Περίφημοι ναοί του αρχαίου Ελληνικού χώρου
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν ναό αποκλειστικά το ιδιαίτερο κτίσμα, μέσα στο οποίο στεγαζόταν και φυλασσόταν το άγαλμα της λατρευόμενης θεότητας, σε αντιδιαστολή προς το Ιερό, δηλαδή τον ιερό χώρο, ο οποίος περιλάμβανε τον ναό, τους βωμούς, τα αναθήματα και τις κατοικίες των ιερέων. Η ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων μας διδάσκει ότι ναοί άρχισαν να κατασκευάζονται από την ομηρική εποχή και έπειτα και πως οι προγενέστεροι τόποι λατρείας ήταν τα Ιερά. Πράγματι, στα κυριότερα δηλαδή προϊστορικά κέντρα της Ελλάδας, στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα, στην Κρήτη -στις Κνωσό και Φαιστό- , δεν βρέθηκαν λείψανα ναών με την παραπάνω έννοια, σχεδόν όμως σε όλα τα μέρη της ελληνικής γης αποκαλύφθηκαν λείψανα βωμών στις μεγάλες αυλές των προϊστορικών βασιλικών παλατιών. Η εύρεση τέτοιων λατρευτικών τύπων ανταποκρίνεται πληρέστερα με τις σχετικές περιγραφές και αναφορές των ομηρικών επών, σύμφωνα με τα οποία η μεγάλη αυλή του βασιλικού παλατιού των προϊστορικών χρόνων ήταν ο ιερός τόπος των πόλεων, στον οποίον συνέρρεαν οι θρησκευτές στις μεγάλες περιοδικές γιορτές, όπου θυσίαζαν και επικαλούνταν τη βοήθεια των λατρευόμενων θεών. Γι' αυτό και η μεγάλη αυλή του προϊστορικού βασιλικού ανακτόρου -το έρκος- προσδιορίζεται από τον Όμηρο "έρκος ιερόν".
Έτσι στην Ιθάκη, στην αυλή του παλατιού του Οδυσσέα, ο Λαέρτης και ο Οδυσσέας θυσιάζουν στον Ερκείο Δία μηρούς βοδιών και ο Φήμιος προσπαθεί να καταφύγει εκεί για να βρει άσυλο. Επίσης και στην αυλή του ανακτόρου του ο Πρίαμος κάνει σπονδές στον Ιδαίο Δία, ζητώντας τη βοήθειά του. Σύμφωνα με αυτά, ο προϊστορικός ελληνικός ναός ήταν υπαίθριος χώρος που περιβαλλόταν από τοίχο και περιείχε βωμό και πιθανόν το λατρευτικό άγαλμα. Τέτοιοι χώροι δεν ήταν μόνο οι αυλές των βασιλικών ανακτόρων αλλά και σπήλαια, πηγές και άλση. Παράλληλα όμως με το πρωταρχικό αυτό είδος του ελληνικού ναού συνυπήρχε, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, και άλλο είδος ναών, μέσα σ' αυτό το ίδιο το ανάκτορο ιερό, το οποίο βρισκόταν μέσα στο άδυτο του παλατιού, δηλαδή στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και στο οποίο λατρεύονταν "οι θεοί μύχιοι εν μυχώι δόμου", όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Και πράγματι, σε διάφορα προϊστορικά ανάκτορα της Κρήτης αποκαλύφθηκαν ναΐσκοι με σκεύη λατρείας και ειδώλια. Από τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά είναι το ιερό που βρισκόταν στην Κνωσό, δίπλα στην αίθουσα του θρόνου του Μίνωα, το οποίο αποτελείται από δύο συνεχόμενα δωμάτια. Στη μέση του καθενός εγείρεται τετράγωνος κίονας, που φέρει και στις τέσσερις πλευρές του το σύμβολο του διπλού πέλεκυ, το οποίο ήταν το έμβλημα του λατρευόμενου Καρίου Διός.
Το ότι τα ανάκτορα των προϊστορικών βασιλιάδων περιέκλειαν τα ιερά και τους ναούς της πανάρχαιας εκείνης περιόδου προκύπτει, εκτός από τις ομηρικές περιγραφές και ανασκαφές, και από πολλές γλυπτές και ζωγραφικές παραστάσεις, οι οποίες βρέθηκαν σε διάφορες ανασκαφές προϊστορικών τόπων. Έτσι, τοιχογραφία του ανακτόρου της Κνωσού παριστάνει το εσωτερικό ναΐσκου διαιρεμένο σε τρία δωμάτια, των οποίων οι τοίχοι είναι βαμμένοι με διάφορα χρώματα: κόκκινο, μπλε και κίτρινο. Λατρευτικό άγαλμα δεν φαίνεται αλλά μόνο λατρευτικά αντικείμενα σε σχήμα κεράτου δίπλα στους κίονες. Ακόμα, στους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών βρέθηκαν χρυσές πλάκες, πάνω στις οποίες υπάρχει ανάγλυφη παράσταση με την πρόσοψη κτιρίου, όπου πάνω στις δύο γωνίες της στέγης του κάθονται από μία περιστέρα, ιερό πτηνό και σύμβολο της Αφροδίτης. Το κτίριο που παριστάνεται έχει τρεις πόρτες και βωμούς που διαγράφονται στο βάθος τους καθώς και επιστέγασμα με πολλές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, που θυμίζει τα σχέδια των βασιλικών ανακτόρων της Τίρυνθας και των Μυκηνών. Από αυτές τις ενδείξεις οδηγήθηκε η ιστορία της αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων και παραλλήλισε τα πρώτα κτίσματα πραγματικών ναών με τα σχέδια των προϊστορικών μεγάρων και ανακτόρων. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το βασιλικό προϊστορικό ανάκτορο, και μάλιστα το μέγαρο, δηλαδή η αίθουσα υποδοχής του ανακτόρου, είναι ο πρωταρχικός τύπος του ελληνικού ναού. Αυτό εξηγεί και γιατί οι αρχαίοι Έλληνες καλούν τους αρχαιότατους ναούς "μέγαρον" όπως τον ναό της Δήμητρας και της Κόρης, όπως λέει ο Παυσανίας, τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Και πράγματι, ο ναός της ομηρικής περιόδου που βρέθηκε στην Τροία, από τους αρχαιότερους των ελληνικών ναών, θυμίζει το σχέδιο του μεγάρου, γιατί αποτελείται από μια ευρύχωρη τετράγωνη αίθουσα 15,30x8,30 μέτρων και έναν πρόδομο βάθους 2 μέτρων. Σ' αυτό το κτίσμα βρέθηκε μία βάση κίονα, πάνω στην οποία στηριζόταν ξύλινος κίονας και όλη η αίθουσα διαιρούνταν σε δύο κλίτη, που χωρίζονταν από σειρά κιόνων. Στο εσωτερικό διαμέρισμα ήταν στημένο το άγαλμα ή το ξόανο του θεού. Ο ναός ήταν καθιδρυμένος πάνω σε λόφο, όπου κατά την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου ιδρύθηκε ο ναός της Αθηνάς του Ιλίου και είναι πολύ πιθανόν αυτός ο πανάρχαιος ομηρικός ναός να είναι ο ναός της Αθηνάς των χρόνων της άλωσης της Τροίας, που βρισκόταν πάνω στην ακρόπολη, γύρω από τον οποίο πολλά αναφέρονται στην Ιλιάδα. Στην Τροία άλλος ναός εκείνης της εποχής αναφέρεται από τον Όμηρο και ο ναός του Σμινθίου Απόλλωνα.
Σύμφωνα με αυτά, ο ναός κατά τους ομηρικούς χρόνους έχει ανεξαρτητοποιηθεί από την διαφύλαξή του στα βασιλικά ανάκτορα, αντιγράφει το σχήμα των μεγάρων, μέσα στα οποία, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, κλεινόταν και έμενε αθέατος, παρουσιάζεται τώρα σε υπαίθριο χώρο ως περίοπτος αυτοτελής οίκος του λατρευόμενου θεού, του οποίου το άγαλμα ή το ξόανο στεγάζει και στον οποίο δεν πηγαίνει πλέον μόνο ο βασιλιάς να προσευχηθεί αλλά και κάθε θρησκευτής. Τέτοιος ναός πιθανόν ήταν του Απόλλωνα στη Δήλο, του οποίου το μέγεθος και τη φήμη εγκωμιάζει ο σχετικός ομηρικός ύμνος. Επίσης, ανάλογος ναός πρέπει να ήταν και του Πύθιου Απόλλωνα στους Δελφούς, για τον οποίο ο σχετικός ομηρικός ύμνος λέει ότι είχε μεγάλο περίβολο. Οι παραπάνω ναοί του 10ου και 9ου αιώνα π.α.χ.χ., που αναφέρονται στους ομηρικούς ύμνους δεν διασώθηκαν, πολύ πιθανόν είναι όμως ότι, έχοντας το σχήμα του μεγάρου, ήταν επιμήκη τετράγωνα κτίρια, των οποίων οι δύο μακροί τοίχοι προεκτείνονταν, σε σχήμα παραστάδων, περικλείοντας τον πρόδομο και την αίθουσα. Η πρόσοψη μεταξύ των παραστάδων ήταν διακοσμημένη με δύο ξύλινους κίονες πάνω σε λίθινες βάσεις. Αλλά αυτή η διαμόρφωση του ελληνικού ναού αποτελεί την πιο απλή διαμόρφωση του πρωταρχικού δωρικού ναού σε παράσταση.
Το τετράγωνο δωμάτιο του μυκηναϊκού ανακτόρου, το μέγαρο, ονομάσθηκε τώρα άδυτο ή ναός, ο πρόδομος και η αίθουσα του μεγάρου ονομάστηκαν πρόναος. Και μέχρι τον 8ο π.α.χ.χ. αιώνα η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική δεν φαίνεται να έκανε μεγαλύτερες προόδους, περιορίστηκε να εγείρει ναούς κατά το πρότυπο του μυκηναϊκού ανακτόρου. Από τον 8ο π.α.χ.χ. αιώνα όμως και μετά ο ελληνικός ναός αναπτύσσεται και διακοσμείται, έτσι καθίσταται οργανικό ον και η ύψιστη εκδήλωση της τέχνης, γιατί αρχιτέκτονες, γλύπτες και ζωγράφοι συνεργάζονται στην αρμονικότερη ίδρυση και στον καλλιτεχνικότερο εξωραϊσμό της κατοικίας του θεού. Για την εκλογή του κατάλληλου τόπου ίδρυσης ναού ζητούνταν, κατά τον λεγόμενο νόμο των ιερών, χρησμός μαντείου, όπως αυτός της Πυθίας, ή λαμβανόταν υπόψη η παράδοση, κατά την οποία ο θεός είχε υποδείξει, με ορατό σημάδι, τον αρεστό σ' εκείνο τόπο ίδρυσης του ναού του. Εξαιτίας αυτού πολλοί ναοί, όπως αυτοί που ήταν στην Αίγινα, στο Σούνιο, στα Δίδυμα βρίσκονταν μακριά από την πόλη. Όταν όμως δεν υπήρχε χρησμός ή παράδοση, οι ναοί συνήθως κτίζονταν πάνω σε λόφο ή ύψωμα με ανοιχτό ορίζοντα, για να είναι περίοπτοι και με φυσική οχύρωση, για να προφυλάσσονται επαρκέστερα οι θησαυροί και τα άλλα πολύτιμα αφιερώματα και σκεύη που βρίσκονταν μέσα σ' αυτούς. Ο ναός που εγείρονταν κάτω από αυτές τις συνθήκες βρίσκονταν στη μέση του χώρου, ο οποίος καλείται τέμενος, περιβάλλονταν συνήθως από τείχος και περιείχε βωμούς, αναθήματα, στήλες και αγάλματα. Ο θρησκευτής που εισέρχονταν στο τέμενος θυσίαζε πρώτα και έπειτα περνώντας μπροστά από τα διάφορα αναθήματα έφτανε στο ναό, του οποίου η πρόσοψη ήταν συνήθως προς την ανατολή. Και αρχικά, όπως αναφέρθηκε, ο ναός είχε απλά τον τύπο του μυκηναϊκού μεγάρου, θεμελιώνονταν πάνω σε λίθινες βάσεις και κτίζονταν με πλίνθους ψημένους στον ήλιο ή από κομμάτια ξερού πηλού που ανακάτευαν με άχυρο, όπως συνηθίζονταν κατά τους προελληνικούς χρόνους στην Τροία, Θήρα, Κνωσό, Τίρυνθα και Μυκήνες. Έτσι ήταν κτισμένος και ο ναός της Αθηνάς στην Ολυμπία κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο ήταν κτισμένος και ο αρχαιότατος ναός στην Πανόπη Φωκίδας, τον οποίο είδε ο Παυσανίας. Ανάλογος πρέπει να ήταν και ο ναός του Απόλλωνα στα Μέγαρα, του οποίου ο αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε την ανοικοδόμηση με μαρμάρινο υλικό.
Όσον αφορά στα άλλα μέρη του -στέγη και κίονες- αυτά ήταν φτιαγμένα από ξύλο, όπως ξύλινα ήταν και τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Με την πάροδο του χρόνου όμως, το ξύλο αντικαθιστάται με τον λίθο, ο ναός που εξωραΐζεται αποκτάει περισσότερους κίονες. Δεν είναι ακριβώς γνωστές λεπτομερειακά οι φάσεις της εξέλιξης του ελληνικού ναού από τον απλό πρωταρχικό μυκηναϊκού τύπου. Είναι όμως βέβαιο ότι αρχικά προστέθηκαν δύο ακόμα κίονες στην πρόσοψη, αργότερα έξι και τέλος εμπλουτίσθηκαν οι μακρές πλευρές του ναού και του οπισθόδομου με μία ή και δύο σειρές κιόνων. Σε ενίσχυση των παρατηρήσεων γι' αυτή την εξέλιξη προβάλλονται δύο αρχαιότατοι ναοί, ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το Ηραίον και ο ναός που αποκαλύφθηκε στο Θέρμο της Αιτωλίας. Το Ηραίον κτίστηκε κατά τον 7ο π.α.χ.χ. αιώνα και είναι ο πιο αρχαίος δωρικός ναός που έχει ανακαλυφθεί. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι και κατά τους χρόνους του ακόμα διατηρούταν μέσα σ' αυτόν το ναό, ως κειμήλιο της άλλοτε ξύλινης κιονοστοιχίας του ναού, δρύινος κίονας, γιατί ξύλινοι ήταν αρχικά οι κίονες, αλλά με την πάροδο του χρόνου, επειδή αυτοί σάπιζαν, αντικαθιστούταν με λίθινους κίονες. Πράγματι, οι κίονες που βρέθηκαν στις ανασκαφές αυτού του Ηραίου είναι διαφόρων χρόνων. Αλλά και ο ναός που αποκαλύφθηκε στο Θέρμο της Αιτωλίας ήταν κτισμένος κατά την πρωταρχική ναοδομία. Το άδυτο, στενό και μακρύ, ήταν διαιρεμένο σε δύο κλίτη ή υποστάσεις με μία σειρά από κίονες που στηρίζονταν πάνω σε λίθινες βάσεις.
Της ίδιας τεχνοτροπίας ήταν και ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδας στην Σπάρτη του 9ου ή 8ου αιώνα, ναός ο οποίος αποτελούνταν από έναν απλό τετράγωνο σηκό, τον οποίο χώριζε κατά μήκος σε δύο μέρη, μια σειρά από ξύλινους κίονες. Στο βάθος ήταν στημένο μέσα σε ένα μικρό χώρισμα το άγαλμα της θεάς. Ο εξωτερικός διάκοσμος των πανάρχαιων αυτών ναών γινόταν με έγχρωμα ψημένα κεραμίδια. Στο Θέρμο το επιστύλιο του ναού ήταν διακοσμημένο με κοσμήματα αρχαϊκού τύπου. Στην Ολυμπία οι ανασκαφές έφεραν στο φως τα κομμάτια του τεράστιου ακρωτηρίου, το οποίο επέστρεφε στο τύμπανο του Ηραίου και το οποίο είναι από ψημένο πηλό και σε σχήμα δίσκου με χρωματιστά γεωμετρικά ιχνογραφήματα. Αλλά και στη Μεγάλη Ελλάδα και ιδίως στη Σικελία, Σελινούντα και Γέλα, όπου σώζονται ακόμα αρχαιότατοι ναοί δωρικού ρυθμού, η διακόσμησή τους με χρωματιστά ψημένα κεραμίδια και η τεχνοτροπία των σχεδίων και της κατασκευής τους φανερώνουν ότι πράγματι είναι αυταπόδεικτη η θεωρία του Βιτρούβιου, κατά την οποία η αρχιτεκτονική του ελληνικού ναού προήλθε από την ξυλοδομία. Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός κατά την γεωμετρική περίοδο και την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Από τη στιγμή όμως που άρχισε η αντικατάσταση του πηλού και του ξύλου με σκληρότερο υλικό -του πωρόλιθου ή του μαρμάρου- άρχισε εύλογα και η μεταβολή από την αλλαγή του υλικού και η νέα διαμόρφωση των αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Κύρια και ουσιώδη μεταβολή υπέστη ο κίονας, ο οποίος, πρώτα ήταν ξύλινος και είχε το σχήμα του ξύλινου μυκηναϊκού κίονα. Σύμφωνα με τις παραστάσεις, ο μυκηναϊκός κίονας ήταν ξύλινο στήριγμα, πιο λεπτό κοντά στη βάση και πιο παχύ κοντά στην κορυφή, την οποία στεφάνωνε κυκλικό επίθεμα ή άβακας (άβαξ). Με την χρησιμοποίηση λίθου αντί ξύλου, ο κίονας αυτός έγινε παχύτερος στη βάση και λεπτότερος στην κορυφή, το επίθεμα μεγεθύνθηκε και επιμηκύνθηκε, ο κορμός αυλακώθηκε και έτσι γεννήθηκε ο δωρικός κίονας. Οι ναοί διακοσμημένοι με αυτό το είδος κιόνων ονομάστηκαν δωρικοί ναοί. Τέτοιοι ναοί ιδρύθηκαν όλα τα μέρη της Ελλάδας και της Μεγάλης Ελλάδας. Ταυτόχρονα όμως ή λίγο αργότερα, ιδρύθηκαν στη Μικρά Ασία και μάλιστα στην Ιωνία ναοί διακοσμημένοι με κίονες ιωνικού ρυθμού και καλούνταν, από αυτόν, ιωνικοί ναοί. Και τα δύο αυτά είδη ναών έχουν όμοιο γνώρισμα την λεγόμενη κρηπίδα, δηλαδή τη βάση ή το υπόβαθρο πάνω στο οποίο εγείρονται.
Η κρηπίδα είναι ευρύ και στερεό στρώμα από λίθους, του οποίου το κάτω μισό τμήμα είναι χωμένο μέσα στη γη και αποτελεί τα θεμέλια του ναού, το άλλο πάνω μισό προεξέχει από τη γη και καλείται στυλοβάτης, γιατί πάνω σ' αυτόν στηρίζονται οι κίονες του ναού. Το βάθος των θεμελίων ποίκιλλε ανάλογα με το βάρος του κτίσματος που θα τοποθετούνταν πάνω τους ή σύμφωνα με τον τύπο στον οποίο ανήκαν. Εάν η θέση ήταν βραχώδης, όπως πάνω στην Ακρόπολη λόγου χάρη, το βάθος γίνονταν μέτριο και τα θεμέλια τοποθετούνταν χωρίς συνδετικό υλικό. Όπου το έδαφος δεν ήταν βραχώδες, συνήθως μέσα στον πυθμένα του αυλακιού ρίχνονταν στρώμα άμμου, μερικές φορές πηλού, για να ισοπεδώσουν τη θέση. Στην Έφεσο το κάτω στρώμα των θεμελίων του αρχαιότατου ναού της Αρτέμιδας ήταν από άνθρακα και αμμοκονίαμα. Η κρηπίδα κατασκευάζονταν από λίθους, επεξεργασμένους ή μη. Το κάτω μέρος της κρηπίδας του αρχαιότατου Ηραίου της Ολυμπίας αποτελείται από ακανόνιστες πέτρες. Τα κενά μεταξύ των λίθων αυτών συμπληρώνονταν με πέτρες και χώμα. Ο στυλοβάτης αποτελείται από τρία στρώματα λίθων, κλιμακωτά τοποθετημένα. Το δάπεδο του ναού ή των κιονοστοιχιών εξείχε λίγο από την κορυφή του στυλοβάτη. Και μέχρι τον στυλοβάτη τα είδη των παραπάνω ναών δεν διέφεραν μεταξύ τους, από τον στυλοβάτη όμως και πάνω η διαφορά όχι μόνο είναι μεγάλη, αλλά αποτελεί και το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Και αυτή τη διαφορά προκαλούσε η μορφή των κιόνων και η μορφή της ξυλοδεσίας ή του θριγκού, του ανώτερου δηλαδή μέρους του ναού, το οποίο βρίσκεται επάνω στους τοίχους και στους κίονες. Ο θριγκός παρουσιάζει την εξής διαφορά: του δωρικού θριγκού το πρώτο μέλος είναι το επιστύλιο, το οποίο επικάθεται στα ανώτατα μέλη των κιόνων και το οποίο αποτελείται από μεγάλες τετράπλευρες οριζόντιες δοκούς.
Αυτές οι δοκοί φέρουν στο πάνω μέρος τους κανόνες, δηλαδή κοντούς πήχεις, από τους οποίους κρέμονται μικρές αποφύσεις, οι καλούμενες σταγόνες. Οι κανόνες βρίσκονται πάντα ακριβώς πάνω από το μέσο των μετακιονίων, δηλαδή πάνω από το διάστημα μεταξύ δύο κιόνων. Πάνω από τους κανόνες προεξέχει μια συνεχής στενή ταινία και κατόπιν έρχεται το διάζωμα. Το διάζωμα διαιρείται σε τρίγλυφα και μετώπες. Τα τρίγλυφα είναι πλάκες τοποθετημένες όρθια και φέρουν τρεις κάθετες γλυφές, δύο ολόκληρες και δύο μισές, μεταξύ των οποίων προεξέχουν οι λεγόμενοι μηροί. Οι μετώπες είναι τετράπλευρες πλάκες, οι οποίες φέρουν συνήθως παραστάσεις. Τα τρίγλυφα βρίσκονται πάντοτε πάνω από τους κανόνες. Μετά το διάζωμα ακολουθεί το γείσο (κορνίζα), του οποίου η κάτω επιφάνεια κλίνει προς τα εμπρός και κοσμείται με πίνακες που προεξέχουν, τους προμόχθους και με σειρά από σταγόνες. Οι προμόχθοι βρίσκονται πάντα πάνω από τα τρίγλυφα και στο μέσο των μετοπών. Τα διαστήματα μεταξύ των προμόχθων ονομάζονται αγυιές.Το επιστύλιο του ιωνικού θριγκού δεν έχει την επιφάνεια ενιαία, αλλά διαιρεμένη σε δύο ή τρεις ταινίες, που προεξέχει λίγο η μία από την άλλη, αναμφίβολα έλαβε την διαμόρφωση αυτή από την ξυλοδομία, κατά την οποία δύο ή τρεις επάλληλοι δοκοί αποτελούν το επιστύλιο. Αντίθετα, το διάζωμα είναι ενιαίο και επίπεδο και επειδή πολλές φορές διακοσμούνταν με παραστάσεις, καλείται ζωφόρος. Το γείσο συνίσταται άλλοτε από οριζόντιες πλάκες, χωρίς τις δωρικές σταγόνες, άλλοτε βρίσκονται κάτω από αυτές πυκνές τετράπλευρες προεξοχές, οι οποίες ονομάζονται γεισήποδες ή οδόντες, διότι προφανώς παριστάνουν τα άκρα των οριζόντιων ξύλινων δοκών της οροφής και υπενθυμίζουν την γένεσή τους από την ξυλοδομία. Από τον θριγκό και πάνω, τα δύο είδη του ελληνικού ναού έχουν πάλι, όπως και στην κρηπίδα, κοινό γνώρισμα την διαμόρφωση της στέγης, η οποία ήταν σαμαρωτή, σχηματίζει μπροστά και πίσω τα τριγωνικά αετώματα ή τους αετούς. Η επιφάνεια του βάθους των αετωμάτων καλείται τύμπανο, το οποίο πλαισιώνεται από γείσα χωρίς προμόχθους. Πάνω από το αέτωμα, όπως και όλη τη στέγη, πλαισιώνει η υδρορροή ή σίμη, στεφάνι δηλαδή, η οποία στεφανώνει το οικοδόμημα και συνάμα εμποδίζει τα νερά της βροχής να πέφτουν από τη στέγη στις προσόψεις.
Αυτού του είδους οι ναοί ονομάστηκαν "εν παραστάσι". Με την πάροδο του χρόνου όμως και μάλιστα από την αρχαϊκή εποχή, οι ναοί διακοσμήθηκαν με περισσότερους κίονες. Πρώτα εμπλουτίστηκαν με δύο ακόμα κίονες και ονομάστηκαν πρόστυλοι. Αργότερα η ίδια διάταξη των κιόνων επαναλήφθηκε και πριν της οπίσθιας στενής πλευράς του ναού και ονομάστηκαν αμφιπρόστυλοι. Πρόστυλοι ναοί ήταν το Αρτεμίσιο στην Επίδαυρο και ο ναΐσκος στην Ολυμπία ή θησαυρός των Γελώων. Αμφιπρόστυλος ναός είναι ο ναός της Απτέρου Νίκης της ακροπόλεως Αθηνών. Οι τρεις αυτοί τύποι είναι οι κυριότεροι τύποι μακράς σειράς ναών, των οποίων το κοινό γνώρισμα είναι ότι δεν έχουν κίονες και στα πτερά, δηλαδή κατά τις μακρές πλευρές του κτιρίου. Οι ναοί αυτοί ονομάζονται άπτεροι. Ως άπτεροι, αυτοί οι ναοί ήταν κτίσματα μικρών διαστάσεων. Με την μεγέθυνση όμως των ναών, όχι μόνο οι στενές πλευρές απέκτησαν περισσότερους κίονες, αλλά και οι μακρές διακοσμήθηκαν με μονή ή και διπλή σειρά κιόνων. Οι ναοί που καλλωπίστηκαν με μία σειρά ή δύο σειρές κιόνων ονομάσθηκαν περίπτεροι ή δίπτεροι. Κατά τον Βιτρούβιο, περίπτεροι ναοί καλούνται αυτοί που έχουν από έξι κίονες στις στενές πλευρές και από έντεκα στις μακρές, σ' αυτές συμπεριλαμβανομένων και των κιόνων των γωνιών. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους όμως περίπτεροι ναοί είναι όλοι οι ναοί που έχουν γύρω τους μια σειρά κιόνων, ανεξάρτητα εάν οι στενές πλευρές έχουν έξι κίονες, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ή πέντε, όπως ο ναός στο Θέρμο, ή οκτώ, όπως ο Παρθενώνας.
Ο περίπτερος ναός είναι η αρχαιότερη μορφή από τους κλασικούς τύπους του ελληνικού, αυτό το αποδεικνύει ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, το Ηραίον, του οποίου το σχέδιο χρονολογείται τον 8ο ή 9ο αιώνα π.α.χ.χ. Οι δίπτεροι ναοί έχουν οκτώ κίονες στην πρόσοψη της κάθε στενής πλευράς και διπλή σειρά κιονοστοιχιών στις μακρές πλευρές. Ως αρχαιότερο παράδειγμα δίπτερου ναού αναφέρει ο Βιτρούβιος τον ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο, τον οποίο έκτισαν ο Χερσίφρων από την Κνωσό και ο γιος του Μεταγένης κατά τον 6ο αιώνα π.α.χ.χ. και πυρπολήθηκε το 356 π.α.χ.χ. από τον Ηρόστρατο. Στους παραπάνω τύπους ναών προστίθεται και ο ψευδοπερίπτερος ναός, ο οποίος έχει επίσης οκτώ κίονες στην πρόσοψη, αλλά από αυτούς μόνο οι τέσσερις μεσαίοι αναλογούν στον τοίχο του ναού, πάνω σε κάθε μία από τις μακρές πλευρές υπάρχει απλή σειρά από δεκαπέντε κίονες. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, ο τύπος αυτός επινοήθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 3ου π.α.χ.χ αιώνα από τον Ερμογένη από την Αλαβάνδα, ο οποίος έκτισε το Αρτεμίσιο του Μαιάνδρου στην Μαγνησία. Κατά τους αρχαιολόγους όμως αρχαιότερος ψευδοπερίπτερος ναός είναι αυτός που βρίσκεται στην Σελινούντα. Για πιο πλήρη καθορισμό των διάφορων τύπων που γεννήθηκαν από τον αριθμό των κιόνων προστέθηκε στην παραπάνω διαίρεση των ναών και η διάκριση τους από τον αριθμό των κιόνων της πρόσοψης σε ναούς τετράστυλους, όταν έχουν τέσσερις κίονες στην πρόσοψη, εξάστυλους όταν έχουν έξι και οκτάστυλους, δεκάστυλους ή δωδεκάστυλους, όταν έχουν οκτώ, δέκα, δώδεκα κίονες. Έτσι π.χ. ο ναός καθορίζεται ως περίπτερος εξάστυλος, όταν έχει έξι κίονες στις στενές πλευρές και μία σειρά κιόνων στις μακρές πλευρές. Δίπτερος οκτάστυλος καλείται όταν έχει οκτώ κίονες στις στενές πλευρές και διπλή σειρά κιόνων στις μακρές του. Παραλλαγή του ιωνικού ναού είναι ο λεγόμενος κορινθιακός ναός, ο οποίος διαφέρει από τον ιωνικό μόνο και αποκλειστικά στο κορινθιακό κιονόκρανο και ο οποίος αρχίζει από τον 4ο π.α.χ.χ. αιώνα. Ο ελληνικός ναός κατέληξε πλέον όχι μόνο αυτοτελές κτίσμα, ελεύθερο στην ύπαιθρο και περίοπτο, αλλά και διακοσμήθηκε με κίονες και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, ώστε να παρουσιάζει τον πρωτότυπο αλλά και τελειότερο τύπο του θείου οίκου. Αλλά οτιδήποτε εξυψώνει την πρωτοτυπία του ελληνικού ναού και τον καθιστά το θαύμα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής είναι οι αναλογίες των διάφορων μελών του προς τα άλλα, αναλογίες, οι οποίες τον διαφοροποιούν κάθε ναό άλλων αρχαίων λαών. Οι αναλογίες αυτές έχουν ως γνώμονα την σχέση των διάφορων μερών του οικοδομήματος με τη διάμετρο του κίονα προς τη βάση. Πάνω στη βάση αυτής της αρχής οι ναοί σε σχέση με την απόσταση που χωρίζει τους κίονες από τους άλλους, καλούνται πυκνόστυλοι, όταν το μεταξύ διάστημα από κίονα σε κίονα είναι ίσο προς τρεις αναλογίες της διαμέτρου του κίονα προς τη βάση του, δηλαδή το διάστημα είναι τρεις φορές μακρύτερο από τη διάμετρο του κίονα, σύστυλοι, όταν είναι τέσσερις φορές, εύστυλοι, τέσσερις και μισή, διάστυλοι, έξι και αραιόστυλοι παραπάνω από έξι. Ανάλογα με αυτές τις διαφορές της πυκνότητας ή αραιότητας των κιόνων αντιστοιχούσαν και οι διάφορες ποικιλίες από το ύψος των κιόνων και του θριγκού.
Με άλλα λόγια, όλα τα μέλη του ναού υπόκεινται στην ίδια αρχή των αναλογιών. Αλλά και η εσωτερική του διάταξη δεν ανταποκρίνονταν λιγότερο στην εμπνευσμένη, αρμονική και πλούσια σε διάκοσμο εξωτερική εμφάνιση. Το κτίριο του ναού, το οποίο περιβάλλονταν από κίονες, είχε συνήθως σχήμα τετράπλευρου ορθογωνίου. Και, αρχικά αποτελούνταν από μία και μόνη αίθουσα, η οποία καλούνταν σηκός και στην οποία ιδρύονταν το λατρευτικό άγαλμα της τιμώμενης θεότητας. Ο σηκός ήταν ερμητικά κλεισμένος και στεγασμένος, όμως συγκοινωνούσε με τον διάδρομο της εισόδου, που βρίσκονταν μπροστά του, από μια πόρτα, της οποίας τα κλειδιά κρατούσαν οι ιερείς. Στη μεγέθυνση όμως του τετράγωνου κτιρίου, ο ελληνικός ναός διαιρέθηκε σε τρία μεγάλα μέρη: τον πρόναο ή τον πρόδομο, τον σηκό ή το άδυτο και τον οπισθόδομο. Ο πρόναος σχηματίζονταν με την προέκταση των δύο μακρών τοίχων του σηκού και ενός εγκάρσιου τοίχου, στον οποίο υπήρχε πόρτα που οδηγούσε στον σηκό. Αυτό το πρώτο τμήμα του ναού χωρίζονταν ανάλογα την περίσταση από μία σειρά κιόνων, στις μετακιονίες των οποίων υπήρχαν κιγκλίδες, οι οποίες τον έφραζαν εντελώς και μάλιστα έτσι προφυλάσσονταν τα πολύτιμα αντικείμενα και αφιερώματα, που υπήρχαν μέσα στον πρόναο.
Ο σηκός, στον οποίο εισέρχονταν από μεγάλη και συχνά πολυτελή πόρτα, που υπήρχε στο βάθος του τοίχου του πρόναου, χωρίζονταν πολλές φορές και μάλιστα από αρχαιοτάτων χρόνων σε δύο ή τρία κλίτη ή υποστάσεις με απλή ή διπλή σειρά κιόνων. Η μεσαία υπόσταση αφήνονταν μερικές φορές χωρίς σκεπή και λόγω αυτής της ιδιορρυθμίας ο ναός ονομαζόταν ύπαιθρος. Στο βάθος αυτού του διαμερίσματος ήταν ιδρυμένο το λατρευτικό άγαλμα της θεότητας και γύρω από αυτό υπήρχαν και άλλα αναθήματα και αγάλματα. Αυτό το τμήμα του ναού λέγονταν άδυτο και δεν ήταν προσιτό σε όλους. Το τελευταίο διαμέρισμα του ναού ήταν ο οπισθόδομος, ο οποίος ήταν γενικά όμοιος με τον πρόναο και αποτελούσε την οπίσθια πρόσοψη του ναού, όπως ο πρόναος αποτελούσε την εμπρόσθια πρόσοψη. Συνήθως ο οπισθόδομος ήταν τελείως απομονωμένος από τον σηκό, μερικές φορές όμως συγκοινωνούσε με αυτόν από μία πόρτα. Αυτό το τμήμα του ναού είχε τη θέση του θησαυροφυλακίου του Ιερού, οπότε και κλείνονταν με κιγκλίδες και χάλκινη πόρτα.Τέτοιος ήταν ο ελληνικός ναός σε εξωτερική εμφάνιση και σε εσωτερική διαίρεση από τον 8ο αιώνα π.α.χ.χ. και μετά, μέχρι την βίαιη επικράτηση των χριστιανών. Μερικές φορές ο ναός λάμβανε το όνομα της λατρευόμενης θεότητας. Έτσι, Ποσιδήϊον ή Ποσειδώνιον ήταν ο αφιερωμένος ναός στον Ποσειδώνα, Ηραίον στην Ήρα, Αμφιαράειον στον Αμφιάραο, Ασκληπείον στον Ασκληπιό, Ηφαιστείο στον Ήφαιστο κ.λπ.
Πάρα πολλοί είναι οι περίφημοι ελληνικοί ναοί όλων των ρυθμών, διατάξεων και μεγεθών που ιδρύθηκαν ανά τους αιώνες σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, αλλά οι περιφημότεροι ναοί για το μέγεθος των διαστάσεων ή το κάλλος του διακόσμου τους ήταν: 1) Οι αρχαιότεροι δωρικοί ναοί της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας και ιδίως το Ολυμπείο των Συρακουσών, το κολοσσιαίων διαστάσεων Ολύμπειο του Ακράγαντα, το οποίο είχε πλάτος 46,30 και μήκος 113,45 μέτρα και το οποίο κτίστηκε γύρω στο 480 π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στην Σελινούντα, πλάτους 50,11 επί 110,36 μέτρα, περίπτερος ναός με οκτώ κίονες στις στενές πλευρές και δεκαεπτά στις μακρές του και ο ναός της Δήμητρας στην Ποσειδωνία, ο οποίος είχε εννέα κίονες στην πρόσοψη και δεκαοκτώ στις πλευρές, 2) οι δωρικοί ναοί της κύριας Ελλάδας και ιδίως το Ηραίον της Ολυμπίας, ο αρχαιότερος από τους σωζόμενους ναούς των ιστορικών χρόνων, όπως και ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία. Ο ναός του Θέρμου, ιδιαίτερος για την απλή σειρά των κιόνων του σηκού, ο ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο, έργο του τέλους του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, ο οποίος κάηκε το 548 π.α.χ.χ. και ανοικοδομήθηκε γύρω στο 340 - 330 π.α.χ.χ. και στον οποίο υπήρχε ιδιαίτερο διαμέρισμα όπου βρισκόταν το χάσμα του μαντείου, ο ναός της παρθένου Αθηνάς που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο λεγόμενος Παρθενώνας και το Ηφαιστείο, ναός αφιερωμένος στον Ήφαιστο, που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη, 3) ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα και ο μοναδικός δωρικός ναός στη Μικρά Ασία, ο ναός της Άσσου.
Από τους ιωνικούς ναούς αξιολογότεροι ήταν: 1) ο αρχαιότατος ιωνικός ναός που αποκαλύφθηκε στην πόλη της Τροίας, Νεανδρεία, του οποίου τα κιονόκρανα φέρουν τον λεγόμενο αιολικό τύπο, ο οποίος διαιρούνταν εσωτερικά σε δύο υποστάσεις από απλή σειρά κιόνων, ο ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο, το Αρτεμίσιο, έργο του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., ναός δίπτερος οκτάστυλος, με είκοσι κίονες στις μακρές πλευρές, των οποίων οι κατώτεροι σπόνδυλοι είχαν πάνω τους ανάγλυφες παραστάσεις και ήταν ανάθημα του Κροίσου, αυτός ο ναός συγκαταλέγονταν στα επτά θαύματα του κόσμου, ο μικρός, αλλά όμορφος, ναός της Πολιάδας Αθηνάς, τον οποίον αφιέρωσε ο Αλέξανδρος γύρω στο 334 π.α.χ.χ. και ο οποίος ήταν απλός περίπτερος ναός με κίονες της περίστασης 6x11, ο ναός του Φιλησίου Απόλλωνα, το Διδυμαίο στα Δίδυμα, δίπλα στη Μίλητο, έργο του 4ου αιώνα π.α.χ.χ., το οποίο εκτέλεσαν οι αρχιτέκτονες Δάφνις και Παιόνιος. Ο ναός ανεγείρονταν πάνω σε κρηπίδωμα επτά σκαλιών και είχε μήκος 109 μέτρα και πλάτος 51 μέτρα και ήταν δίπτερος με 10x21, τον βαθύ πρόναο αυτού του ναού υποστήριζαν 12 κίονες, πίσω από τον οποίο υπήρχε δωμάτιο που ονομαζόταν χρησμογραφείο, γιατί απ' αυτό ανακοινώνονταν οι χρησμοί του Θεού, ο ψευδοπερίπτερος ναός της Αρτέμιδας στις Σάρδεις, ο ναός της Ήρας στη Σάμο, το Ηραίον, τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ως τον μέγιστο των ναών, από όσους είδε, και, ο οποίος, ως δίπτερος, είχε οκτώ κίονες στην πρόσοψη, εννέα στον οπισθόδομο, ανά είκοσι σε διπλή σειρά κατά τους δύο μακρούς τοίχους. Το Ερεχθείο, που βρίσκεται πάνω στην Ακρόπολη, θαύμα ιωνικού καλλωπισμού έχει μήκος 108,73 μέτρα και πλάτος 54,48 μέτρα, το Ολυμπείο ή ναός του Ολυμπίου Διός, που επίσης είναι στην Αθήνα, έργο που αποπερατώθηκε μετά από πολλούς αιώνες από τον αυτοκράτορα Αδριανό και είχε 107,75 μέτρα μήκος και 41 μέτρα πλάτος. Αυτός ο ναός ήταν δίπτερος κορινθιακού ρυθμού με οκτώ κίονες στις στενές πλευρές και είκοσι στις μακρές, επίσης είχε άλλους τέσσερις πριν τον πρόναο και τον οπισθόδομο, στο σύνολό τους ήταν 104 κίονες, των οποίων το ύψος ήταν 17,25 μέτρα. Μεταξύ των πιο ονομαστών και θαυμαστών ναών των Ελλήνων ήταν ο Παρθενώνας, για την αρμονική διαμόρφωσή του και τον άφθαστο πλαστικό του διάκοσμο.
Ο Παρθενώνας ήταν από τα τελειότερα δείγματα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής των αρχαίων Ελλήνων. Αυτός ο ονομαστός ναός στηρίζεται πάνω σε κρηπίδωμα τριών μαρμάρινων σκαλοπατιών, πάνω στο ανώτερο από αυτά πατούν στηριζόμενοι οι δωρικοί κίονες. Αυτοί οι κίονες, οκτώ στις στενές πλευρές και δεκαεπτά στις μακρές και με ύψος 10,45 μέτρα, περιβάλλουν το οικοδόμημα, το οποίο έχει σχήμα μεγάλου ορθογωνίου, μήκους 69,50 μέτρων και πλάτους 31 μέτρων περίπου. Ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος είναι ο σοβαρός δωρικός διάκοσμος. Οι γλυπτές μετώπες, εναλλασσόμενες με τα τρίγλυφα, ως τετράγωνοι ζωγραφικοί πίνακες, παρουσιάζουν σειρά θεμάτων που έχουν σχέση με τις αγαπητές παραδόσεις των Αθηναίων, οι οποίες παριστάνουν τη μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων, το μύθο του Ερεχθέα και της Πανδρόσου, την ιστορία των μυθολογικών αρχών της Αθήνας και της παράδοσης σχετικά με την θεά Αθηνά. Τα αετώματα είναι διακοσμημένα με σειρά ολόγλυφων αγαλμάτων, έργων του Φειδία και της σχολής του και παρίσταναν, αυτά του ανατολικού αετώματος τη γέννηση της Αθηνάς και αυτά του δυτικού την έριδα για την διεκδίκηση της αττικής γης μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Κάτω από τον θριγκό, στο ψηλότερο μέρος του τοίχου, μια μαρμάρινη ταινία περιβάλλει όλο το κτίριο, η ζωφόρος, πάνω στην οποία απεικονίζεται, ανάγλυφη, η πομπή των Παναθηναίων με τις Ιέρειες της Θεάς, τη συνοδεία των θρησκευτών για τη θυσία, τα πάνοπλα πολεμικά άρματα και τη μικρή παρέλαση των ιππέων, των οποίων οι χλαμύδες ανεμίζουν στον άνεμο. Ο πλαστικός εξωτερικός διάκοσμος του ναού συμπληρώνεται με διακοσμητικά στολίδια στο ψηλότερο τμήμα του ναού. Τέτοια στολίδια είναι οι υδρορροές, οι οποίες καταλήγουν σε κεφάλια λιονταριών και τα ακρωτήρια της στέγης σε σχήματα Σφιγγών, αγγείων, τριπόδων, Νικών, λιονταριών, χρωματισμένων συνήθως σωστά. Στο εσωτερικό, ο σηκός διαιρούνταν σε τρεις υποστάσεις από δύο σειρές κιόνων με διπλό ρυθμό κιόνων, που ήταν τοποθετημένοι οι μεν πάνω στους δε. Η κάτω σειρά, δωρικού ρυθμού, στηρίζονταν επάνω στο δάπεδο του σηκού και υποβάσταζε το επιστύλιο, πάνω στο οποίο στηρίζονταν η ανώτερη σειρά κιόνων ιωνικού και δωρικού ρυθμού.
Το άγαλμα της Θεάς, που ήταν ιδρυμένο στο βάθος του σηκού, ήταν το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, έργο του Φειδία. Στηρίζονταν πάνω σε πλούσια ανάγλυφο βάθρο και προκαλούσε την έκπληξη των θρησκευτών και των περιηγητών, τόσο για τη θαυμάσια πλαστική εκτέλεση, όσο και για τον αμύθητο πλούτο του ευγενούς μετάλλου, από το οποίο ήταν κατασκευασμένο και των άλλων πολύτιμων λίθων, με τους οποίους ήταν διακοσμημένο. Οι κίονες του σηκού, τριγύρω από το άγαλμα, ήταν στολισμένοι με όπλα. Γύρω από το βάθρο του αγάλματος υπήρχαν έργα τέχνης, αναθηματικοί πίνακες και πολύτιμα υφάσματα. Το εσωτερικό του οπισθόδομου είχε πιθανόν τέσσερις κίονες, οι οποίοι κρατούσαν τη στέγη του. Σ' αυτό το διαμέρισμα φυλάσσονταν και ο θησαυρός της Θεάς, ο οποίος συνίστανται από αναθήματα, ιστορικά κειμήλια, όπως ήταν το βραχύ και ευθύ ξίφος του Μαρδόνιου (στα περσικά "ακινάκης"), ο θρόνος του Ξέρξη με τα ασημένια πόδια και ο θησαυρός της αθηναϊκής πολιτείας με τις σφραγίδες της δημοκρατίας. Αυτός σε γενικές γραμμές ήταν ο ναός της Παρθένου Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί τον τελειότερο τύπο ελληνικού ναού.
© Πνευματικά δικαιώματα Ιεροπρακτικός Θίασος Δελφύς
Από το ιστολόγιο του http://theseus-aegean.blogspot.gr/
Η ενέργεια των αρχαίων ιερών ναών
Ο Alvin Holm είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Pensylvania και λάτρης της αρχαίας Ελλάδας. Ευρισκόμενος στη χώρα μας για να μιλήσει σε συνέδριο στη Σαμοθράκη με θέμα τα "Καβείρια Μυστήρια" , μίλησε για τις αόρατες δυνάμεις που κρύβει μέσα της η αρχαία αρχιτεκτονική και η επίδραση που έχουν στον ψυχισμό αλλά και στο σώμα μας οι αρχαίοι ναοί.
"Οι αρχαίοι ναοί, εμπεριέχουν τον Θεό"
Alvin Holm : "Οι ναοί εμπεριέχουν τον Θεό ή τη Θεά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και μας επηρεάζουν όπως συμβαίνει και με ένα μουσικό όργανο, σε ένα υπόκωφο επίπεδο. Η αντήχηση της γης βρίσκει αγωγό τους κίονες οι οποίοι λειτουργούν σαν μπαταρίες. Αυτές με την σειρά τους παράγουν ένα είδος ενέργειας και μας επηρεάζουν χωρίς όμως εμείς να το γνωρίζουμε. Όταν κανείς πλησιάζει μεταξύ αυτών των κιόνων μπορεί να νιώσει την ένταση.
Μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να περάσεις μεταξύ των κιόνων γνωρίζοντας ότι κάτι συμβαίνει. Υπάρχει η γενική υπόθεση ότι πρόκειται για θεραπευτικά κέντρα ακόμη και αν δεν ασκληπιείο. Εδώ λαμβάνει χώρα η θεραπεία, είτε αυτή είναι ψυχική, πνευματική η φυσική. Όταν βρίσκεσαι κοντά σε ναό δεν είναι αναγκαίο να μπεις μέσα. Αρκεί να σταθείς μπροστά ή δίπλα στο ναό ή καλύτερα μεταξύ των κιόνων και θα νιώσεις την αναταραχή μέσα στο σώμα σου να μεταφράζεται σε αρμονία".
Το μυστικό της ιερής γεωμετρίας
Alvin Holm : "Οι ναοί βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία. Δεν είναι κάθε σημείο κατάλληλο. Σημεία όπου η ενέργεια είναι αντιληπτή από την υπερευαίσθητη ψυχή. Οι ναοί είναι κατασκευασμένοι έτσι ώστε να ενισχύουν αυτές τις ενέργειες. Σήμερα, αν και δεν είμαι ο μόνος που σκέφτεται κατά αυτό τον τρόπο, αν και εφαρμόζω τις αρχές αυτές στους ναούς, μου φαίνεται πως πρόκειται για μια πολύ χαμηλή αντήχηση της τάξης των 8 χερτζ. 7.9 χερτζ πολύ χαμηλό επίπεδο κάτω από το όριο αντίληψης το οποίο λαμβάνεται μόνο από το σώμα μας και μόνο υποσυνείδητα".
Πως αναγνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους ιερούς τόπους δύναμης
Alvin Holm : "Πολύ πριν τους έλληνες η ανθρωπότητα σε κάθε μέρος τους κόσμου κατανόησε πως ορισμένα πετρώματα κάθετα τοποθετημένα ήταν σημαντικά. Βάζοντας τα χέρια γύρω τους κατανόησαν την ενέργειά τους. Η σπουδαία συμβολή των ελλήνων ήταν να βελτιστοποιήσουν και να καθορίσουν αυτές τις αναλογίες όπως αυτές του βιολιού Συνεπώς δεν γίνεται καμία βελτίωση στους ναούς του 4ου-5ου αιώνα. Ήταν τόσο καλοφτιαγμένοι που δεν υπήρχε περιθώριο βελτίωσης. Επιπλέον αυτό αποτυπώνεται και καθορίζεται στα μαθηματικά".
Γιατί νιώθουμε περίεργα στους αρχαίους τόπους λατρείας;
Alvin Holm : "Μερική ευθύνη φέρει η τοποθεσία. Υπάρχουν ιδιαίτερες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο που συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα και πολλά από αυτά δεν είναι μαρκαρισμένα με ναούς, άλλα με πέτρινους κύκλους. Η Ελληνική και πάλι επιτυχία αφορά στην βελτιστοποίηση τους. Δεν πρόκειται πλέον για ορθούς ασμίλευτους λίθους στο έδαφος αλλά για μια μπαταρία πετρωμάτων.
Η αρχαία αυτή πολύτιμη γνώση αποδίδεται κυρίως στον Πυθαγόρα για τον οποίο πολλοί υποστηρίζουν πως μελετούσε πρότερη γνώση, ενώ κάποιοι άλλοι λένε ότι η γνώση προήρθε από τη Μεσόγειο και έπειτα διασκορπίστηκε. Άλλοι μιλάνε για γνώση που ήρθε από τον βορρά. Ωστόσο η γνώση αυτή σαφώς ξεπερνά τον άνθρωπο. Η επιτυχία ωστόσο παραμένει πως αυτοί οι άνθρωποι μπόρεσαν να αντιληφθούν την τάξη του σύμπαντος και πως αυτό αναπνέει, τον ρυθμό της γης".
Μέσα από αυτή την Ιστορική Συγγραφή της φιλόλογου-ιστορικού Ηλιάδη Αμαλίας θα ενημερωθούν όλοι επισκέπτες - αναγνώστες για το πως αρχιτεκτονικά ήταν κατασκευασμένες οι Μυκηναϊκές ακροπόλεις, τα Μυκηναϊκά ανάκτορα και οι Μυκηναϊκοί τάφοι. Ενώ θα γνωρίσουν την Ρωμαϊκή Αρχιτεκτονική και ήταν κατασκευασμένες οι κίονες Κορινθιακού και Ιωνικού ρυθμού. Μέσα από αυτή την ιστορική συγγραφή θα μάθουν τα Αρχιτεκτονικά «Μυστικά» των Αρχαίων Ελλήνων που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα και εντυπωσιάζουν με πολλές πληροφορίες για την Θερμομόνωση, την Χρήση φυτών για κλιματισμό, για το γεγονός όπου Μόνο όσος ήλιος χρειάζονταν περνούσε στα σπίτια των αρχαίων προγόνων μας , θα μάθουν επίσης για Θερμοανακλαστικό χρώμα, για το Δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης καθώς για την Ενδοδαπέδια θέρμανση της εποχής αυτής. Μέσα από την ίδια συγγραφή θα μάθουμε όλοι για την Κατασκευή Θόλου και θα μελετήσουμε για την Σχεδίαση Θεάτρων ενώ θα πληροφορηθούμε για την Μυκηναϊκή οδοποιία και θα μάθουμε πως ήταν κατασκευασμένες οι Μυκηναϊκές τοξωτές γέφυρες . Μετά θα δούμε πως ήταν κατασκευασμένος Αρχιτεκτονικά ο Παρθενώνας και ο «Περιστρεφόμενος» Ναός ενώ θα γνωρίσουμε κατασκευαστικά για την Μεγάλη πυραμίδα και πληροφορίες για τα Στεγανωτικά και το Τσιμέντο . Αυτή η Ιστορική Συγγραφή θα κάνουν όλους τους Έλληνες και τους Απόδημους αδελφούς μας , να είναι υπερήφανοι για την Αρχιτεκτονική των Αρχαίων Ελλήνων, που είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, μια αρχιτεκτονική του «κόσμου».
Ας μελετήσουμε όλοι μας τις πιο κάτω αρχιτεκτονικές πληροφορίες , από για την Αρχιτεκτονική των Αρχαίων Ελλήνων:
Μυκηναϊκές Ακροπόλεις
Οι μυκηναϊκές ακροπόλεις είναι οχυρά ανακτορικά συγκροτήματα πάνω σε βραχώδη υψώματα, που δεσπόζουν στη γύρω περιοχή. Δεν είναι οχυρές πόλεις, όπως κατά κανόνα στους πολιτισμούς της Ανατολής, θα μπορούσαν όμως να δεχτούν τους κατοίκους των γύρω οικισμών σε περιόδους πολεμικών αναταραχών. Δεν είναι ούτε ανοχύρωτα ανάκτορα, όπως τα μινωικά. Προστατευμένα από ισχυρά τείχη μέσα στην ακρόπολη βρίσκονται το κυρίως ανάκτορο στην πιο εξέχουσα θέση, οι κατοικίες της ηγετικής τάξης γύρω από τον ανώτατο άρχοντα,αποθήκες, βιοτεχνικά εργαστήρια, αρχεία, ιερά, ακόμα και ταφικά μνημεία.
Τειχισμένες είναι οι ακροπόλεις της Τίρυνθας, των Μυκηνών και της Μηδέας στην Αργολίδα, της Λάρισας, του Άργους, καθώς καιη Ακρόπολη της Αθήνας. Σημαντικά κτήρια ανακτορικού χαρακτήρα υπάρχουν όμως και πριν και μετά την εμφάνιση των οχυρωμένων ακροπόλεων. Οι επιβλητικές οχυρώσεις, τουλάχιστον στην αρχική τους σύλληψη, πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν κυρίως έκφραση της δύναμης και του κύρους των ηγεμόνων. Η επιβλητικότητα της κατασκευής από μεγάλους πελεκημένους ογκόλιθους και οι μνημειώδεις πύλες δεν ταιριάζουν με βεβιασμένα μέτρα προστασίας από εχθρικές επιδρομές.
Οι ακροπόλεις χρονολογούνται εξάλλου στην περίοδο πρωτοφανούς οικονομικής, τεχνολογικής και καλλιτεχνικής ακμής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού και κυριαρχίας του στο Αιγαίο. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως κυκλώπειων.
Στο ανάκτορο της Πύλου, όπου δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα οχυρωματικό τείχος, προφανώς δεν υπήρχε ανάγκη προστασίας και η ιδεολογία της εξουσίας πρόβαλλε τον τοπικό ηγεμόνα με διαφορετικούς τρόπους.
Οχυρό ανακτορικό συγκρότημα έχει εντοπιστεί και στη Θήβα, βρίσκεται όμως κάτω από τη σύγχρονη πόλη και έχει αποκαλυφθεί μόνο αποσπασματικά. Στη Μαγνησία, τέλος,γνωρίζουμε σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μυκηναϊκής περιόδου στο Κάστρο Βόλου (σημερινή συνοικία Παλιά) και στο Διμήνι, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, και κάπου εδώ θα πρέπει να τοποθετηθεί η ομηρική Ιωλκός. Όμως η ταύτιση ανακτορικών συγκροτημάτων και οχυρώσεων σ' αυτή την περιοχή είναι ακόμα υπό έρευνα.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Γλάς της Βοιωτίας, όπου το βραχώδες ύψωμα έκτασης 200 στρεμμάτων περίπου περιβλήθηκε με τείχος για να προφυλαχθούν οι εγκαταστάσεις των αξιωματούχων που επέβλεπαν τα αποστραγγιστικά έργα της Κωπαϊδας
Μυκηναϊκά ανάκτορα
Τα μυκηναϊκά ανάκτορα είναι χτισμένα στις πιο εξέχουσες θέσεις των
ακροπόλεων και αποτελούνται από συμπλέγματα κτηρίων και πλακόστρωτων υπαίθριων χώρων με κέντρο το λεγόμενο μέγαρο. Το μέγαρο έχει τη μορφή ορθογώνιου παραλληλόγραμμου κτηρίου με είσοδο στη μια στενή πλευρά. Από έξω προς τα μέσα συναντάμε διαδοχικά μια ανοιχτή προς την είσοδο στοά με δύο κίονες, έναν προθάλαμο και μια μεγάλη αίθουσα με τέσσερις κίονες που περιβάλλουν μια χαμηλή κυκλική εστία στο κέντρο της αίθουσας. Στα ανάκτορα σώζεται συχνά και το βάθρο του θρόνου ή το ίχνος του στο δάπεδο, στο μέσο του τοίχου δεξιά. Οι πρώτοι ερευνητές του Μυκηναϊκού Πολιτισμού θεώρησαν ότι τα ανάκτορα που περιγράφει ο Όμηρος τον 8ο αι. π.Χ. είναι τα μυκηναϊκά του 13ου αι. π.Χ. και καθιέρωσαν τους ομηρικούς όρους αίθουσα, πρόδομος και δόμος για τους παραπάνω τρεις χώρους αντίστοιχα. Ανάκτορα αυτής της μορφής έχουν ανακαλυφθεί στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τη Μηδέα της Αργολίδας, καθώς και στην Πύλο της Μεσσηνίας. Τα τυποποιημένα είναι αποτέλεσμα μακράς εγχώριας εξέλιξης. Προδρομικές μορφές με πιθανή ανακτορική λειτουργία θεωρούνται το Κτήριο στην Κρίσα της Φωκίδας, το Κτήριο στο «Μενέλαο» της Σπάρτης και η «Οικία του Κάδμου» στη Θήβα.
Μυκηναϊκοί τάφοι
Στη μυκηναϊκή ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός.
Λακκοειδείς τάφοι υπάρχουν ήδη από την Πρωτοελλαδική Περίοδο στη Λευκάδα και τη Μεσοελλαδική Περίοδο στην Αίγινα. Κυριάρχησαν στο μυκηναϊκό κόσμο και εγκαταλείφθηκαν με την εμφάνιση των λαξευτών θαλαμοειδών και την εξάπλωση των θολωτών τάφων. Στο λακκοειδή τάφο ο νεκρικός θάλαμος είναι υπόγειος, με χτιστά τοιχώματα και πρόσβαση από πάνω. Μετά την τοποθέτηση του νεκρού το άνοιγμα καλύπτεται με ξύλινα δοκάρια και πλάκες. Στη συνέχεια ο τάφος καλύπτεται με τεχνητή επίχωση που σχηματίζει ένα μικρό λοφίσκο, τον τύμβο. Συχνά οι λακκοειδείς τάφοι κατασκευάζονταν κατά συστάδες, πάνω από τις οποίες σχηματιζόταν ένας ενιαίος κυκλικός τύμβος. Μεγάλοι τέτοιοι ταφικοί κύκλοι έχουν βρεθεί στις Μυκήνες και περιείχαν βασιλικές ταφές.
Οι μυκηναϊκοί θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι είναι ακανόνιστου σχήματος σπηλαιώδη υπόγεια λαξεύματα στο μαλακό βράχο, στα οποία οδηγεί μια επίσης λαξευμένη κατωφέρεια, ο δρόμος, όπως ονομάζεται στην αρχαιολογική ορολογία. Ήταν μάλλον οικογενειακοί τάφοι και χρησιμοποιούνταν από τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού. Και αυτοί κατασκευάζονταν κατά συστάδες σχηματίζοντας νεκροταφεία.
Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Διαθέτουν και αυτοί δρόμο, ο οποίος οδηγεί σε ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. O θόλος είναι χτισμένος με μεγάλες πλάκες τοποθετημένες κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό του θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα). Η είσοδος είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο.
Θολωτοί τάφοι απαντούν ήδη στην κεντρική Κρήτη κατά την Πρωτομινωική Περίοδο και στη Μεσσηνία. Πλήρη σειρά θολωτών τάφων από διάφορες περιόδους γνωρίζουμε στις Μυκήνες (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων, Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων, Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας).
Πάνω, ο θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Θησαυρός του Ατρέως, στις Μυκήνες, σε μορφή τομής.
Θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Θησαυρός του Ατρέως, στις Μυκήνες, άποψη της εισόδου με το δρόμο.
Αντίθετα με τους μινωικούς θολωτούς τάφους, που είναι υπέργειοι και δεν καλύπτονται με τύμβο, οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι της Αργολίδας είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο και καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για βασιλικούς τάφους ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων, αν και η απόδοσή τους σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών από τον Ερρίκο Σλήμαν είναι εντελώς φανταστική. Οι θολωτοί τάφοι συνδυάζουν τη μεγαλοπρέπεια του μνημειώδους ταφικού οικοδομήματος με το ινδοευρωπαϊκό στοιχείο του τύμβου, που απαντά ήδη από τη Μεσοελλαδική περίοδο σε λακκοειδείς τάφους.
Ρωμαϊκή Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που εκφράζει περισσότερο από όλες τις άλλες το ρωμαϊκό πνεύμα. Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ετρούσκους την πολεοδομία, την τειχοποιία, την τοξωτή αψίδα κ.α., ενώ από την Ελλάδα πήραν το κορινθιακό κιονόκρανο συνδυασμένο με ιωνικά στοιχεία. Παράλληλα, προσέθεσαν νέα υλικά και νέες μεθόδους στην οικοδομική, κατορθώνοντας έτσι να κατασκευάσουν μεγάλα οικοδομήματα, με ξεχωριστά ρωμαϊκά γνωρίσματα που συνδύαζαν το θόλο, την αψίδα και τους ελληνικούς διακοσμητικούς ρυθμούς. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί πως οι Ρωμαίοι-άνθρωποι περισσότερο πρακτικοί- προτιμούσαν τα έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του Κράτους: γέφυρες, υδραγωγεία, δρόμους και κατασκευές στερεές που να αψηφούν το χρόνο και να εκφράζουν το μεγαλείο της Ρώμης. Αργότερα βέβαια έχτιζαν και έργα που είχαν κύριο στόχο τους τη προσφορά ανέσεων και ψυχαγωγίας στο λαό, όπως θέατρα, αμφιθέατρα, ιπποδρόμους, θέρμες και βιβλιοθήκες.
Στα χρόνια της αυτοκρατορίας και λίγο νωρίτερα, η Ρώμη παρουσίασε μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα: νέες πόλεις χτίζονται, ενώ η πρωτεύουσα ανοικοδομείται και στολίζεται με αγορές, θέατρα και ναούς. Οι οικοδομές χτίζονται με τούβλα και επικαλύπτονται με πολύχρωμα μάρμαρα. Ο Αύγουστος στολίζει την αγορά (forum) με μεγαλόπρεπα κτίρια, κύρια έκφραση του αυτοκρατορικού γοήτρου. Στα χρόνια των Φλαβίων χτίζεται το Κολοσσαίο, ένα τεράστιο αμφιθέατρο.
To Κολοσσαίο της Ρώμης. Διακρίνεται το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του.
Αξιοθαύμαστο για το μέγεθος και τη μεγαλοπρέπεια του είναι το Πάνθεον, έργο των χρόνων του Αδριανού. Μεγάλη επιτυχία γνώρισε ένας νέος τύπος μνημείου, η θριαμβική αψίδα. Ορθωνόταν για την υποδοχή των θριαμβευτών και την ανάμνηση των πολεμικών θριάμβων της Ρώμης. Από τον 3ο αι. μ. Χ. κι έπειτα, εγκαταλείπονται οι ελληνικοί ρυθμοί στην αρχιτεκτονική και κάνουν την εμφάνιση τους εκείνα τα στοιχεία που θα επικρατήσουν αργότερα στη βυζαντινή τέχνη. Οι Ρωμαίοι δείχνουν προτίμηση για επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, όπως βασιλικές στοές, θέρμες κτλ. Τυπικά δείγματα αποτελούν οι θέρμες του Καρακάλλα και του Διοκλητιανού. Εξάλλου, η αρχιτεκτονική ήταν η τέχνη με την οποία ασχολήθηκαν ιδιαίτερα οι Ρωμαίοι. Ιδιαίτερα την εποχή του Αυγούστου και μετά, η εξέλιξη της ήταν μεγάλη. Εξυπηρέτησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης το μεγαλείο της Ρώμης και διευκόλυνε παράλληλα την ζωή των υπηκόων της αυτοκρατορίας.
Η κατασκευή μεγάλου αριθμού έργων σε όλη την αυτοκρατορία έφερε οικονομική
ανάπτυξη. Οι Αντωνίνοι αλλά και άλλοι αυτοκράτορες φρόντισαν ιδιαίτερα την κατασκευή έργων κοινής ωφέλειας στις επαρχίες, όπως γέφυρες, υδραγωγεία, αγορές, θέρμες, νυμφαία, βιβλιοθήκες......
Κορινθιακός ρυθμός
Ο Κορινθιακός ρυθμός είναι ένας από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Οι κίονες χαρακτηρίζονται από κιονόκρανο που αποτελείται από υψηλό έχινο(«κάλαθος»), που περιβάλλεται από σειρές φύλλων ακάνθης και έλικες στις τέσσερις γωνίες. Μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως εξέλιξη του Ιωνικού λόγω αυτών των ελίκων. Ο ρυθμός αυτός αποτελεί τον πιο διακοσμητικό από τους τρεις ελληνικούς ρυθμούς και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στους ρωμαϊκούς χρόνους με ποικιλία μορφών. Η επινόηση του Κορινθιακού κιονόκρανου έγινε από τον Καλλίμαχο.
Το κορινθιακό κιονόκρανο και επιστύλιο του Πάνθεου στην Ρώμη
Χαρακτικό του Claude Perrault, 1684
Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, «εφευρέτης» του Κορινθιακού κιονόκρανου ήταν ο γλύπτης Καλλίμαχος που τον εμπνεύστηκε από ένα καλάθι που βρισκόταν στον τάφο ενός κοριτσιού στην Κόρινθο. Το καλάθι, όπου ήταν τοποθετημένα τα παιχνίδια της, σκεπαζόταν από μία τετράγωνη πλάκα. Γύρω από το καλάθι είχαν φυτρώσει άκανθοι ακολουθώντας το σχήμα
του. Έτσι γεννήθηκε το κορινθιακό κιονόκρανο σύμφωνα με τον μύθο. Ο πρώτος γνωστός Κορινθιακός κίονας βρισκόταν στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα (περ.420 π.Χ.) στις
Βάσσες της Φιγάλειας που χτίστηκε από τον Ικτίνο, αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Ο κίονας αυτός, βρισκόταν στο κέντρο της νότιας πλευράς της εσωτερικής κιονοστοιχίας του ναού. Πιθανότατα επρόκειτο για μία συμβολική απεικόνιση του ίδιου του Απόλλωνα, κάτι το οποίο δεν είναι πρωτοφανές.
Ο Κορινθιακός ρυθμός χρησιμοποιήθηκε σπάνια από τους Έλληνες, ενώ μεγάλη χρήση του παρατηρείται στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στην Αθήνα, εξαιρετικό δείγμα Κορινθιακού ναού, αποτελεί ο Ναός του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείον) το οποίο αποπεράτωσε ο αυτοκράτορας Αδριανός το 130 μ.Χ.
Ιωνικός ρυθμός
Ο Ιωνικός ρυθμός είναι ένας από τους πέντε αρχαίους κλασικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Κατατάσσεται μεταξύ του Δωρικού και του Κορινθιακού ρυθμού. Κύρια στοιχεία διάκρισης των ρυθμών αυτών είναι η ζωφόρος, τα κιονόκρανα και οι κιονοστοιχίες των αρχαίων κτισμάτων.
Διακρίνουμε μεταξύ του Μικρασιατικού Ιωνικού ρυθμού και του Αττικού Ιωνικού ρυθμού, οι οποίοι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς τη βάση του στύλου και της ζωφόρου. Χαρακτηριστικές παραλλαγές του ιωνικού ρυθμού είναι επίσης και η Ρωμαϊκή Ιωνική, καθώς και η Γερμανική Ιωνική.
Το Ερέχθειο στην Ακρόπολη των Αθηνών (νοτιοδυτική άποψη).
Ο Ιωνικός ρυθμός αρχίζει να εμφανίζεται από τις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, και μάλιστα στα παράλια της μικρασιατικής Ιωνίας, στα νησιά του Αιγαίου και στην Αττική.
Το όνομά του προέρχεται από τους Ίωνες. Μετά τη διείσδυση των Δωριέων κατά την κάθοδο των Δωριέων μετατοπίστηκε η εμφάνισή τους κυρίως προς τα ανατολικά, στα νησιά του Αιγαίου και στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Στην περιοχή της Αθήνας όμως επικράτησαν.
Σε σύγκριση με τον Δωρικό ρυθμό, ο Ιωνικός ρυθμός έχει διάφορες μικρές παραλλαγές. Τον 4ο π.Χ. αιώνα άρχισε να τυποποιείται και να ξεχωρίζει καθαρά από τον δωρικό ρυθμό.
Mια από τις ρίζες του Ιωνικού ρυθμού βρίσκεται στις λίθινες κατασκευές των Κυκλάδων, όπως παρατηρούμε στον Ιωνικό ρυθμό που παρουσιάζεται στην Αθήνα. Γενικό χαρακτηριστικό του όμως είναι η εξαιρετική ιδιομορφία, δηλαδή η ελευθερία που είχαν οι διάφοροι αρχιτέκτονες να αναπτύξουν το δικό τους τοπικό στιλ. Παραδείγματα είναι το τοπικό στιλ της Σάμου ή της Εφέσου με διαφορετικές βάσεις στις κολώνες τους. Αργότερα ο Ιωνικός ρυθμός τυποποιήθηκε και διαδόθηκε. Η βάση του στύλου όπως την βρίσκουμε στην Αθήνα διαδόθηκε και στην Μικρά Ασία (αν και εκεί συνδυάζεται με τον πλίνθο), και η ζωφόρος, που αρχικά εμφανίστηκε στα νησιά, έκανε την πορεία διάδοσής του στην Μικρά Ασία μέσω Αθήνας αρκετά εύκολη.
Η βάση του Ιωνικού Ρυθμού
Το θεμέλιο και η βάση του κτιρίου στον Ιωνικό ρυθμό αποτελείται από τον στερεοβάτη που είναι το θεμέλιο και το κρηπίδωμα που είναι τα σκαλάκια. Το θεμέλιο είναι χτισμένο πάνω και μέσα στο έδαφος και προεξέχει μόνο η πάνω επιφάνειά του, η ευθυντηρία. Πάνω στο θεμέλιο είναι χτισμένο το κρηπίδωμα, που σχηματίζει τρία σκαλάκια. Το τελευταίο σκαλάκι ονομάζεται στυλοβάτης επειδή επάνω στην επιφάνεια αυτή τοποθετείται η βάση των κατακόρυφων στύλων. Στους αρχαιότερους ναούς Ιωνικού ρυθμού τα σκαλάκια αυτά μερικές φορές λείπουν, ενώ ο στυλοβάτης εδράζεται κατευθείαν πάνω στην ευθυντηρία. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα και μετά αρχίζει να διαδίδεται η κατασκευή με τα σκαλάκια, τα οποία στον 4ο και τον 3ο. π.Χ. αιώνα παίρνουν μερικές φορές τεράστιες διαστάσεις, ή αποτελούνται από περισσότερα από τρία σκαλάκια. Στο Αρτεμίσιο (βλ. επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου) για παράδειγμα βρίσκουμε δέκα σκαλοπατάκια.
Ο κίονας του Ιωνικού Ρυθμού
Σε αντίθεση με τον δωρικό ρυθμό ο κίονας στον ιωνικό ρυθμό δεν στηρίζεται πάνω στον στυλοβάτη, παρά έχει την δική του βάση. Στους ιωνικούς ναούς της Μικράς Ασίας η βάση συνήθως αποτελείται από μία τετράγωνη πλάκα, τον λεγόμενο πλίνθο. Πάνω στον πλίνθο ακολουθούν διάφορα επιστρώματα που έχουν σχήμα στρογγυλό, και τερματίζουν με εξόγκωση ή προεξοχή. Τα επιστρώματα αυτά συνήθως είναι διακοσμημένα με οριζόντιες αυλακιές. Στον αττικό ιωνικό ρυθμό συχνά συναντάμε βάσεις χωρίς πλίνθο, αλλά με ιδιαίτερα διογκωμένη στρογγυλή βάση.
Οι κίονες σε σύγκριση με τους κίονες του δωρικού ρυθμού είναι λεπτότεροι, στενεύουν ελαφρώς προς τα πάνω, και έχουν οριζόντιες αυλακιές. Τα αυλάκια αντί να συνδέονται μεταξύ τους με οξείες κόψεις, χωρίζονται με μικρές επίπεδες επιφάνειες που είναι ανάμεσά τους. Συνήθως συναντάμε 20 με 24 αυλάκια σε κάθε κίονα, ενώ 24 είναι η κατά προτίμηση κλασική διαρρύθμιση.
Το κιονόκρανο είναι λεπτεπίλεπτο, στηρίζεται πάνω στον αστράγαλο, μια λεπτή πλάκα μεταξύ του κίονα και του κιονόκρανου. Έχει πολλά και φαρδιά διακοσμητικά ανάγλυφα και καταλήγει στους κοχλίες δεξιά και αριστερά, πάνω στους οποίους στηρίζεται ένας λεπτός άβακας διακοσμημένος με κυματισμούς.
Tα τρίγωνα των ναών, με την ακίδα τους τραβούσαν την θετική ηλιακή ενέργεια, την διοχέτευαν στις κολώνες και από τα αυλάκια (γιατί ο αιθέρας έχει την ιδιότητα να καμπυλώνεται) την διοχέτευαν στην γη. Τουτέστιν δημιουργούσαν ένα μεγάλο ενεργειακό πεδίο, δηλ κάτι σαν δοχείο ενέργειας.
Αρχιτεκτονικά «Μυστικά» των Αρχαίων Ελλήνων που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα και εντυπωσιάζουν.
Θερμομόνωση
Οι τοίχοι των σπιτιών φτιάχνονταν συνήθως από λάσπη και από πέτρες. Μιας και δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα το τσιμέντο για μαζική χρήση, χρησιμοποιούσαν για καλύτερο «δέσιμο»και αντοχή της λάσπης, άχυρο, αυγά και μαλλιά από κατσίκες. Ο βόρειος τοίχος γινόταν παχύτερος και με τα ελάχιστα δυνατά ανοίγματα. Η είσοδος συνήθως βρισκόταν στην ανατολική και σπανιότερα στην νότια πλευρά.
Χρήση φυτών για κλιματισμό
Στη βόρεια πλευρά του σπιτιού συνήθως φυτευόταν κάποια αειθαλή δέντρα, όπως ελιές, ώστε με το φύλλωμά τους να εμποδίζουν τον χειμωνιάτικο κρύο, βόρειο άνεμο να πέσει απ' ευθείας πάνω στο σπίτι. Στην νότια πλευρά συνήθως υπήρχαν φυλλοβόλα δένδρα, που τον χειμώνα χωρίς φύλλα δεν εμπόδιζαν τον ήλιο από το να ζεστάνει το σπίτι, αλλά το καλοκαίρι προσφέρανε όλη τους την σκιά.
Μόνο όσος ήλιος χρειάζονταν
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν σταματήσανε μόνο στην χρήση φυτών για κλιματισμό. Χρησιμοποιούσαν πάνω από τις νότιες πόρτες και παράθυρα μία προέκταση της σκεπής με προσεκτικά σχεδιασμένο μέγεθος. Το μέγεθος αυτής της προέκτασης ήταν υπολογισμένο με τέτοιο τρόπο που το καλοκαίρι ο ήλιος εμποδιζόταν από το να πέσει μέσα στο σπίτι αλλά το χειμώνα που έχει χαμηλότερη τροχιά αυτή η προέκταση δεν τον εμπόδιζε απ' το να ζεσταίνει και το εσωτερικό του σπιτιού.
Μία άλλη έξυπνη εναλλακτική κίνησή τους ήταν η χρήση κληματαριάς συγκεκριμένου ύψους και πλάτους. Έτσι, πετύχαιναν σχεδόν τα ίδια αποτελέσματα και τρώγανε και τα σταφύλια!
Θερμοανακλαστικό χρώμα
Φυσικά, όπως μπορούμε να δούμε μέχρι και σήμερα στα περισσότερα παραδοσιακά Ελληνικά σπίτια, το χρώμα παραμένει λευκό! Αυτό συναντάται κυρίως στα ηλιόλουστα νησιά και χρησιμοποιείται για να ελαχιστοποιήσει την ζέστη απ' τον ήλιο.
Επίσης ο ασβέστης που χρησιμοποιείται, ειδικά στα νησιά του Αιγαίου για λεύκανση των τοίχων, διαθέτει και μια σειρά άλλων ευεργετικών ιδιοτήτων όπως η απολύμανση και η απορρόφηση της υγρασίας, αποτροπή εντόμων κλπ.
Δίκτυο ύδρευσης
Το πρώτο γνωστό δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης για ολόκληρη πόλη το συναντάμε στην Κνωσό. Οι ανασκαφές του 'Αρθουρ Έβανς στις αρχές του αιώνα έφεραν στο φως ένα εντυπωσιακό σύστημα ύδρευσης. Το νερό μεταφερόταν μέσα σε πήλινες σωλήνες από αρκετά μακριά, απ' τις περιοχές Κουνάβων και Αρχανών στο υδραγωγείο της πόλης και από εκεί διανεμόταν στα σπίτια. Τα σπίτια ήταν ξύλινα, πέτρινα και μαρμάρινα και μερικά απ' αυτά με τρεις, λιγότερα με τέσσερις αλλά και λίγα, όπως το παλάτι, με πέντε ορόφους. Κάποια δημόσια κτήρια, μάλλον αποθήκες τροφίμων, είχαν επενδυμένους τοίχους με κεραμικά πλακάκια παρόμοια με τα σημερινά.
σχέδιο αρχαίων σωλήνων και ενώσεων
Υδραυλικά στο παλάτι της Κνωσού στην Κρήτη από την Πρώτη Μεσο-Μινωική περίοδο, περίπου 2000 π.Χ.: Τα τμήματα πήλινων σωλήνων από ψημένο πηλό είχαν κατασκευαστεί με τρόπο που να εγκαθιστώνται εύκολα. Αλληλοεπικάλυψη των άκρων των σωλήνων χρησιμοποιούταν για ομαλές ενώσεις, εξασφαλίζοντας ελεύθερη ροή του νερού και ελάχιστο στροβιλισμό. Πριονωτή διαμόρφωση των ενώσεων διατηρούσε την ένωση σίγουρη. Έτσι, βλέπουμε κατασκευή πήλινων σωλήνων με κατάλληλα διαμορφωμένα άκρα που επέτρεπαν συνδέσεις με μέγιστη ασφάλεια αλλά και βέλτιστη ροή. Είναι προφανές ότι για τέτοια ακρίβεια συνδέσεων θα χρησιμοποιούσαν καλούπι στις κατασκευές που θα εξασφάλιζε τόσο ομοιογένεια και τυποποίηση σωλήνων όσο και ταχύτητα παραγωγής. Το σχήμα δείχνει να έχει μπει πηλός για σφράγισμα της ένωσης όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά.
Άλλο ενδιαφέρον σημείο που έγινε γνωστό μόνο μετά από την σύγχρονη επανεφεύρεσή του, είναι σημεία του συστήματος υδρεύσεως σχεδιασμένα έτσι που με στροβιλισμό, λόγω ροής μέσα από σπειροειδούς σχήματος σωληνώσεις, να ανεβάζουν την πίεση ή την ταχύτητα του νερού ανάλογα με την ανάγκη σε κάθε σημείο. Απλός τρόπος καθαρισμού ήταν τα ενδιάμεσα φρεάτια συντήρησης του δικτύου όπου έπεφτε η πίεση του νερού και μπορούσαν να επιπλεύσουν ή να βυθιστούν οι όποιες ακαθαρσίες πριν το νερό συνεχίσει την πορεία του.
Δίκτυο αποχέτευσης
Στην Κνωσό συναντάμε για πρώτη φορά τη χρήση σιφωνίου στην αποχέτευση. Η ποιότητα ζωής και προφανώς η γνώση κανόνων υγιεινής μέσα στο σπίτι δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με ανεπιθύμητες οσμές απ' το δίκτυο αποχέτευσης. Το ξανασυναντάμε και στην Θήρα με οργανωμένο αποχετευτικό δίκτυο.
Πανάρχαιο δίκτυο αποχέτευσης αναφέρεται στον πολιτισμό των Αζτέκων όπου τα ανθρώπινα περιττώματα συλλέγονταν και χρησιμοποιούνταν για λίπασμα, τα δε ούρα στην παρασκευή βαφών, αλατιού...
Η πόλη του Τενοκτιτλάν εθεωρείτο καθαρότατη και χίλια άτομα κάθε ημέρα καθάριζαν τους δρόμους της και μόνο.....
Ενδοδαπέδια θέρμανση
Άλλο στοιχείο που αποδεικνύει την εξελικτική ανωτερότητα της Κνωσού σε σχέση με τα υπόλοιπα γνωστά κτίσματα της εποχής εκείνης, είναι ο τρόπος θέρμανσης κάποιων δωματίων του παλατιού. Υπήρχαν κάτω από το δάπεδο σωλήνες μέσα από τις οποίες πέρναγε ζεστό νερό θερμαίνοντας όλο τον χώρο.
παλάτι Κνωσού
Την εποχή της ακμής της υπολογίζεται ότι η Κνωσός είχε σχεδόν 100.000 κατοίκους. Σε μια τοιχογραφία παρατηρούμε λευκό αξιωματικό και μαύρους «μισθοφόρους», πράγμα που μας δίνει στοιχεία για την ισχύ της και την επιρροή της στο τότε ευρύτερο περιβάλλον της.
η Κνωσός είχε σχεδόν 100.000 κατοίκους. Σε μια τοιχογραφία παρατηρούμε λευκό αξιωματικό και μαύρους «μισθοφόρους», πράγμα που μας δίνει στοιχεία για την ισχύ της και την επιρροή της στο τότε ευρύτερο περιβάλλον της.
Είσοδος θολωτού τάφου Ατρέως
Στην είσοδό της υπάρχει πάνω απ' την πόρτα του θολωτού τάφου, κατάλληλα επεξεργασμένος ογκόλιθος 122 τόνων. Πάνω απ' αυτόν υπάρχει κενό ανακουφιστικό τρίγωνο που προφυλάσσει έξυπνα την πόρτα απ' το υπερβολικό φορτίο, κατανέμοντας το βάρος της οροφής στα πλάγια. Οι γνώσεις που απαιτεί η κατασκευή ενός μνημείου τέτοιου μεγέθους και μάλιστα συνδυασμένες με τα υλικά και τον τρόπο σύνδεσής τους προκαλούν τουλάχιστον σεβασμό για τους αρχιτέκτονες που σχεδίασαν και υλοποίησαν μία τέτοια κατασκευή.
Κυκλοφορεί συχνά η λανθασμένη αντίληψη ότι το τόξο, η αψίδα, η καμάρα και ο θόλος αποτελούν ρωμαϊκή εφεύρεση. Αυτό μοιάζει σχεδόν σωστό αν παραμείνουμε στην επιφάνεια της ιστορίας αλλά και της γης! Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν κυκλικές κατασκευές χωρίς κανένα πρόβλημα τουλάχιστον απ' την Μυκηναϊκή περίοδο αλλά αποκλειστικά για κατασκευές εντός της γης, αφιερωμένες είτε σε χθόνιους θεούς είτε σε ότι ήταν σχετικό με τον θάνατο. Τις βρίσκουμε σε τάφους, νεκρομαντεία κλπ. όπως οι τάφοι της Βεργίνας, της Πύλου κ.α.
Στην επιφάνεια, σε ότι ήταν σχετικό με την ζωή, χρησιμοποιούνταν ευθύγραμμες κατασκευές. Μικτού τύπου κατασκευές χρησιμοποιούνταν για θεούς που είχαν σχέση τόσο με την ζωή όσο και με τον θάνατο.
Οι Ρωμαίοι έβγαλαν στην επιφάνεια αυτές τις κυκλικές κατασκευές και τις χρησιμοποίησαν κατά κόρον, όταν ουσιαστικά κατάργησαν τις χθόνιες λατρείες.
Οι διαστάσεις του «Θησαυρού του Ατρέα» ξεπεράστηκαν από αντίστοιχη κυκλική κατασκευή στο γνωστό Πάνθεον της Ρώμης κατασκευασμένο απ' τον Απολλόδωρο τον Δαμασκηνό, 1350 χρόνια αργότερα...! Η κορυφή του θόλου όμως στο Πάνθεον είναι άνοιγμα εξαερισμού και φωτισμού αποφεύγοντας το δυσκολότερο κατασκευαστικό κομμάτι του θόλου. Και φυσικά στην κατασκευή του υπήρχε ήδη διαθέσιμο σαν δομικό, συνδετικό υλικό το τσιμέντο.
τοξωτή πύλη Παλαιομάνινας
Στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας, σχεδόν 55 χιλιόμετρα απ' την πόλη του Αστακού, σώζεται τμήμα αρχαίων τειχών με την αρχαιότερη γνωστή τοξωτή πύλη. Η ηλικία της υπολογίζεται περίπου 5.000 ετών και αποτελεί τμήμα των τειχών πόλης με περίμετρο σχεδόν 5 χιλιομέτρων. Η αρχαία πόλη είχε δύο ακροπόλεις, αρκετούς πύργους και σώζεται τμήμα του λιθόστρωτου δρόμου που συνέδεε την πόλη με τον Αχελώο.
Απ' ότι καταλαβαίνετε είναι προφανές ότι η «ρωμαϊκή αψίδα» προϋπήρχε των Ρωμαίων. Και φυσικά δεν υπάρχει μόνο αυτή η τοξωτή πύλη σαν απόδειξη, αλλά και οι Μυκηναϊκές τοξωτές γέφυρες.
Θόλος Αρσινόης
Στην Σαμοθράκη συναντάμε το μεγαλύτερο κτίσμα σε σχήμα θόλου της Αρχαίας Ελλάδας. Σχετίζεται με τα θρησκευτικά Καβείρεια μυστήρια της Σαμοθράκης και αποτελεί μέρος ευρύτερου χώρου με κτίρια διαφόρων ρόλων. Στον πρώτο βαθμό μύησης μπορούσαν να συμμετέχουν άνδρες και γυναίκες οποιασδήποτε εθνικότητας και τάξης. Η ανώτερη βαθμίδα όμως ήταν για ελάχιστους «ικανούς». Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη μυσταγωγία φαίνεται ότι έπαιζε το κτίριο γνωστό σαν Θόλος της Αρσινόης. Εντύπωση προκαλεί η εξωτερική του διάμετρος που φτάνει τα 20 μέτρα. Το μέγεθος της θεμελίωσης δείχνει ότι το κτίριο πρέπει να είχε και αντίστοιχα μεγάλο ύψος.
Σχεδίαση Θεάτρων
Άλλος εντυπωσιακός τύπος οικοδομημάτων της αρχαιότητας ήταν τα θέατρα. Τα μεγαλύτερα γνωστά είναι της Εφέσου με χωρητικότητα 24.000 θέσεων, της Μεγαλόπολης 22.000 θέσεων, του 'Άργους 20.000 θέσεων, της Κορίνθου 18.000 θέσεων. Πολλά από αυτά ήταν φτιαγμένα με τρόπο που να χρησιμοποιεί φυσικά κοιλώματα λόφων, αλλά στα περισσότερα από αυτά υπήρξε τεχνητή διαμόρφωση του εδάφους και πολλές κατασκευαστικές προσθήκες. Και το ενδιαφέρον μας δεν εξαντλείται μόνο στις διαστάσεις και την αισθητική τους αλλά προχωράει σε τεχνικά θέματα όπως η οπτική και η ακουστική τους. Η ακουστική των θεάτρων μάλιστα θεωρείται σχεδόν μυστήριο επίτευγμα. Σχεδιαζόταν με τέτοιο τρόπο που όλοι οι θεατές να μπορούν άνετα να βλέπουν στην σκηνή αλλά και να ακούν εξίσου καλά τι λεγόταν απ' τους ηθοποιούς.
Κάποια θέατρα (όπως του Γυθείου και της Ερέτριας) διέθεταν την επονομαζόμενη «χαρώνειο κλίμακα», που ήταν μια σήραγγα κάτω απ' την σκηνή μέσω της οποίας εμφανιζόταν στην παράσταση οι ηθοποιοί που υποδύονταν τα πνεύματα του κάτω κόσμου. Άλλη κατασκευή σαν γερανός παρουσίασε τους ουράνιους Θεούς να κατεβαίνουν στην σκηνή (από μηχανής Θεός). Σε κάποια θέατρα (όπως της Σπάρτης και της Μεγαλόπολης) η σκηνή ήταν τροχήλατη και μεταφερόταν μετά την παράσταση σε ασφαλέστερο στεγασμένο μέρος. Δεν ξέρουμε σίγουρα αν χρησιμοποιούνταν και εναλλακτικές μεταφερόμενες σκηνές ανάλογα με το είδος της παράστασης.
Επίτευγμα για την εποχή ήταν και οι ναυμαχίες που γινόταν (κατά τους Ρωμαϊκούς κυρίως χρόνους) με μικροσκοπικά πλοία σε κάποια θέατρα όπως του Άργους και του θεάτρου του Διονύσου κάτω απ' την Ακρόπολη της Αθήνας.
Κάποια θέατρα ήταν «ασυνήθιστα» μελετημένα, κατασκευαστικά. Σαν παράδειγμα, το μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου κατασκευάστηκε στο τέλος του 4ου αιώνα π.χ. και τοπάνω διάζωμα προστέθηκε στα τέλη του 3ου π.χ. αιώνα.
Θέατρο Επιδαύρου
Η ορχήστρα του είναι ένας τέλειος κύκλος, ενώ το κοίλον του αποτελεί τμήμα σφαίρας! 34 σειρές καθισμάτων στο κάτω διάζωμα και 21 στο πάνω δίνουν 55 σειρές συνολικά. Το άθροισμα των πρώτων 10 αριθμών (1+2+3+4+5+6+7+8+9+10) δίνει 55. Το άθροισμα των πρώτων 6 (1+2+3+4+5+6) δίνει 21, και το άθροισμα των 4 τελευταίων (7+8+9+10) δίνει 34. Ο χρυσός αριθμός Φ παρουσιάζεται και πάλι μιας και η αναλογία σειρών των δύο διαζωμάτων 21 / 34 = 0,618 = Φ, αλλά και η αναλογία του κάτω διαζώματος προς το σύνολο των σειρών 34 / 55 = 0,618 = Φ, αποτελεί απόδειξη ενδελεχούς αρχιτεκτονικής και μαθηματικής μελέτης. Απ' ότι φαίνεται λοιπόν υπήρχε γνώση, μελέτη και διαχρονική συνέχεια σε τέτοιες κατασκευές.
Εντύπωση προκαλεί η παρουσία αρχαίων θεάτρων σχεδόν σε όλη την λεκάνη της μεσογείου. Κάποιοι πιστεύουν ότι το πλήθος των αρχαίων θεάτρων όσο και η θέση τους δεν δικαιολογούν την μεγάλη χωρητικότητά τους και το κόστος κατασκευής τους και ίσως να προοριζόταν και για άλλες χρήσεις...
Μυκηναϊκή οδοποιία
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανέπτυξε ένα από τα πρώτα δίκτυα ύδρευσης αλλά και ένα από τα πρώτα οδικά δίκτυα στην Ευρώπη. Τον 14ο αιώνα
π.χ. οι Μυκηναϊκές άμαξες ταξίδευαν σε δρόμους μέχρι 5 μέτρων πλάτους περνώντας πάνω από κατασκευασμένες γέφυρες όπου ο χώρος το απαιτούσε. Το οδικό δίκτυο της αρχαίας Αργολίδας σώζεται ακόμη σε πολλά σημεία. Στους αρχαίους δρόμους συναντάμε και ζεύγη αυλακώσεων βάθους 7-10 εκ. και πλάτους περίπου 20 εκ. με απόσταση μεταξύ τους 1.4μ. ή 1.8μ. που εξυπηρετούσαν τα τροχοφόρα οχήματα της εποχής.
Υπάρχουν αναφορές ότι την κατασκευή και σχεδίαση νέων δρόμων αναλάμβαναν οι Αμφικτύονες που χρέωναν ανάλογα και τις πόλεις για την κατασκευή. Πολλές φορές κάποιοι πλούσιοι της εποχής χορηγούσαν τα έξοδα κατασκευής δρόμων.
Μυκηναϊκές τοξωτές γέφυρες
Η γέφυρα της Βαλύρας (άνω Πάμισος), η οποία χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα, επιβεβαιώνει την συνέχιση της αρχαίας ελληνικής γνώσης της οικοδομικής χρήσης της καμάρας και μέχρι τον 3ο αιώνα π.χ.
Άλλη μυκηναϊκή γέφυρα υπάρχει στο Αρκαδικό Αργολίδος στην θέση Καζάρμας στον δρόμο από το Ναύπλιο στην Επίδαυρο. Στο Αρκαδικό και στο Γαλούση υπάρχουν δύο ακόμα αρχαίες γέφυρες. Εντυπωσιακό παραμένει το μέγεθος των ογκολίθων που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις γέφυρες κατατάσσοντάς τες στα κυκλώπεια κτίσματα.
Εξαιρετικά διατηρημένη είναι και η γέφυρα στην Ελεύθερνα της Κρήτης. Χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Παρθενώνας
Ο Παρθενώνας κατασκευάστηκε μεταξύ 447 και 438 π.χ. και χρειάστηκαν άλλα 5 χρόνια για τα γλυπτά του. Από τότε προκαλεί τον θαυμασμό με τις διάφορες ιδιότητές του.Κατασκευάστηκε με μάρμαρο από την Πεντέλη, (από εκεί που σήμερα βρίσκεται η σπηλιά του Νταβέλη με τις φημολογούμενες παράξενες ενεργειακές ιδιότητες) και κάθε τμήμα κίονα έχει βάρος από 80 μέχρι 100 τόνους. Στην οροφή του χρησιμοποιήθηκαν λεπτές πλάκες μαρμάρου από την Πάρο που με την ημιδιαφάνειά τους φώτιζαν απαλά τον ναό. Η 19 χιλιομέτρων μεταφορά των πεντελικών μαρμάρων και το σκάλισμά τους δεν θεωρήθηκε αξιομνημόνευτο γεγονός για την εποχή (αν και κάθε κομμάτι του είναι μοναδικό, έχοντας την δική του θέση στο κτίσμα) αλλά το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα.
Παρθενώνα
Στο σχέδιο του Παρθενώνα δεν υπάρχει ούτε μία ευθεία γραμμή αλλά παντού συναντάμε απαλές καμπύλες. Στις αναλογίες του συναντάμε τον χρυσό αριθμό Φ και την σχέση α/2α+1. Το οπτικό αποτέλεσμα είναι εκτός από αρμονικό πολλές φορές και απροσδόκητο, μιας και ο Παρθενώνας καταφέρνει να δείχνει εντυπωσιακά μεγαλύτερος από το πραγματικό του μέγεθος, χωρίς όμως να βαραίνει τον χώρο! Αν συγκρίνετε το μέγεθός του (69,54μ. μήκος, 30,78μ. πλάτος, 20μ. ύψος) με διάφορα σύγχρονα κτήρια θα δείτε την τεράστια διαφορά που προκαλεί η οπτική εντύπωση. Λέγεται από κάποιους ότι εν μέρει οφείλεται στην ενέργεια που εκπέμπει και μοιάζει με την αντίστοιχη της σελήνης που επίσης την κάνει να μας μοιάζει κάποιες στιγμές τεράστια.
Αλλά και η ίδια η κατασκευή του δεν είναι ακόμα πλήρως γνωστή μιας και υπάρχει πλήθος ενδείξεων μη συμπαγούς θεμελίωσής του σε ασυνήθιστο βάθος 11 μέτρων με ίσως σημαντικό υπόγειο τμήμα ή και θάλαμο. Κάποια σκαλιά που οδηγούν σήμερα στο πουθενά και μια παραλληλόγραμμη καθίζηση του πατώματος του ναού, επιμένουν να θυμίζουν ότι υπήρχαν και άλλοι χώροι και χρήσεις άγνωστες πια σήμερα.
Οι κίονες του Παρθενώνα δεν είναι κάθετοι αλλά αν προεκταθούν νοητά προς τα επάνω συναντώνται στα 1852 μέτρα. Ο όγκος της νοητής πυραμίδας που σχηματίζεται είναι ο μισός της μεγάλης πυραμίδας της Αιγύπτου, 45.000.000 ελληνικά κυβικά πόδια.
Το πλάτος της βάσης του Παρθενώνα (100 ελληνικά πόδια) αντιστοιχεί σε γωνία ενός δευτερολέπτου της μοίρας στην Ισημερινό.
Μεταλλικοί σύνδεσμοι δόμησης
Σημαντικό επίτευγμα αποτελεί η αντισεισμική κατασκευή του Παρθενώνα που του επέτρεψε να αντέξει πλήθος σεισμών από την κατασκευή του μέχρι σήμερα. Ο τρόπος που είναι ενωμένα τα τμήματά του με λιωμένο μολύβι στις κατάλληλα διαμορφωμένες ενώσεις των μαρμάρων είναι μέρος μόνο της απάντησης... Έχουμε ακόμα να μάθουμε πολλά από τις ξεχασμένες γνώσεις που εφαρμόστηκαν στην εποχή της κατασκευής του.
Στην Αμερικανική πόλη Τιαχουνάκου, πλήθος μεγαλιθικών κτισμάτων χρησιμοποιούσαν συνδέσμους από ασήμι μεταξύ των δομικών στοιχείων τους. Το ασήμι έχει ιδιότητες συστολής διαστολής ίδιες με της πέτρας οπότε κρίθηκε ιδανικό απ' τους κατασκευαστές. ( Το ασήμι βρίσκεται συνήθως σε μικρή αναλογία μέσα σε κοιτάσματα μολύβδου.)
Όταν το ανακάλυψαν οι Ισπανοί κατακτητές έκαναν με δυναμίτες όλη την πόλη «χαλίκια» για να πάρουν το συνδετικό ασήμι...
«Περιστρεφόμενος» Ναός
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνος στις Βάσσες Αρκαδίας χτίστηκε από τον Ικτίνο με καθοδήγηση των Ιερέων των Δελφών μετά το 438 π.χ. και έχει διαστάσεις 39,8 x 16,1 μέτρα. Η πλαγιά του Λυκαίου όρους που χτίστηκε ο ναός σε υψόμετρο 1130 μέτρων και μόλις 100 μέτρα χαμηλότερα απ' την κορυφή του, διαμορφώθηκε τεχνητά σε οριζόντιο επίπεδο τμήμα αλλά ο ναός τοποθετήθηκε έκκεντρα αφήνοντας ελεύθερο χώρο βόρεια και δυτικά. Ο προσανατολισμός του δεν ακολουθεί την αρχαία συνήθεια ανατολής - δύσης, αλλά βορρά - νότου. Η είσοδος βρίσκεται στην βόρεια πλευρά, σαν να βλέπει στους Δελφούς! Εξωτερικά είναι Δωρικού ρυθμού αλλά εσωτερικά είναι Ιωνικού ρυθμού και οι κίονες κοσμούνται με Κορινθιακού τύπου κιονόκρανα δίνοντας εντελώς ασυνήθιστο αλλά πανέξυπνα αισθητικά ισορροπημένο σύνολο. Τα περισσότερα τμήματα του ναού είναι κατασκευασμένα από τοπικό γκρίζο ασβεστόλιθο, αλλά τα γλυπτά τμήματα που απαιτούσαν λεπτομέρεια έγιναν μαρμάρινα.
ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνος στις Βάσσες Αρκαδίας
Η κατασκευή των κιόνων που είναι από ελαφρά ασύμμετρα μέρη και σε αρθρωτή, σπονδυλωτή κατασκευή ενισχυμένη με σιδερένια τμήματα επενδυμένα με μόλυβδο, έδωσε στον ναό αξιοζήλευτη αντοχή στους σεισμούς.
Ο μαθηματικός κ. Στέλιος Πετράκης ανακάλυψε ότι ο ναός είναι έτσι χτισμένος που κάθε χρόνο να γλιστράει πάνω στην ειδική βάση του με γωνία τέτοια, που να στρέφεται κατά 50.2 δευτερόλεπτα της μοίρας κάθε χρόνο, στοχεύοντας στο ίδιο αστρικό σημείο, λόγω της κίνησης του άξονα της γης με περίοδο 25.920 ετών, ο «μεγάλος ενιαυτός» που αναφέρει ο Πλάτωνας. Πιο απλά, αν και κάθε 2.160 χρόνια αλλάζει ο αστερισμός του μεσουρανήματος (τώρα αφήνουμε τους Ιχθύς και μπαίνουμε στον Υδροχόο), ο ναός εξακολουθεί να στοχεύει στο ίδιο σημείο!
Ο ναός αν και παραμένει ένας απ' τους καλύτερα διασωθέντες ναούς της αρχαιότητας, λεηλατήθηκε απ' τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο που αφαίρεσε και τα γλυπτά του, αλλά και από άλλους αργότερα που αφαιρούσαν μέταλλα απ' την ειδικά κατασκευασμένη βάση του. Κάποια απ' τα γλυπτά αυτά με την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο. Μέχρι σήμερα η ακρίβεια στην προκαθορισμένη του τροχιά ακολουθείται σε εντυπωσιακό βαθμό (ιδιαίτερα συνυπολογίζοντας τις φθορές στην βάση του για αφαίρεση μετάλλων) προσανατολιζόμενος στο ίδιο αστρικό σημείο, κάπου στην «Υπερβόρεια πατρίδα του Απόλλωνα»!
Η Μεγάλη πυραμίδα
Η μεγάλη πυραμίδα της Αιγύπτου αποτελεί επίσης τεράστιο θέμα αρχιτεκτονικής μελέτης και προβληματισμού και ίσως το μνημείο στο οποίο έγινε σημαντική προσπάθεια να κωδικοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερη ανθρώπινη γνώση. Κατασκευασμένη από κομμένη πέτρα με μέσο βάρος κάθε λαξευμένου ογκόλιθου περίπου 2,5 τόνους, πέτυχε ανοχές αρμών της τάξεως του μισού χιλιοστού ή και λιγότερο. Στην αίθουσα του Βασιλιά μάλιστα η ανοχή εφαρμογής της λιθοδομής είναι μηδενική! Και στην αίθουσα του βασιλιά το πέτρωμα που χρησιμοποιήθηκε είναι γρανίτης του Ασουάν από τα σκληρότερα και πιο δυσκολοκατέργαστα είδη γρανίτη.
Οι πλαϊνές όψεις της πυραμίδας είναι τέσσερα όμοια ισόπλευρα τρίγωνα. Κάθε πλευρά της βάσης της έχει μήκος 146,6 μέτρα και το ύψος της πριν καταστραφεί ο ογκόλιθος της οροφής (αν υπήρχε τέτοιος...) ήταν 231,6 μέτρα
η μεγάλη πυραμίδα της Αιγύπτου
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι 100.000 εργάτες δούλευαν επί 20 χρόνια για την κατασκευή της πυραμίδας. Οι ογκόλιθοι μεταφέρονταν με σχεδίες στον Νείλο και από εκεί σέρνονταν στο εργοτάξιο. Αυτά χωρίς την χρήση του τροχού και πριν την γνώση του σιδήρου!
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαστάσεις της πυραμίδας. Το συνολικό μήκος των πλευρών της δια του διπλάσιου του ύψους της δίνει το π=3.1416. Το ύψος της επί 10 εκατομμύρια δίνει την απόσταση γης - ήλιου. Διπλασιάζοντας το μήκος του αθροίσματος των 4 πλευρών της, βρίσκουμε το αντίστοιχο ενός λεπτού μιας μοίρας στον Ισημερινό 1842.92 μέτρα. (σήμερα υπολογίζεται σε 1842.78.) Το βάρος της πυραμίδας (600.000 τόνοι) επί ένα δισεκατομμύριο δίνει το βάρος της γης. Το άθροισμα των διαγωνίων της δίνει 25.826, σχεδόν την διάρκεια ενός ζωδιακού κύκλου.
Στεγανωτικά
Η στεγανοποίηση κτιρίων ήταν από την αρχαιότητα ένα πρόβλημα που ζητούσε άμεση επίλυση. Είτε αναφερόμαστε στην στεγανοποίηση της οροφής ενός κτιρίου, είτε στην στεγανοποίηση των τοίχων του. Και πόσο μάλλον όταν μιλάμε για δεξαμενές συλλογής νερού ή άλλων υγρών ή και διαχείρισής τους, όπως στα υδραγωγεία.
Οι τρόποι με τους οποίους οι αρχαίοι μηχανικοί στεγανοποιούσαν στέγες, δεξαμενές και υδραγωγεία παρέμεινε για πολύ καιρό ένα ακόμη μυστικό προς εξιχνίαση. Χωρίς την χρήση υλικών στην μορφή που τα ξέρουμε σήμερα, πετύχαιναν εξίσου ικανοποιητικά αποτελέσματα. Υπάρχουν αναφορές για ενίσχυση της ποιότητας και αντοχής της οικοδομικής λάσπης με χρήση υλικών όπως αυγών, ασβέστη, μαλλιών από κατσίκες, αλλά μόνα τους δεν είναι αρκετά για την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος.
Δεξαμενές όπως των ορυχείων ασημιού του Λαυρίου και της Καμείρου στην Ρόδο έκαναν πια ξεκάθαρο ότι οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό που σήμερα ξέρουμε σαν τσιμέντο!
Στην ναυτιλία χρησιμοποιήθηκαν σαν στεγνωτικά κυρίως ρετσίνι από δένδρα και αργότερα πίσσα ή άλλα βαριά πετρελαιοειδή που συλλεγόντουσαν από
επιφανειακές πετρελαιοπηγές. Επίσης φυτικά προϊόντα σαν την γνωστή «τζίβα» που έχουν την ιδιότητα να διογκώνονται με το νερό σφραγίζοντας το πέρασμά του χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολύ.
Τσιμέντο
Αν και το τσιμέντο με την μορφή που το ξέρουμε σήμερα δεν φανταζόμαστε ότι υπήρχε στην αρχαιότητα, υπήρχε εφάμιλλο από μείγμα σβησμένου ασβέστη, με θηραϊκή γη και άμμο* - χαλίκι που έδινε τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα. Απλά σήμερα δεν χρησιμοποιούμε για το τσιμέντο μας έτοιμα ηφαιστειακά υλικά όπως οι αρχαίοι, αλλά τα ψήνουμε σε υψικαμίνους.
Σε αρκετές περιπτώσεις, η οικοδομική λάσπη που χρησιμοποιήθηκε ήταν έτσι φτιαγμένη που να προσεγγίζει ή και να ξεπερνάει σε ιδιότητες το σημερινό τσιμέντο. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όπως σε δεξαμενές νερού στα πλυντήρια των ορυχείων ασημιού στο Λαύριο, πέτυχαν και ένα τύπο μπετόν που είναι αδιαπέραστο από την ραδιενέργεια αλλά και από άλλες ακτινοβολίες. Το μυστικό προφανώς ήταν η υψηλή περιεκτικότητα της λάσπης σε μόλυβδο που εξορυσσόταν από τα γειτονικά ορυχεία.
Η δεξαμενή νερού της αρχαίας πόλης Καμείρου στην Ρόδο, χωρητικότητας 600 τόνων, αποτελεί άλλο σημείο εντυπωσιακής εκτεταμένης χρήσης του αρχαίου τσιμέντου σχεδόν από το 900 π.χ. Η αρχαιολογική ανακάλυψη και εξερεύνηση της Καμείρου (ολοκληρώθηκε περίπου το 1929) κατά την τουρκοκρατία με ειδική άδεια από την Κωνσταντινούπολη στους υπαλλήλους του Αγγλικού προξενείου στην Ρόδο Bigliotti και Saltzmann.
Παρόμοια ευρήματα συναντώνται και στην Κνωσό αλλά και σε αρκετές άλλες υδατοδεξαμενές της αρχαίας Ελλάδας. Αργότερα, εκτεταμένη χρήση τσιμέντου παρατηρείται και στον Ρωμαϊκό κόσμο. Το Πάνθεον, τα λουτρά του Καρακάλα, το Κολοσσαίο, το χρυσό παλάτι του Νέρωνα και άλλα διάσημα ρωμαϊκά έργα φτιάχτηκαν με την βοήθεια τσιμέντου. Υπάρχουν αναφορές και για χρήση του τσιμέντου και από άλλους λαούς όπως π.χ. στο Σινικό τείχος. Τσιμέντο συναντάμε και στους θόλους και τις αψίδες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.**
*Το κουρασάνι ή ρωμαϊκό κονίαμα ( ό όρος είναι μάλλον αδόκιμος, o σωστός όρος θα έπρεπε να είναι ελληνικό κονίαμα) είναι μια παραδοσιακή και πανάρχαια μέθοδος επιχρίσματος τοίχων που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην αρχαία Ελλάδα, τη Ρώμη και το Βυζάντιο.
**Διάφορα υλικά αναμεμειγμένα όπως ασβέστης, ξερά χόρτα, τρίχες ζώων, ασβεστόλιθος και ασπράδια αυγών απαρτίζουν την σύσταση του υλικού που χρησιμοποιούνταν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ως αδιαβροχοποιητικό υλικό και συναντάτε σε πολλά κτίσματα και γέφυρες σε όλη της Ελληνική επικράτεια έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το υλικό που χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι Έλληνες στα δικά τους κτίσματα.
Κατά την γνώμη μου, η Αρχιτεκτονική των Αρχαίων Ελλήνων είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, μια αρχιτεκτονική του «κόσμου». Πιστεύω ότι ο πιο ενδιαφέρων κλάδος της Αρχιτεκτονικής των Αρχαίων Ελλήνων είναι οι Μυκηναϊκές ακροπόλεις, καθώς έχουν μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.
Πάντως, πάνω στην Αρχιτεκτονική των Αρχαίων Ελλήνων βασίστηκαν πολλές αρχιτεκτονικές, όπως και η μοντέρνα σημερινή αρχιτεκτονική. Τα σχήματα, οι κύκλοι και οι καμπύλες βασίζονται στα αρχαία μαθηματικά, που τα ανέπτυξαν κυρίως οι αρχαίοι Έλληνες.
Στην Αρχαία Ελλάδα ο ναός ήταν το πιο σημαντικό κτίριο.Οι πρώτοι ναοί που κατασκευάστηκαν από πέτρα άρχισαν να εμφανίζονται τον 6ο αιώνα.Οι ελληνικοί ναοί δεν χρησιμοποιούνται ως χώροι λατρείας, αλλά μάλλον ως μνημεία στην αγαπημένους τους θεούς και θεές.Μερικά από τα καλύτερα παραδείγματα Ελληνικών ναών,βρίσκονται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την αρχαία αυτοκρατορία τους,που εκτείνεται σε διάφορες περιοχές,όπως η Ιταλία,στην οποία βρίσκονται μερικά από τα πιο καλά διατηρημένα μνημεία Ελληνικών ναών.
Ας ξεκινήσουμε να αριθμούμε ένα προς ένα,και γράφοντας δύο λόγια για το κάθε μνημείο.
1. Παρθενώνας
Ο Παρθενώνας, βρίσκεται στην κορυφή της Ακρόπολης,και είναι ένα μνημείο αφιερωμένο στη θεά Αθηνά, τη θεά της σοφίας.
Ο Παρθενώνας χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα,και κατασκευάστηκε αρχικά για να αντικαταστήσει ένα παλαιότερο ναό που καταστράφηκε από τους Πέρσες. Το άγαλμα της Αθηνάς που βρισκόταν στον ναό ήταν φτιαγμένο από ελεφαντοστούν, ασήμι και χρυσό, αλλά δυστυχώς εκλαπεί και αργότερα καταστράφηκε.
2. Κοιλάδα των ναών
Αν και βρίσκεται στη Σικελία στην Ιταλία, οι ναοί που βρίσκονται στην Κοιλάδα των Ναών είναι μερικά από τα πιο σημαντικά παραδείγματα της Ελληνικής αρχιτεκτονικής
Η κοιλάδα των νάων είναι παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO,και περιλαμβάνει ναούς αφιερωμένους στον Ηρακλή,στην Γιούνο (λατ. IVNO) που ήταν κύρια ρωμαϊκή θεότητα, αντίστοιχη με την Ήρα της ελληνικής μυθολογίας και την Concordia που στην αρχαία ρωμαϊκή θρησκεία ,είναι η θεά που ενσαρκώνει τη συμφωνία στο γάμο και την κοινωνία.
3 Ναός του Ηφαίστου
Ο Ναός του Ηφαίστου, ήταν αφιερωμένος στο θεό των μετάλλων,της εργασίας και της δεξιοτεχνίας ,και βρίσκεται βορειοδυτικά της Αγοράς των Αθηνών.
Ο Ναός του Ηφαίστου είναι ο καλύτερα διατηρημένος Ελληνικός ναός στον κόσμο σήμερα.Το σχεδίασε ο Ικτίνος ο αρχιτέκτονας ο οποίος βοήθησε επίσης να σχεδιαστεί και ο Παρθενώνας.
4 Paestum (Ποσειδωνία)
Paestum ήταν αρχικά μια αρχαία ελληνική πόλη που βρίσκεται στη νότια Ιταλία και περιλαμβάνει τρεις (3) καλοδιατηρημένους ναούς.
Ο παλαιότερος ναός των τριών, ο Ναός της Ήρας, θεάς του γάμου και του τοκετού χτίστηκε το 550 π.Χ. και ο άλλος ναός, αφιερωμένος πάλι στην Ήρα χτίστηκε σε κοντινή χρονική απόσταση περίπου εκατό χρόνια αργότερα. Ο τελευταίος είναι ο Ναός της Αθηνάς, που χτίστηκε το 500 π.Χ..
5.Δωρικός ναός της Segesta
Ο δωρικός ναός της Segesta.βρίσκεται λίγο έξω από την αρχαία πόλη της Segesta.
Σήμερα ο ναός βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Σικελίας. Ο δωρικός ναός της Segesta κατασκευάστηκε στις αρχές του 5 ου αιώνα και διαθέτει έξι από δεκατέσσερις στήλες.Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ο ναός δεν τελείωσε ποτέ.
6 Ναός του Επικούριου Απόλλωνα
Βρίσκεται στην Πελοπόννησο,στον αρχαιολογικό χώρο Βάσσες.
Ο ναός είναι ευθυγραμμισμένος στον άξονα Βορράς-Νότος και όχι Ανατολικά-Δυτικά σύμφωνα με τα Ελληνικά αρχιτεκτονικά πρότυπα.Αυτό ίσως οφείλεται στον περιορισμένο χώρο που βρίσκεται σε μια απότομη πλευρά του βουνού.
7 Ερέχθειο
Το Ερέχθειο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης στην Αθήνα. Ο ναός είναι αφιερωμένος στον Έλληνα ήρωα Εριχθόνιο.
Η πιο διάσημη πτυχή του είναι φυσικά η βεράντα που υποστηρίζεται από 6 γυναικεία αγάλματα γνωστά ως Καρυάτιδες.
8 Ναός του Δία στην Κυρήνη
Ο ναός του Δία στην Κυρήνη,βρίσκεται στην αρχαία ελληνική αποικία της Λιβύη, και χρονολογείται τον 5ο αιώνα π.Χ
Το παρελθόν του ναού έχει ενδιαφέρον καθώς καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές.Το 115 μ.Χ ο ναός καταστράφηκε από μια Εβραική εξέγερση, και αποκαταστάθηκε έκτοτε 5 φορές από την Ρωμαική τάξη.Ο ναός στη συνέχεια γκρεμίστηκε το 365 μ.Χ από σεισμό.Σήμερα στέκεται με τις προσπάθειες Βρετανών και Ιταλών αρχαιολόγων.
9.Ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο
Στην άκρη της χερσονήσου της Αττικής βρίσκεται ο ερειπωμένος ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, και περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές από θάλασσα δημιουργώντας μερικά από τα πιο όμορφα τοπία που συνοδεύουν ένα ελληνικό ναό.
Πλήρης ο ναός έμοιαζε με αυτόν του Ηφαίστου, γεγονός που υποδηλώνει ότι ήταν ο ίδιος αρχιτέκτονας.
10. Ναός του Ολυμπίου Διός
Ο Ναός του Ολυμπίου Διός βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Ελάδας την Αθήνα, και είναι ένας κολοσσιαίος ερειπωμένος ναός που ήταν αφιερωμένος στο Δία.
Ο ναός άρχισε να κατασκευάζεται τον 6ο αιώνα π.Χ.,και τελείωσε τον 2ο μ.Χ αιώνα.Ήταν γνωστός ως ο μεγαλύτερος και πιο εντυπωσιακός ναός στην Ελλάδα, αλλά σήμερα υπάρχουν μόνο θραύσματα.
ΠΆΜΕ ΤΏΡΑ ΝΑ ΔΟΎΜΕ ΔΥΟ
ΕΚ ΔΙΑΜΈΤΡΟΥ
ΑΝΤΊΘΕΤΕΣ ΑΠΌΨΕΙΣ
ΓΙΑ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΉ ΤΩΝ ΝΑΏΝ. ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ ΔΙΚΆ ΣΑΣ
Η ΘΑΜΜΈΝΗ
ΕΛΛΆΔΑΑρχαίοι Ελληνικοί Ναοί & Τοποθεσίες Αρχαιολογικού
https://www.google.com/maps/d/u/0/viewer?msa=0&mid=z6LkpKDyp6b4.kdAyVvVXQWF4