Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Μιά αρχαία Ελληνική παρηγοριά, προς τον σύγχρονο άνθρωπο.




Πολλοί ισχυρίζονται πως τα βάσανα εξευγενίζουν τον χαρακτήρα και πάνω σε αυτή τη ψευδή θεωρία δημιούργησαν βάσανα για τους ανθρώπους, που ούτε η τύχη ούτε η κοινωνία δημιούργησε.

Βασανίζουν το σώμα στερώντας του την τροφή, τον ύπνο, την φροντίδα, τα λουτρά, την άνεση, την ερωτική επαφή και το πνεύμα, με ανεπαρκείς ή λανθασμένες απαντήσεις στα θέματα της ζωής, με αγωνίες, φόβους, απειλές, φανταστικά όντα και συμφορές που απειλούν τάχα τον ανυπότακτο άνθρωπο.

Τους ανθρώπους τους εξαγνίζει η ευτυχία, δηλαδή η ζωή χωρίς λύπες, που δεν είναι στερημένη από υλικά αγαθά, από την κοινωνική καταξίωση και από επιτυχίες σε όλους τους τομείς.



Τα βάσανα ξεραίνουν την ψυχή, την κάνουν αδιάφορη στον πόνο του άλλου, στρέφουν το άτομο στον εαυτό του, κάνουν τον άνθρωπο εγωιστή, υποκριτή, μικρόψυχο και εκδικητικό, ενώ όταν αποδέχεται ανεπαρκείς ή λανθασμένες απαντήσεις στα θέματα της ζωής γίνεται νευρωτικός.

Όμως δεν είμαστε ποτέ τόσο ευτυχισμένοι, ούτε τόσο δυστυχισμένοι όσο φανταζόμαστε.

Ο Επίκουρος ονόμαζε ηδονή την αταραξία της ψυχής και την έλλειψη πόνου στο σώμα και ο Δημόκριτος έλεγε, πως η ευτυχία είναι ένας συγκερασμός από καλή διάθεση, ηρεμία, και αταραξία.

Ο Θαλής ο Μιλήσιος έλεγε, πως ευτυχισμένος είναι εκείνος που κατά το σώμα είναι υγιής, κατά το πνεύμα εφευρετικός και ως προς τη φύση του επιδεκτικός παιδείας.

«Μην παραμελείς τον εαυτό σου» συμβούλευε ο Περίανδρος ο Κορίνθιος και ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος.

«Να φροντίζεις το σώμα και την ψυχή σου»: Από τον Χείλωνα τον Λακεδαιμόνιο (που ήταν ένας από του 7 σοφούς), όπως και οι τρεις προηγούμενοι .

Έχουμε μια σειρά από ανάλογα επιγράμματα.

«Φρόντιζε τον εαυτό σου».

«Μην επιθυμείς τα αδύνατα».

«Να παραμένεις ήρεμος».

«Να θεωρείς ευτυχισμένο το νεκρό».

«Τίποτε δεν αξίζει περισσότερο όσο η μέρα που ζεις».

«Τίποτε δεν βρίσκεται πιο μακριά από το λεπτό που μόλις πέρασε».

«Η ζωή δεν χάνεται με το θάνατο . Η ζωή χάνεται λεπτό με το λεπτό, μέρα με την μέρα που δεν ζούμε συνειδητά».

«Κανείς δεν γερνά απλώς, με το να ζήσει πολλά χρόνια.

Γερνάμε όταν εγκαταλείψουμε τα ιδεώδη μας.

Το πέρασμα του χρόνου έχει τη δύναμη να ρυτιδώσει την ψυχή μας».

«Δεν είναι τα χρόνια στη ζωή σου, αλλά η ζωή στα χρόνια σου που μετρά».

«Μέτρο της ζωής είναι η σπουδαιότητα και όχι η χρονική διάρκεια της»

(Πλούταρχος: Παραμυθητικός προς Απολλώνιο 17)… και από το ίδιο έργο του Πλουτάρχου: Παραμυθητικός προς Απολλώνιο, 28) :

«Δεν είναι γνώρισμα ανθρώπου λογικού να αγνοεί, ότι ο άνθρωπος είναι πλάσμα θνητό και ότι γεννήθηκε και θα πεθάνει.

Η μεγαλύτερη δοκιμασία θάρρους στη ζωή είναι να αντιμετωπίζουμε την απώλεια χωρίς να χάνουμε το φρόνημα μας.

Αυτό που μας συμβαίνει, δεν είναι τόσο σημαντικό, όσο ο τρόπος, με τον όποιο το δεχόμαστε».

Για την Ελληνική Σκέψη η κακοδαιμονία των ανθρώπων προέρχεται από την αμάθεια, την δεισιδαιμονία, τις προλήψεις και τους φόβους.

Θεραπεία για όλα αυτά, είναι η ορθή γνώση των νόμων, που διέπουν την φύση και τον άνθρωπο.

Υπάρχουν πράγματα στη ζωή που βρίσκονται πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις.

Καμιά από τις προσπάθειες μας δεν είναι άψογη.

Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τίποτε, χωρίς το μέτρο των περιορισμών της φύσης.

Κανείς δεν μπορεί να νικήσει έναν σεισμό ή το θάνατο. Είναι ανώφελο να προσπαθήσει.

Αφού δεν μπορούμε λοιπόν να αλλάξουμε την κατεύθυνση του ανέμου, ας ρυθμίσουμε τα πανιά μας κι ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με την ζωή πού έχουμε, με ότι διαθέτουμε, όπου κι αν βρισκόμαστε.

Ας δράσουμε !

Ας ζήσουμε !

Σκοπός του ανθρώπου δεν είναι να γίνει ένα στρείδι κλειστός στο καβούκι του, κολλημένος στον βράχο της ζωής και αποκομμένος από τον κόσμο και τη χαρά της Ζωής.

«Η φιλοσοφία» γράφει ο Ισοκράτης στον (Πανηγυρικό) του (47): «επινόησε και οργάνωσε όλα τούτα (αθλήματα, θεάματα, τέχνες, αγώνες ρητορείας, ευφυΐας, κ.τ.λ), μας δίδαξε πώς να ενεργούμε κι έκανε ευνοϊκότερες τις σχέσεις μας, και ξεχώρισε τις συμφορές πού οφείλονται στην άγνοια, και εκείνες που είναι αναπόφευκτες, και μας έμαθε να φυλαγόμαστε από τις πρώτες, και να υποφέρουμε με υψηλό φρόνημα τις δεύτερες.

Αλλά και οι Έλληνες τραγωδοί μας, έκαναν παρόμοιες σκέψεις στα αθάνατα έργα τους.

«Πρέπει όντας θνητοί, θνητές να έχουμε σκέψεις. Για μελαγχολικούς και συνοφρυωμένους αν με ρωτάς εμμένανε, η ζωή τους, ζωή δεν είναι αληθινή, μα δυστυχία». (Ευριπίδης: Άλκηστη, 799-802).

«Οι πεθαμένοι δεν πρόκειται πια ν' αναστηθούν.
Γιατί να λογαριάζουμε τους νεκρούς και γιατί να ξαναπονά ο ζωντανός, για τον κατατρεγμό της τύχης. Ας πάνε στο καλό οι συμφορές». (Αισχύλος: Αγαμέμνων 568-571) .

«Γιατί λοιπόν να στενοχωριέσαι τόσο για πράγματα που έχουν γίνει, αφού δεν υπάρχει τρόπος να ξεγίνουν ; » (Σοφοκλής: Αίας 377-378) .

Η θλίψη ανατρέπει το χρόνο και τις ώρες της ξεκούρασης. Κάνει τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα. Θολώνει την ψυχή.

Γι΄ αυτό και ο Αρχιερέας του Μαντείου των Δελφών ο Πλούταρχος, στο έργο του «Περί Φυγής» (599 Β) συμβουλεύει:

«Το να λυπάται κανείς και να ταπεινώνει τον εαυτό του είναι εξ ολοκλήρου άχρηστο και ανόητο».

Στο ίδιο το έργο (600 Δ) συνεχίζει: «Οι συνετοί αντιπαθούν τους θρήνους, για όσα δεινά τους έχουν έλθει.

Ακόμη κι αν περιπέσουμε σε πραγματική συμφορά ή σε δυσάρεστη κατάσταση, οφείλουμε να αντλήσουμε γαλήνη για την ψυχή μας, από τα αγαθά που παραμένουν στην διάθεση μας».

«Καρδίαν μη εσθίειν» , ήταν ένα από τα θεμελιώδη επιγράμματα του Πυθαγόρα… που σημαίνει: να μην τρως την καρδιά σου, δηλαδή να μην βασανίζεσαι από λύπες.

Αυτό που μας ανησυχεί, μας κυβερνά.

Η θλίψη είναι για τον άνθρωπο, ότι είναι η σκουριά για το σίδερο.

Η λύπη, μας κάνει ανόητους. Καταστρέφει κάθε διανοητική υπεροχή .

Ο σοφότερος γίνεται κουτός.

Ο Αισχύλος στην τραγωδία του Αγαμέμνων (102), αποκαλεί τη λύπη «Θυμοβόρο», γιατί τρώει τον ανθρώπινο θυμό, και η λέξη αυτή στην αρχαία σημασία της έχει πλούσιο περιεχόμενο.

Σήμαινε ταυτόχρονα την ψυχή,τη ζωή, το πνεύμα, την καρδιά, τη θέληση, το φρόνημα, το θάρρος.

Στο ίδιο πνεύμα ο Αρχιερέας του Μαντείου των Δελφών ο Πλούταρχος παρηγορώντας την σύζυγο του για τον θάνατο της κόρης τους, γράφει για τη θλίψη, πως: «κάνει το μυαλό να συρρικνώνεται, να στενεύει, να πνίγεται, να είναι απαρηγόρητο και να φοβάται το παραμικρό....».

(Πλούταρχος: Παραμυθητικός προς την γυναίκα, 6)…

Και στο ίδιο έργο συνεχίζει: «Αυτά φαίνεται πως δεν διέφυγαν της προσοχής του Αισώπου, που λέει πως όταν ο Ζευς μοίραζε στους θεούς τις τιμές, απαίτησε και το Πένθος το μερίδιο του.

Του τις παραχώρησε λοιπόν, αλλά μόνο εκ μέρους όσων επέλεγαν να τις αποδώσουν με τη θέληση τους.

Στην αρχή λοιπόν έτσι γίνονται τα πράγματα, διότι από μόνος του επιτρέπει ο καθένας στο πένθος, να μπει μέσα του.

Όταν όμως εγκατασταθεί, με τον χρόνο, γίνεται σύντροφος και συγκάτοικος κι ακόμη κι αν θέλουμε πολύ, δεν φεύγει».

( Πλούταρχος: Παραμυθητικός προς την γυναίκα) .

«Ο άνθρωπος που πενθεί κάθεται παραδομένος στα χέρια του πρώτου τυχόντα, να του ερεθίζει και να του αγριεύει, σαν άλλη πληγή που πυορροεί το κακό, το οποίο, μολονότι είναι μικρό αυτό που το ερεθίζει και το διεγείρει, μεγαλώνει και εξελίσσεται σε μεγάλη και βαριά κάκωση».

( Πλούταρχος: Παραμυθητικός προς την γυναίκα, 7).

«Οι συμφορές κυβερνούν τους ανθρώπους» έγραψε ο Ηρόδοτος (7 ,49)… «και όχι οι άνθρωποι τις συμφορές».

«Να ξέρεις πως τίποτε από τα ανθρώπινα δεν είναι βέβαιο, γιατί έτσι ούτε όταν ευτυχείς, θα είσαι πάρα πολύ χαρούμενος, ούτε όταν δυστυχείς, θα είσαι πάρα πολύ λυπημένος», γράφει ο ρήτορας Ισοκράτης στην επιστολή του «Προς Δημόνικον» (41).

Όμως αυτό που είμαστε, το οφείλομε στις σκέψεις που κάνουμε.

Κατά συνέπεια, μπορούμε να αλλάξουμε αυτό που είμαστε, αλλάζοντας τις σκέψεις μας.

Γιατί τίποτε δεν είναι πραγματικά δικό μας, όσο οι σκέψεις μας.

Ούτε οι αγαπημένοι μας, ούτε η ζωή μας η ίδια.

Ας θρέψουμε το μυαλό μας με σπουδαίες σκέψεις, γιατί δεν πρόκειται να πάμε υψηλότερα, απ' όσο οι σκέψεις μας.

Ο άνθρωπος είναι αρκετά σπουδαίος, όταν είναι κύριος του εαυτού του.

Δεν σκεπτόμαστε ποτέ, γιατί κάτι τόσο φυσικό, τόσο αναγκαίο και τόσο παγκόσμιο όσο ο θάνατος, θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως συμφορά για την ανθρωπότητα.

Ο θάνατος είναι πιο παγκόσμιος απ' ότι η ζωή. Όλοι πεθαίνουν αλλά δεν ζουν όλοι.

Οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο, όπως τα παιδιά φοβούνται το σκοτάδι, και όπως ο φυσικός φόβος των παιδιών μεγαλώνει με τα παραμύθια, έτσι συμβαίνει και με το φόβο του θανάτου του.

Ας μην θλιβόμαστε γι' αυτό που είναι αναπόφευκτο κι ας διατηρήσουμε την διανοητική μας υγεία εκεί, όπου η ζωή πλησιάζει σε βάραθρα.

Η απώλεια μιας ψευδαίσθησης, μας κάνει πιο σοφούς, από την ανεύρεση της αλήθειας.

Δεν είναι η απόλυτη δύναμη που διαφθείρει απόλυτα (αυτή λίγοι την έχουν), αλλά η απόλυτη αδυναμία, που διαφθείρει τις ανθρώπινες ψυχές.

«Το πιο φρικιαστικό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για μας, γιατί ακριβώς όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει, όταν όμως ο θάνατος είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε.

Επομένως, ούτε με τους ζωντανούς έχει σχέση, ούτε με τους πεθαμένους».

«Ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, επειδή κάθε καλό και κάθε κακό, βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος, είναι να στερηθείς την αίσθηση.

Γι' αυτό η σωστή γνώση όπως ο θάνατος, δεν σημαίνει τίποτε για μας, κάνει να χαρούμε την πρόσκαιρη ζωή μας».

Έχουν περάσει πάνω από 2.200 χρόνια από την εποχή που ο φιλόσοφος Επίκουρος έγραψε τις σκέψεις του αυτές στην Επιστολή του Προς Μενοικέα, κι ακόμη συνεχίζουν παρέχουν την παρηγορητική τους δράση, στους ελάχιστους ευδαίμονες αναγνώστες τους.

Ο Επίκουρος όμως δεν ήταν ο μόνος Έλλην φιλόσοφος που πραγματεύτηκε το ζήτημα του θανάτου.

Έχουμε σήμερα, μια στρεβλή άποψη για την Ελληνική Φιλοσοφία, η οποία ωστόσο διαπνέονταν από ένα πρακτικό πνεύμα, με στόχο να κάνει τον ανθρώπινο βίο ευτυχισμένο.

Ο Περικλής μετά την είδηση του θανάτου των γιων του από τον λιμό, έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του και ντυμένος στα λευκά, αγόρευε προς το λαό, δίνοντας του συμβουλές και ενθαρρύνοντας τον, για τον πόλεμο.

Το ίδιο συνέβη στον Ξενοφώντα, τον μαθητή του Σωκράτη, τον Δίωνα τον Συρακούσιο, τον ρήτορα Δημοσθένη, τον βασιλιά Αντίγονο και τόσους άλλους που πέθαναν τα παιδιά τους.

«Όλοι εκπλήσσονται και θαυμάζουν τους άνδρες αυτούς για το μεγαλείο της ψυχής τους, αλλά δεν μπορούν να τους μιμηθούν στην πράξη λόγω της ψυχικής τους αδυναμίας, που προέρχεται από την απαιδευσία τους».

(Πλούταρχος: Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 33) .

«Αλλά πρέπει να καταθάπτουμε όποιον πεθαίνει, ανηλεή έχοντας καρδιά και μόνο την ημέρα εκείνη να δακρύζουμε» συμβουλεύει ο Όμηρος (Ιλιάδα: Τ 228 -9)… και ο Ηράκλειτος (απόσπασμα, 96): «Πρέπει να απομακρύνουμε τους νεκρούς από κοντά μας, περισσότερο από τα κόπρανα».

«Το να θεωρούμε το πένθος μας ατέλειωτο είναι δείγμα της χειρότερης ανοησίας» , λέει ο (Πλούταρχος: προς Απολλώνιον 26)… και στο ίδιο έργο συνεχίζει:

«Οι πιο ταπεινοί και αμόρφωτοι μερικές φορές, δεν στρέφουν καν τη σκέψη τους σε κάτι αξιοπρεπές και ωφέλιμο, αλλά εκτρέπονται στις έσχατες ταλαιπωρίες, φτάνοντας σε σημείο να τιμωρούν το σώμα τους, που δεν ευθύνεται για τίποτα, αναγκάζοντας εκείνα που δεν νοσούν, να συμμετέχουν στον πόνο τους» .

(Πλούταρχος: προς Απολλώνιον, 21) .

(@ «Οι πιο ταπεινοί και αμόρφωτοι»…. «αλλά εκτρέπονται στις έσχατες ταλαιπωρίες, φτάνοντας σε σημείο να τιμωρούν το σώμα τους, που δεν ευθύνεται για τίποτα» :

Αυτές και μόνον οι φράσεις του Αρχιερέα των Δελφών Πλούταρχου, αποδεικνύουν ότι: οι Ελληνικές συνήθειες και ειδικά το Ελληνικό Πνεύμα, δεν ταιριάζει σε τίποτα με την Ορθόδοξη Εβραιοχριστιανική σκέψη, των Εβραιοχριστιανών αγίων… πού τιμωρούν και ταλαιπωρούν συνεχώς το σώμα τους και θέλουν να είναι ταπεινοί (δηλαδή: χαμερπείς – ελεεινοί)… διάβασε τα συναξάρια των Ορθόλοξων Εβραιοχριστιανών αγίων… και θα καταλάβεις τι εννοώ ! ! !)

«Η αγάπη και η στοργή προς αυτόν που πέθανε, δεν βρίσκεται στο να βασανιζόμαστε, αλλά στο να ωφελούμε αυτούς που αγαπάμε, γιατί σε κανέναν καλό άνθρωπο, δεν αξίζουν μετά το θάνατο θρήνοι, αλλά ύμνοι και παιάνες».
( Πλούταρχος: προς Απολλώνιον,25).

- Τελικά, αν δεν αξίζει να πάρεις τη ζωή πολύ σοβαρά, άλλο τόσο, δεν αξίζει να πάρεις στα σοβαρά και τον θάνατο.

Κανένας σεβασμός απέναντι στο θάνατο. Θα ΄λεγε κανείς, πως δεν του αξίζει.

«Να χαίρεσαι, να πίνεις, τη ζωή σου λογαριάζοντας δική σου κάθε μέρα, στην τύχη τα υπόλοιπα άφησε τα» , γράφει ο (Ευριπίδης: Άλκηστη 788-790) .

Ζούμε μόνο μια φορά, αλλά αν το διευθετήσουμε σωστά, μια φορά είναι αρκετή .

Και τέλος, πες πως η ίδια η φύση, ξάφνου παίρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας .


Τίτος Λουκρήτιος .

Απόσπασμα του Λουκρήτιου:

«Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ΄ένα τόσο αρρωστημένο πένθος ;

Τι κλαίγεσαι κι αναστενάζεις για το θάνατο ;

Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες, σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας, από το συμπόσιο της ζωής, και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες ;

Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά, κι όλα άχαρα να σβήσουν ;

Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα ;

Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια, που να σ' ευχαριστήσει: όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα.

Και ίδια θα παραμένουν, ακόμα κι αν το σώμα σου, δεν έχει κιόλας μαραθεί απ' τα χρόνια, και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει, ακόμα κι αν ζήσεις τόσο, που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις».

- Τι θ' απαντήσουμε, αν όχι, ότι η φύση δίκαια μας δικάζει, κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που απαγγέλλει ;

Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω απ' το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα 'χε δίκιο η φύση, να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά ;

Απόσπασμα του Λουκρήτιου:

«Σκούπιστα τα δάκρυα, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες.

Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής.

Μα επειδή πάντα ποθείς αυτό που δεν έχεις, και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη, και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλο σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ' όλα, ν' αποσυρθείς.

Όμως τώρα, παράτα τα όλα τούτα, που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο σε άλλους».

(Λουκρήτιος: Για τη φύση των πραγμάτων III 1087 κ-ε, 5 III 931-962).


«Όταν έλθει η ώρα να φύγουμε, αφού φτύσουμε με μεγάλη αηδία και τη ζωή και αυτούς, που κενόδοξα προσκολλούνται σ' αυτήν, θα φύγουμε από τη ζωή, τραγουδώντας ένδοξο παιάνα, γιατί θα έχουμε ζήσει καλά».

(Επίκουρος: Προσφώνησις, XLVII) .

Η Ελληνική σκέψη δίνει απαντήσεις σε κάθε υπόθεση της σύγχρονης καθημερινής ζωής.

Η μελέτη των κειμένων της Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας μπορεί σήμερα να αποδειχθεί περισσότερο επίκαιρη από ποτέ, διότι ο Ελληνικός πολιτισμός έδωσε απαντήσεις που αφορούν την ουσία του ανθρώπου.



Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.
                        

THATAKOUTE