Πυθαγόρειοι, Ελεάτες, Εμπεδοκλής).
Θαλής
O πρώτος φιλόσοφος που τ’ όνομα του έχει φτάσει ως εμάς είναι ο Θαλής από τη Μίλητο (624 π.Χ. – 548 π.Χ), μια εξέχουσα ελληνική αποικία στη Μικρά Ασία. O Θαλής αγαπούσε τα ταξίδια και ταξίδεψε πολύ.
Λένε πως υπολόγισε κάποτε το ύψος μιας πυραμίδας στην Αίγυπτο μετρώντας τον ίσκιο της τη στιγμή ακριβώς που ο δικός του ίσκιος ήταν ίσος με το πραγματικό του ύψος. Λένε ακόμα πως το 585 π.Χ. προέβλεψε με ακρίβεια μια ολική έκλειψη ηλίου. Επίσης, ότι διατύπωσε και μια θεωρία για τις ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαναλαμβανόμενες πλημμύρες του ποταμού Νείλου, ενώ ως μηχανικός στο στρατό του Κροίσου πέτυχε τη διάβαση του ποταμού Άλυ.
Γι’ αυτές τις ικανότητες του οι αρχαίοι Έλληνες τον κατέταξαν ανάμεσα στους Επτά Σοφούς.
Thalis_Pyramid
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος και η φιλοσοφία αρχίζει με αυτόν.
thalesO Θαλής θεωρούσε πως τα πάντα προέρχονταν από το νερό. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς το εννοούσε αυτό. Ίσως πίστευε πως όλοι οι οργανισμοί γεννιούνται μέσα στο υγρό στοιχείο – και σ’ αυτό επιστρέφουν πεθαίνοντας.
O Σταγειρίτης αναφέρει: To ερωτάν περί των πρώτων αρχών και αιτίων… αλλά Θαλής μεν ο της τοιαύτης αρχηγός φιλοσοφίας ύδωρ φύσιν είναι αρχήν.. .(Το να ερωτά κάποιος για τις πρώτες αρχές και τα αίτια είναι φιλοσοφία… αλλά ο Θαλής, ο εισηγητής της φιλοσοφίας, ισχυρίζεται ότι το νερό είναι η πρώτη αρχή) – Αριστοτέλους, Μεταφυσικά
Κατά τον Αριστοτέλη ο Θαλής θεωρούσε ότι η αρχή των πάντων δεν είναι κάποιος θεός, αλλά ένα ενιαίο, πρωταρχικό στοιχείο, το ύδωρ-νερό. O κόσμος συντηρείται από το ύδωρ-νερό και η Γη πλέει πάνω στο νερό, όπως ένα πλοίο. Πίστευε πως, επειδή το νερό είναι κοινό σε όλα τα όντα, με αυτό μπορούν να εξηγηθούν όλα τα φυσικά φαινόμενα.
Ακόμη και ο Πλάτωνας τον θεωρεί σπουδαίο πρακτικό αστρονόμο και γεωμέτρη, ιδιαίτερα ικανό στο να επινοεί σπουδαία πράγματα για τεχνικές ανάγκες, αλλά χρεώνει στον Όμηρο την άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Ωκεανό.
Όταν ταξίδεψε στην Αίγυπτο, είδε ασφαλώς πόσο γόνιμη ήταν η γη μετά τις πλημμύρες του Νείλου. Ίσως είδε ακόμα βατράχια και σκουλήκια να εμφανίζονται μέσα από τις λάσπες, μετά τη βροχή.
O Θαλής θ’ αναρωτήθηκε ασφαλώς πώς το νερό γινόταν πάγος ή ατμός – κι ύστερα πάλι ξανάπαιρνε την πρώτη του μορφή.
Είπε ακόμα πως όλα «ήταν γεμάτα θεούς». Κι εδώ, μόνο να μαντέψουμε μπορούμε το πραγματικό νόημα των λόγων του. Ίσως σκέφτηκε πως το μαύρο, λασπωμένο χώμα ήταν η πηγή κάθε ζωής, από τα λουλούδια και το στάρι ως τις μέλισσες και τις κατσαρίδες. Και στη συνέχεια φαντάστηκε το χώμα γεμάτο μικρούς αόρατους «σπόρους ζωής». To σίγουρο είναι, πάντως, πως δεν είχε στο μυαλό του τους θεούς του Ομήρου.
Αναξίμανδρος
anaximandrosO επόμενος φιλόσοφος από τη Μίλητο είναι ο Αναξίμανδρος (610 – 547 π.Χ.). Για το Διογένη το Λαέρτιο ήταν ο πρώτος φιλόσοφος. Ζούσε κι αυτός στη Μίλητο και πίστευε πως ο κόσμος μας είναι ένας από τους πολλούς, που όλοι αυτοί οι αμέτρητοι κόσμοι γεννιόνταν από κάτι και κατέληγαν πάλι σε κάτι, που ο ίδιος ονόμαζε άπειρο, απέραντο και άμορφο.
Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοούσε με το «άπειρο».
Το βέβαιο είναι ότι το άπειρο δεν μπορεί να είναι μία μόνο ουσία, αλλά κάτι ακαθόριστο, γιατί μόνο τότε έχουν νόημα η γέννηση και η φθορά.
Η ερμηνεία που δίνει ο Αριστοτέλης στα Φυσικά του, ότι το άπειρο είναι η ουσία που μεσολαβεί μεταξύ των στοιχείων, ίσως να είναι κοντά στη σκέψη του Αναξίμανδρου.
Οπωσδήποτε, όμως, δεν είχε στο μυαλό του κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, όπως, ας πούμε, ο Θαλής το νερό. Ίσως νόμιζε ότι αυτό το κάτι, από το οποίο φτιάχνονταν τα πάντα, έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετικό από οτιδήποτε βλέπουμε και γνωρίζουμε εμείς μέσα στον κόσμο. Κι αφού όλα τα πράγματα στον κόσμο μας έχουν ένα τέλος, θα πρέπει αυτό το κάτι, από το οποίο προέρχονται και στο οποίο καταλήγουν, να είναι ακριβώς δίχως τέλος, δηλαδή άπειρο. Εννοείται, λοιπόν, πως το πρωταρχικό στοιχείο δεν μπορούσε να είναι μόνο το νερό.
Σύμφωνα με κάποιες όχι και τόσο ασφαλείς πληροφορίες, πραγματοποίησε  πολλά  ταξίδια  στην  Ελλάδα  και  σε διάφορες περιοχές του Εύξεινου Πόντου (Απολλωνία).
Μάλιστα, στη διάρκεια ενός από αυτά συμμετείχε στην ίδρυση μιας αποικίας.
Όπως ο Θαλής, έτσι και αυτός, είχε σημαντικές γνώσεις στα  μαθηματικά,  την  αστρονομία  και  τη  γεωγραφία.
Λέγεται ότι κατασκεύασε τον πρώτο χάρτη του κόσμου, συντέλεσε   στην   εισαγωγή   της  χρήσης  του   ηλιακού ρολογιού στην Ελλάδα, ενώ κατασκεύασε και μια ουράνια σφαίρα για τη διευκόλυνση των ναυτικών. Συγκεκριμένα, δημιούργησε ένα σφαιρικό πρότυπο των ουρανών στο κέντρο του οποίου τοποθέτησε τη Γη (γεωκεντρικό πρότυπο του σύμπαντος).
H Γη έλεγε δεν έχει ανάγκη από κανένα στήριγμα, διότι απέχει εξίσου από όλα τα σημεία της ουράνιας περιφέρειας, άρα δεν υπάρχει κάποιος λόγος να κινηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. H κατασκευή αυτή του Αναξίμανδρου δείχνει ότι η σκέψη του απομακρύνεται οριστικά από τις μυθικές κοσμογονίες, αλλά και από τις αστρονομικές απόψεις των Βαβυλωνίων στις οποίες όμως η ελληνική επιστημονική σκέψη χρωστά πολλά. Για το φιλόσοφο από τη Μίλητο το σύμπαν δεν είναι κάτι αφηρημένο αλλά ένας γεωμετρικός χώρος η οργάνωση του οποίου μπορεί να κατανοηθεί με βάση τη γεωμετρία.
Τα ενδιαφέροντα όμως του Αναξίμανδρου ξεπερνούν κατά πολύ αυτά του Θαλή. Εκτός από τα μαθηματικά, την αστρονομία και τη γεωγραφία, τον ενδιαφέρουν η μετεωρολογία, η ανθρωπολογία, η βιολογία, ακόμη και η ιστορία του πολιτισμού. Τα ενδιαφέροντα του προδίδουν και την πραγματική του πρόθεση: Ήθελε να δώσει μια καθολική εικόνα της φυσικής πορείας των πραγμάτων από την αρχή τους ως την παρούσα φάση τους.
Συμπερασματικά, η αναξιμάνδρεια σύλληψη του κόσμου ως αυτόνομου και αυτοδύναμου οργανισμού αποτελεί ίσως ένα από τα λίγα δείγματα μεγαλοφυών σκέψεων εκείνης της εποχής. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ακόλουθες ιδέες του:
A. O κόσμος κυριαρχείται από το σύμφυτο νόμο και όχι από μια υπέρτατη δύναμη ή θεό.
B. O νόμος ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στους αντίθετους κοσμολογικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι όλοι ίσης τάξης.
Γ. O κύκλος δικαιοσύνης και ανταπόδοσης δεν εξαρτάται από την αυθαίρετη παραξενιά ενός κυρίαρχου βασιλιά παρά από ένα νόμο-δεσπότη που λειτουργεί ανάμεσα σε ισότιμους.
Τις απόψεις του ο Αναξίμανδρος τις παρουσίασε στο βιβλίο του με τίτλο Περί Φύσεως, το οποίο θεωρείται το πρώτο βιβλίο σε ελληνικό πεζό λόγο. Δεν σώζεται σήμερα, αλλά το είχαν υπόψη τους ο Αριστοτέλης, ο Απολλόδωρος, αλλά και ο Θεόφραστος με το Σιμπλίκιο οι οποίοι παρέθεσαν ένα κατά λέξη  – πιθανόν – απόσπασμα του Αναξίμανδρου. Το απόσπασμα αυτό αποτελεί την παλαιότερη φράση της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.
Αναξιμένης
anaximenesO τρίτος φιλόσοφος από τη Μίλητο ήταν ο Αναξιμένης (570-526 π.Χ. περίπου). Οι απόψεις του θεωρούνται συνέπεια και παραλλαγή των απόψεων του Αναξίμανδρου μέχρι του σημείου να θεωρείται -χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις- μαθητής του. O Αναξιμένης, όπως και οι προκάτοχοι του, ασχολήθηκε και με την αστρονομία. Διατύπωσε μάλιστα την άποψη ότι η Σελήνη δεν έχει δικό της φως αλλά το παίρνει από τον Ήλιο. Πίστευε ότι η Γη είναι ένας επίπεδος δίσκος, ενώ προχώρησε σε διάκριση μεταξύ πλανητών και των απλανών αστέρων.
Κι αυτός, όπως κι ο Θαλής, πίστευε πως όλα είχαν προέλθει από κάποιο πρωταρχικό στοιχείο, το οποίο και συνέχιζε να κρύβεται πίσω απ’ όλες τις αλλαγές στη φύση.
Θεωρούσε πηγή κάθε ζωής και αφετηρία όλων των πραγμάτων τον αέρα. O Αναξιμένης γνώριζε, φυσικά, τις θεωρίες του Θαλή για το νερό. Αλλά από πού προερχόταν το νερό; O Αναξιμένης πίστευε πως το νερό δεν ήταν παρά συμπυκνωμένος αέρας. Κι όταν βρέχει, βλέπουμε καθαρά τον αέρα να πυκνώνει και να στάζει χοντρές στάλες νερού!
O Αναξιμένης νόμιζε πως αν το νερό πύκνωνε ακόμα περισσότερο, τότε γινόταν χώμα. Ίσως είχε δει τον πάγο να λιώνει και ν’ αφήνει πίσω του ψήγματα άμμου. Τη φωτιά, από την άλλη, τη θεωρούσε αραιωμένο αέρα. Κατά τη γνώμη του λοιπόν, η γη, το νερό κι η φωτιά προέρχονταν από τον αέρα.
O δρόμος από τη γη και το νερό στα σπαρτά των αγρών δεν είναι μακρύς. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Αναξιμένης θεωρούσε τη γη, τον αέρα, το νερό και τη φωτιά απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία και τη διατήρηση της ζωής. Έδινε, όμως, το προβάδισμα στον αέρα.
O αήρ θεωρείται μια μάζα λεπτή, κινητική και «πνευματική», από την οποία δημιουργούνται όλα τα πράγματα και στην οποία τελικά χάνονται. O αήρ περιέχει όλο τον κόσμο ως μια άπειρη χωρικά μάζα και οπωσδήποτε απροσδιόριστη, στοιχεία που μας θυμίζουν το άπειρο του Αναξίμανδρου.
Με αυτές του τις απόψεις διατήρησε την ενιαία αρχή των όντων (μονισμός) και αναδείχθηκε στον πιο συνεπή υλοζωιστή – εμψύχωση της ύλης και της ύπαρξη ζωής σε όλα τα πράγματα της φύσης – μεταξύ των πρώτων φιλοσόφων.
Βλέπουμε πως και οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι πίστευαν σε ένα – και μόνο – πρωταρχικό στοιχείο, από το οποίο είχαν προκύψει τα πάντα. Αλλά πώς μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Με το πρόβλημα αυτό ασχολήθηκαν άλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι.
Οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι (Θαλής, Αναξίμανδρος, και Αναξιμένης) όπως είδαμε πίστευαν σε ένα – και μόνο – πρωταρχικό στοιχείο, από το οποίο είχαν προκύψει τα πάντα. Αλλά πώς μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Το πρόβλημα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πρόβλημα της μεταβολής.
M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι, που πήραν τ’ όνομα τους από την ελληνική αποικία Ελέα στη Νότια Ιταλία. Οι Ελεάτες έζησαν περίπου το 500 π.Χ., και ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ήταν ο Παρμενίδης (540-480 π.Χ.).
 O Παρμενίδης: ο  φιλόσοφος του  «είναι» και της λογικής
ParmenidesO Παρμενίδης πίστευε πως όλα όσα υπάρχουν υπήρχαν από πάντα. H ιδέα αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα. Τη θεωρούσαν σχεδόν αυτονόητη. Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το τίποτα, έλεγε ο Παρμενίδης. Κι όλα όσα υπάρχουν δεν μπορεί να εξαφανιστούν και να χαθούν μια για πάντα.
O Παρμενίδης, όμως, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Δε θεωρούσε δυνατή καμιά απολύτως μεταβολή. Κατά τη γνώμη του, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αλλάξει και να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν.
Έβλεπε, βέβαια, πως στη φύση διαρκώς όλα άλλαζαν. Με τις αισθήσεις του αντιλαμβανόταν αυτές τις μεταβολές των πραγμάτων. Αλλά δεν μπορούσε να τις φέρει σε αρμονία με αυτά που του υπαγόρευε η λογική του. Καθώς, λοιπόν, βρέθηκε σε δίλημμα, αν έπρεπε να εμπιστευτεί τις αισθήσεις του ή τη λογική του, αποφάσισε υπέρ της λογικής.
Όλοι μας έχουμε ακούσει τη φράση: «Αυτό δεν το πιστεύω, αν δεν το δω με τα μάτια μου». O Παρμενίδης αρνιόταν να δώσει πίστη, ακόμα και σ’ αυτά που έβλεπε: Θεωρούσε πως οι αισθήσεις μας δίνουν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου, μια εικόνα που δεν ταιριάζει με όσα μας λέει η λογική μας. Κι ως φιλόσοφος θεωρούσε καθήκον του ν’ αποκαλύψει όλες τις «ψευδαισθήσεις», που μας έδιναν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου και της πραγματικότητας.
Αυτή η δυνατή πίστη στην ανθρώπινη λογική πήρε το όνομα ορθολογισμός. O ορθολογιστής είναι ένας άνθρωπος που εμπιστεύεται απόλυτα τον ανθρώπινο νου ως πηγή της γνώσης μας σχετικά με τον κόσμο.
Ο Παρμενίδης υποστήριξε ότι η ενότητα των πραγμάτων του κόσμου δεν βασίζεται σε μια κοινή υποκείμενη φυσική ουσία, αλλά στην ίδια τους την οντότητα. Με τον Παρμενίδη εγκαταλείπεται ο λεγόμενος υλοζωισμός των Ιώνων φυσιολόγων και εγκαινιάζεται η μεταφυσική και η οντολογία.
Ο Παρμενίδης πέρασε ως ο φιλόσοφος που υποστήριξε την ακινησία του όντος και αρνήθηκε την πολλαπλότητα και ποικιλομορφία του αισθητού κόσμου. Οι κατηγορίες που συχνότατα εκτοξεύονται κατά της φιλοσοφίας του αφορούν κατά κύριο λόγο την υπέρμετρη αδιαφορία προς την αισθητηριακή πρόσληψη της πραγματικότητας που ο στοχασμός του προϋποθέτει. Το γεγονός ότι οι αισθήσεις ενδέχεται να αποβούν κακός οδηγός για όποιον αποφασίσει να δει την ουσία των πραγμάτων είναι κοινός τόπος στην αρχαία σκέψη.
Η βασική θέση του παρμενίδειου στοχασμού είναι ότι «το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, πλήρες και ενιαίο και ατάραχο και τέλειο»
O Πλάτωνας σε ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, το  διάλογο Παρμενίδη, αναφέρεται ακριβώς στην προσωπικότητα   του και στη θεωρία του για το ον. Αντιτάσσει μάλιστα τον Παρμενίδη,  το  φιλόσοφο  του  είναι στον  Ηράκλειτο,   το φιλόσοφο του γίγνεσθαι.
Ο Ηράκλειτος: ο φιλόσοφος του «γίγνεσθαι» και της μεταβολής
irakleitosΤην ίδια εποχή με τον Παρμενίδη ζούσε και ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ. περίπου). O Ηράκλειτος ήταν από την Έφεσο και θεωρούσε τις μεταβολές ως το βασικότερο και σημαντικότερο χαρακτηριστικό της φύσης. Μπορούμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με τον Παρμενίδη, ο Ηράκλειτος έδειχνε εμπιστοσύνη στις αισθήσεις του και σε όσα αυτές του έλεγαν.
«Τα πάντα ρει», έλεγε ο Ηράκλειτος. Τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση, και τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μπούμε «δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Μέχρι να βγούμε και να ξαναμπούμε, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και τα νερά του ποταμού, θα έχουν αλλάξει.
O Ηράκλειτος πρόσεξε, επίσης, πως ο κόσμος είναι σφραγισμένος από διαρκείς αντιθέσεις. Αν δεν αρρωσταίναμε, τότε δε θα ξέραμε τι σημαίνει υγεία. Αν δεν πεινούσαμε, τότε δε θα χαιρόμασταν χορταίνοντας. Αν ποτέ δε γινόταν πόλεμος, τότε δε θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αξία της ειρήνης. Κι αν ποτέ δεν ερχόταν ο χειμώνας, τότε δε θα προσέχαμε καν τον ερχομό της άνοιξης.
Τόσο το Καλό όσο και το Κακό έχουν τη θέση τους μέσα στο σύνολο και είναι το ίδιο απαραίτητα, έλεγε ο Ηράκλειτος. Χωρίς αυτό το ασταμάτητο παιχνίδι μεταξύ των αντιθέσεων, ο κόσμος θα σταματούσε να υπάρχει.
Χρησιμοποιούσε τη λέξη «θεός», αλλά ασφαλώς δεν εννοούσε τους θεούς των μύθων. Για τον Ηράκλειτο, ο θεός – το θεϊκό στοιχείο – είναι κάτι που κλείνει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο. O θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μέσα από τη διαρκή εναλλαγή και μεταβολή της φύσης.
Αντί για τη λέξη «θεός», ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί την αρχαία ελληνική λέξη «λόγος», που σημαίνει λογική. Ακόμα κι αν εμείς οι άνθρωποι δε σκεφτόμαστε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν η λογική μας δεν είναι πάντα η ίδια, ο Ηράκλειτος πίστευε ότι υπάρχει ένα είδος «παγκόσμιας λογικής», που κατευθύνει τα πάντα μέσα στη φύση. Αυτή η «παγκόσμια λογική», ο «νους του Σύμπαντος», εξουσιάζει τα πάντα, και όλοι οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται την κυριαρχία της.
Οι περισσότεροι, όμως, επιμένουν να ζουν σύμφωνα με τη δική τους ατομική λογική. Γι’  αυτό και ο Ηράκλειτος δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τους συνανθρώπους του. Οι απόψεις τους έμοιαζαν στα μάτια του «παιχνίδια των παιδιών».
Σ’ όλες τις μεταβολές και τις αλλαγές και τις αντιθέσεις μέσα στη φύση, ο Ηράκλειτος έβλεπε την ενότητα, την ολοκλήρωση. Αυτό το «κάτι», που βρίσκεται μέσα σ’ όλα και αποτελεί το θεμέλιο των πάντων, το ονόμαζε «θεό» ή «λόγο».
Οι φράσεις του είχαν μια πυκνότητα που τις έκαναν δυσπρόσιτες στο ευρύ κοινό, εξ ου και το όνομα του «Ηράκλειτος ο Σκοτεινός». Επίσης, το προσωνυμιών αυτό οφείλεται στην τάση του να απομονώνεται και να μην επιδιώκει να έχει επαφές με τους συνανθρώπους του – πολύ συχνά μάλιστα έφτανε μέχρι την περιφρόνηση και την απόρριψη τους. Πολλές φορές μάλιστα είχε μιλήσει δημοσίως με ιδιαίτερα απαξιωτικό τρόπο για μεγάλους στοχαστές και ποιητές της εποχής του.
O Ηράκλειτος πίστευε ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων κρίνεται με βάση την αλήθεια του λόγου, άρα πρέπει οι άνθρωποι να τον κατανοήσουν, να μυηθούν τέλεια σε αυτόν και να ζουν σύμφωνα με τον κοσμικό νόμο.
Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι δεν κατανοούν την αλήθεια που έμαθαν, επειδή νομίζουν ότι αλήθεια είναι η προσωπική τους γνώμη. Έτσι, έρχονται σε σύγκρουση με την αλήθεια. Πρόθεση του φιλόσοφου είναι να οδηγήσει τους ανθρώπους σε ομολογία, δηλαδή στη συμφωνία του ατομικού και του καθολικού λόγου, της προσωπικής γνώμης με την αλήθεια, που αποτελεί την ενότητα όλων των πραγμάτων.
■ H κίνηση και η μεταβολή
O Ηράκλειτος πίστευε ότι ο κόσμος είναι ένα ρεύμα το οποίο κινείται συνεχώς. Την άποψη του αυτή την παρουσίαζε παραστατικά με την εικόνα του ποταμού. Αν ο κόσμος μοιάζει με το ποτάμι που τα νερά του κυλούν αδιάκοπα, τότε η ασταμάτητη κίνηση του αποτελεί το μοναδικό τρόπο για να υπάρχει αυτός, δηλαδή ο κόσμος.
O κόσμος δεν συντίθεται από πράγματα που παραμένουν συνεχώς ίδια, αλλά από συμβάντα, τα οποία μπορεί να είναι συνεχώς διαφορετικά, χωρίς όμως ο κόσμος να χάνει την ταυτότητα του. Στην κοσμική κίνηση συμμετέχουν όλοι, όπως και στην αλλαγή πορείας που συνεπάγεται αυτή αλλά και στη σταθερότητα του ρυθμού κίνησης και μεταβολής.
■ H διδασκαλία του Εφέσιου φιλοσόφου μπορεί να συμπυκνωθεί στις παρακάτω προτάσεις:
  1. O κόσμος βρίσκεται σε μια ακατάπαυστη κίνηση και η συνεχής αλλαγή του είναι το σταθερό χαρακτηριστικό της πορείας του.
  2. O κόσμος δεν είναι ένα στατικό οικοδόμημα, που κάποιος το δημιούργησε, είτε θεός είτε άνθρωπος, αλλά μια αιώνια ζωντανή φωτιά, που αναβοσβήνει συνέχεια με μέτρο και κανονικές αναλογίες.
  3. O κόσμος βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση σύρραξης. O πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς όλων.
  4. Όλες οι συγκρουόμενες δυνάμεις του κόσμου καταλήγουν σε αρμονία. Αυτός ο πόλεμος που διεξάγεται δεν γίνεται χωρίς τάξη. Υπάρχει μια σταθερή κανονικότητα και νομοτέλεια που διέπει όλες τις κινήσεις, μεταβολές και αντίθετες ροπές των πραγμάτων.
■  H επίδραση των ιδεών του Ηράκλειτου
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η επίδραση των ιδεών του Ηράκλειτου στους μεταγενέστερους φιλοσόφους. O Δημόκριτος, ο Πλάτωνας, οι στωικοί, ο Σπινόζα, και κυρίως ο Χέγκελ αντλούν στοιχεία από το έργο του. Από τους πιο σύγχρονους ο Νίτσε ομολογεί το Θαυμασμό που τρέφει προς τον Εφέσιο φιλόσοφο, δεν κρύβει την άποψη που έχει για τον Ηράκλειτο και διακηρύσσει με απόλυτη ειλικρίνεια: «Ο κόσμος έχει αιώνια την ανάγκη της αλήθειας, έχει επομένως αιώνια την ανάγκη του Ηράκλειτου».


Εμπεδοκλής συνθέτει τις δύο διαφορετικές απόψεις του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου

O Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο στα δύο αντίθετα άκρα. H λογική του Παρμενίδη διαπίστωνε πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, ενώ οι εμπειρίες τον Ηράκλειτου διαπίστωναν, με την ίδια σιγουριά, πως τα πάντα μέσα στη φύση υποβάλλονταν σε διαρκείς μεταβολές.
Ποιος από τους δύο είχε δίκιο;
Πρέπει να εμπιστευτούμε τη φωνή της λογικής μας (Παρμενίδης) ή μήπως είναι προτιμότερο να πιστέψουμε τις αισθήσεις μας (Ηράκλειτος);
Και ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος διατυπώνουν δύο αξιώματα
O Παρμενίδης λέει:
  1. ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει και
  2. ότι, επομένως, οι εντυπώσεις που φτάνουν ως εμάς μέσω των αισθήσεων μας θα πρέπει να είναι λανθασμένες.
O Ηράκλειτος, απεναντίας, λέει:
  1. ότι όλα αλλάζουν («τα πάντα ρε ι») και
  2. ότι οι εντυπώσεις που φτάνουν ως εμάς μέσω των αισθήσεων μας είναι αληθινές και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε δύο φιλόσοφους που να διαφωνούν περισσότερο μεταξύ τους! Αλλά ποιος από τους δύο έχει δίκιο; Τελικά, αυτός που κατάφερε να βγει από το δίχτυ, όπου είχε μπερδευτεί η φιλοσοφία, ήταν ο Εμπεδοκλής (499-434 π.Χ. περίπου) από τον Ακράγαντα της Σικελίας.
empedocles
O Εμπεδοκλής σκέφτηκε πως είχαν και οι δύο δίκιο ως προς το ένα σημείο της σκέψης τους, άδικο όμως ως προς το δεύτερο.
Για τον Εμπεδοκλή, όλη η διαφορά ξεκινούσε από το ότι οι φιλόσοφοι θεωρούσαν αυτονόητη αφετηρία της σκέψης τους την ύπαρξη ενός μόνο πρωταρχικού στοιχείου. Αν αυτό ήταν πράγματι έτσι, τότε η άβυσσος μεταξύ αισθήσεων και λογικής θα ήταν αγεφύρωτη στους αιώνες των αιώνων.
Το νερό δεν μπορεί, βέβαια, να πάρει τη μορφή ψαριού ή πεταλούδας. Το νερό δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Το καθαρό νερό είναι και μένει για πάντα καθαρό νερό.
Άρα ο Παρμενίδης είχε δίκιο που έλεγε ότι τίποτα δεν αλλάζει.
Ταυτόχρονα, όμως, ο Εμπεδοκλής συμφωνούσε με τον Ηράκλειτο, που έλεγε ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας. Πρέπει να πιστεύουμε σ’ αυτό που βλέπουμε. Κι αυτό που βλέπουμε είναι μια ατέλειωτη σειρά αλλαγών στη φύση.
O Εμπεδοκλής, λοιπόν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση του ενός πρωταρχικού στοιχείου πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ούτε ο αέρας ούτε το νερό μπορούν από μόνα τους να μεταμορφωθούν σε τριανταφυλλιά ή σε πεταλούδα. Άρα η φύση δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μ’ ένα μονάχα πρωταρχικό στοιχείο.
O Εμπεδοκλής, από τη μεριά του, πίστευε πως η φύση διέθετε τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία ή «ρίζες», όπως ο ίδιος τα ονόμαζε. Οι τέσσερις αυτές ρίζες ήταν, κατά τη γνώμη του, η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά.
Συγκεκριμένα ο Εμπεδοκλής διακήρυξε ότι το σύμπαν συντίθεται και αποσυντίθεται από τέσσερα αμετάβλητα «ριζώματα»: το ύδωρ  (Νήστις), τη γη (Αίδωνεύς), τον αέρα (Ήρα) και το πυρ (Ζευς). Κάθε γένεση και φθορά είναι αποτέλεσμα της μείξης και του αποχωρισμού των τεσσάρων ριζωμάτων σε διαφορετική αναλογία κάθε φορά, ανάλογα με τη μορφή που έχει αυτό που γεννιέται ή φθείρεται. Έτσι, το ον (ριζώματα) δεν μεταβάλλεται (άποψη των ελεατών), αλλά και η γένεση και η φθορά είναι πραγματικές διεργασίες (άποψη των ατομικών).
O Εμπεδοκλής δε διάλεξε, βέβαια, στην τύχη τον αέρα, το νερό, τη γη και τη φωτιά. Πριν απ’ αυτόν, πολλοί φιλόσοφοι είχαν προσπαθήσει ν’ αποδείξουν ότι το πρωταρχικό στοιχείο ήταν ο αέρας ή το νερό ή η φωτιά. O Θαλής κι ο Αναξιμένης είχαν τονίσει ότι το νερό κι ο αέρας είναι στοιχεία πολύ σημαντικά μέσα στη φύση. Οι Έλληνες θεωρούσαν πολύ σπουδαία και τη φωτιά. Έβλεπαν τον πρωταρχικό ρόλο που έπαιζε ο ήλιος για τη ζωή γενικά και ήξεραν πως άνθρωποι και ζώα έκλειναν στα κορμιά τους θερμότητα.
Επομένως, όλες οι μεταβολές στη φύση συμβαίνουν, επειδή τα τέσσερα αυτά πρωταρχικά στοιχεία ενώνονται και χωρίζουν πάλι για να ενωθούν με διαφορετικό τρόπο. Γιατί τα πάντα σ’ αυτό τον κόσμο αποτελούνται από γη, νερό, φωτιά και αέρα. Μόνο που το μείγμα είναι κάθε φορά αλλιώτικο. Όταν πεθαίνει ένα ζώο ή ένα λουλούδι, τα τέσσερα στοιχεία χωρίζουν, κι αυτή τη μεταβολή μπορούμε να την παρακολουθήσουμε με γυμνό μάτι. O αέρας, όμως, και η φωτιά, το νερό και η γη παραμένουν αναλλοίωτα, όσες μεταβολές κι αν υποστούν τα μείγματα στα οποία συμμετέχουν.
Άρα, δεν είναι αλήθεια ότι «όλα» αλλάζουν. Στην ουσία, τίποτα δεν αλλάζει. Απλούστατα, τέσσερα στοιχεία ενώνονται και χωρίζονται πάλι, για να ανακατευτούν ξανά με διαφορετικό τρόπο.
Ας φανταστούμε ένα ζωγράφο. Όταν έχει ένα μόνο χρώμα -κόκκινο, ας πούμε- στην παλέτα του, δεν μπορεί να ζωγραφίσει πράσινα δέντρα. Αν, όμως, έχει κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο, μπορεί να τ’ αναμείξει και να πετύχει εκατοντάδες διαφορετικά χρώματα.
Ένα ερώτημα, όμως, παραμένει ανοιχτό: τι είναι αυτό που σπρώχνει τα στοιχεία να ενωθούν μεταξύ τους δημιουργώντας έτσι νέα ζωή; Και τι είναι αυτό που φροντίζει ώστε το «μείγμα», το λουλούδι για παράδειγμα, να διαλυθεί και πάλι;
O Εμπεδοκλής πίστευε ότι στη φύση δρουν δύο διαφορετικές δυνάμεις. Τις δυνάμεις αυτές τις ονόμαζε Φιλότητα και Νείκος. H Φιλότητα, η αγάπη, είναι η δύναμη που ενώνει τα στοιχεία και συνθέτει νέα «μείγματα». Το Νείκος, η διαμάχη, είναι η δύναμη που τα χωρίζει και πάλι.
O Εμπεδοκλής διέκρινε, λοιπόν, μεταξύ στοιχείων και δυνάμεων. Αυτό αξίζει τον κόπο να το σημειώσουμε στο μυαλό μας. Γιατί και σήμερα ακόμα, η επιστήμη διακρίνει τα βασικά στοιχεία από τις φυσικές δυνάμεις. H σύγχρονη επιστήμη ισχυρίζεται ότι μπορεί να εξηγήσει όλα τα φυσικά φαινόμενα με τη βοήθεια των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των βασικών στοιχείων και ορισμένων φυσικών δυνάμεων.