Στην Βυζαντινή εποχή υπήρχαν ειδικοί δάσκαλοι, που δίδασκαν την κολακεία σε ενδιαφερόμενους, που ήθελαν να πετύχουν κάποια θέση στα ανάκτορα. Όλοι αυτοί ονομάζονταν «αυλοκόλακες» και πολλές φορές με την κολακεία τους, κατάφερναν να φτάσουν σε μεγάλα αξιώματα και να γίνουν τύραννοι του λαού. Κάποτε, σε μια λαϊκή εξέγερση, μερικοί επαναστάτες έπιασαν τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το Β' και του έκοψαν τη μύτη! Και οι εφτά τότε κόλακές του, έκοψαν κι αυτοί τη δική τους μύτη, για να μη υπερέχουν σε τίποτα από αυτόν. Όταν ο Αυτοκράτορας ήθελε να καβαλήσει το άλογό του, οι κόλακες μάλωναν μεταξύ τους ποιος θα πρωτοσκύψει για να πατήσει επάνω στην πλάτη του ο αυτοκράτορας. Άλλοτε πάλι, για να μη λερώσει τα κόκκινα σανδάλια του, οι κόλακες έπεφταν κατάχαμα μέσα στις λάσπες και τις ακαθαρσίες, ενώ ο αφέντης πατούσε επάνω τους, για να μπει στο παλάτι του. Από την τελευταία αυτή ταπεινή πράξη των αυλοκολάκων έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «θα γίνω χαλί να με πατήσεις», που τη λέμε συνήθως, όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον, από τον οποίο ζητάμε μια χάρη, ή να τον ευχαριστήσουμε για κάποιο σκοπό.
.
Κάνει την πάπια.
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδάτορας- ονομαζόταν Παπίας. Με τον καιρό αυτό το όνομα έγινε τιμητικός τίτλος, που δίνονταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Κάποτε – όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β’ – Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες. Όταν κάποιος τού παραπονιόταν πως τον αδίκησε έλεγε υποκριτικά «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Πως μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;» Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο.
Γι’ αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λεει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του έλεγαν ειρωνικά «Ποιείς τον Παπία;» Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Έμεινε στα κρύα του λουτρού.
Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο, και στα μικτά (αντρών και γυναικών) ατμόλουτρα (χαμάμ) τα οποία ήταν πολύ διαδεδομένα. Με την σύνοδο της Λαοδικείας, όμως και σύμφωνα με τον Λ' κανόνα της, απαγορεύτηκαν τα μικτά λουτρά. Τις πρώτες, ωστόσο, μέρες της απαγόρευσης, παρόλο την απαγόρευση, πολλοί αδιαφορούσαν και πήγαιναν να πάρουν εκεί το μπάνιο τους. Αλλά μόλις άρχιζαν το λούσιμο τους, τους έκοβαν το ζεστό νερό και έτρεχε μόνο κρύο. Από αυτό, βγήκε και η φράση: «έμεινε στα κρύα του λουτρού».
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς.
Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο, τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα, για να ξαναρχίσουν πάλι τέλη Σεπτεμβρίου. Έτσι κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φαει το ξύλο του. Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε και η φράση: «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του», που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.
Μάλλιασε η γλώσσα μου.
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο, που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η γλώσσα μου», που την λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Μας άλλαξαν τα φώτα.
Οι
Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, με έναν απάνθρωπο τρόπο.
Τους κρέμαγαν και τους έβαζαν φωτιά στα πόδια, αφήνοντας τους να
καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την
εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο
κόλπο. Αργότερα όμως η τιμωρία αυτή θεώρησε βάρβαρη και οι εγκληματίες
αντικαταστάθηκαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να
καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα».
Τον έσπασα στο ξύλο.
Στο Βυζάντιο όταν ο δικαστής έβγαζε την απόφαση να τιμωρηθεί κάποιος που είχε υποπέσει σε παράπτωμα, τότε του επέβαλλαν την ποινή της μαστίγωσης. Το μαστίγωμα -που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός-ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί». Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ . Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: «τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους.
Στο Βυζάντιο όταν ο δικαστής έβγαζε την απόφαση να τιμωρηθεί κάποιος που είχε υποπέσει σε παράπτωμα, τότε του επέβαλλαν την ποινή της μαστίγωσης. Το μαστίγωμα -που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός-ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί». Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ . Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: «τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους.
.
Αυτός θέλει ξύλο με βρεγμένη σανίδα/ Θα στις βρέξω.
Είναι συνηθισμένη η φράση που άκουμε από μικρή ηλικία: «Κάτσε ήσυχα, γιατί θα στις βρέξω» ή «τους τις έβρεξα για τα καλά», δηλαδή τον ξυλοκόπησα για τα καλά. Θα σου τις βρέξω σημαίνει, ότι θα του καταφέρω χτυπήματα βροχηδόν. Στα παλιά τα χρόνια, όταν κάποιον τον έβαζαν στη φάλαγγα (τρόπος βασανισμού), πριν του χτυπήσουν τα πόδια του με μια βίτσα, του τα έβρεχαν γιατί έτσι θα πονούσε περισσότερο. Γνωστό επίσης είναι ότι στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς και στο Βυζάντιο, οι λιποτάκτες, οι δειλοί, οι προδότες, τιμωρούνταν με τη «φάλαγγα». Η φάλαγγα ήταν ένα ξύλινο ικρίωμα, ένα μέτρο ψηλό, που είχε δυο τρύπες στη μέση. Στις τρύπες αυτές περνούσαν γυμνά τα πόδια του τιμωρημένου, ο οποίος βρισκόταν έτσι μισοκρεμασμένος από το πίσω μέρος του ικριώματος. Σε εκείνη τη θέση λοιπόν, όλοι οι συμπατριώτες του - ακόμη και οι πιο στενοί συγγενείς του - ήταν υποχρεωμένοι με ειδικό νόμο, να του δώσουν δεκατρία χτυπήματα, στις γυμνές πατούσες. Πριν όμως τον δείρουν έβρεχαν τις βίτσες τους , κι αυτό γιατί τα χτυπήματα έτσι ήταν πιο οδυνηρά.
Είναι συνηθισμένη η φράση που άκουμε από μικρή ηλικία: «Κάτσε ήσυχα, γιατί θα στις βρέξω» ή «τους τις έβρεξα για τα καλά», δηλαδή τον ξυλοκόπησα για τα καλά. Θα σου τις βρέξω σημαίνει, ότι θα του καταφέρω χτυπήματα βροχηδόν. Στα παλιά τα χρόνια, όταν κάποιον τον έβαζαν στη φάλαγγα (τρόπος βασανισμού), πριν του χτυπήσουν τα πόδια του με μια βίτσα, του τα έβρεχαν γιατί έτσι θα πονούσε περισσότερο. Γνωστό επίσης είναι ότι στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς και στο Βυζάντιο, οι λιποτάκτες, οι δειλοί, οι προδότες, τιμωρούνταν με τη «φάλαγγα». Η φάλαγγα ήταν ένα ξύλινο ικρίωμα, ένα μέτρο ψηλό, που είχε δυο τρύπες στη μέση. Στις τρύπες αυτές περνούσαν γυμνά τα πόδια του τιμωρημένου, ο οποίος βρισκόταν έτσι μισοκρεμασμένος από το πίσω μέρος του ικριώματος. Σε εκείνη τη θέση λοιπόν, όλοι οι συμπατριώτες του - ακόμη και οι πιο στενοί συγγενείς του - ήταν υποχρεωμένοι με ειδικό νόμο, να του δώσουν δεκατρία χτυπήματα, στις γυμνές πατούσες. Πριν όμως τον δείρουν έβρεχαν τις βίτσες τους , κι αυτό γιατί τα χτυπήματα έτσι ήταν πιο οδυνηρά.
.
Άστον να κουρεύεται.
Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν συνηθισμένο και αγαπημένο το θέαμα της διαπόμπευσης. Οι τιμωρούμενοι ήταν οι κλέφτες, οι μεθυσμένοι, και αντάρτες, πολλές φορές όμως και εξέχοντα πρόσωπα. Πρώτα τους κούρευαν, τους μουτζούρωναν με τις παλάμες τους που είχαν γεμίσει με κάρβουνο, (εξού και η Μούντζα), και ύστερα άρχιζε η περιφορά στους δρόμους και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων. Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο, αφού τους πετούσαν τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια, ενώ τους κρέμαγαν και κουδούνια.
Βγήκε ασπροπρόσωπος.
Στο Βυζάντιο πολλές φορές, αντί να αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευμένου με κάρβουνο, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς. Όταν κατά την ανάκριση αποδεικνυόταν πώς κάποιος ήταν αθώος, τότε παρουσιαζόταν στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος ήταν μουτζουρωμένος (μαυροπρόσωπος). Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου.
Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν συνηθισμένο και αγαπημένο το θέαμα της διαπόμπευσης. Οι τιμωρούμενοι ήταν οι κλέφτες, οι μεθυσμένοι, και αντάρτες, πολλές φορές όμως και εξέχοντα πρόσωπα. Πρώτα τους κούρευαν, τους μουτζούρωναν με τις παλάμες τους που είχαν γεμίσει με κάρβουνο, (εξού και η Μούντζα), και ύστερα άρχιζε η περιφορά στους δρόμους και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων. Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο, αφού τους πετούσαν τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια, ενώ τους κρέμαγαν και κουδούνια.
Βγήκε ασπροπρόσωπος.
Στο Βυζάντιο πολλές φορές, αντί να αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευμένου με κάρβουνο, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς. Όταν κατά την ανάκριση αποδεικνυόταν πώς κάποιος ήταν αθώος, τότε παρουσιαζόταν στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος ήταν μουτζουρωμένος (μαυροπρόσωπος). Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου.
Του έψησε το ψάρι στα χείλη.
Ο
λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες
της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι,
μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως,
ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αλλά πολλοί καλόγεροι κρυφά δεν τηρούσαν την
νηστεία. Αν τύχαινε λοιπόν κάποιος απ’ αυτούς να πέσει στην αντίληψη των
άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο
ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές. Κάποτε
λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε
μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε
φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία:
Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω
έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο
Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς
πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη».
.
Τον πήραν στο ψηλό.
Στο Βυζάντιο, συχνά ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν. Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό».
Τον κόλλησε στον τοίχο.
Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι. Το... αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει.
Του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι.
Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν' ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι».
Στο Βυζάντιο, συχνά ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν. Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό».
Τον κόλλησε στον τοίχο.
Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι. Το... αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει.
Του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι.
Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν' ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι».
.
.
Του μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά.
Οι Βυζαντινοί ήταν άφθαστοι να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ' αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά ένα «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι' αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο Ιουλιανός θύμωσε, μα παραδέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ' αφτιά του ωτακουστή... ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση: «του μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά».
Πέθανε στην ψάθα.
Οι Βυζαντινοί ήταν άφθαστοι να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ' αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά ένα «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι' αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή. Ο Ιουλιανός θύμωσε, μα παραδέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ' αφτιά του ωτακουστή... ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση: «του μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά».
Πέθανε στην ψάθα.
Στην
Κωνσταντινούπολη, την περίοδο της παντοδυναμίας της, υπήρχαν αρκετές
συνοικίες που οι κάτοικοί της ζούσαν πολύ φτωχά. Αρκετοί μάλιστα δεν
είχαν καν ρούχα να φορέσουν και βολεύονταν με παλιοκούρελα, με τα οποία
σκέπαζαν το γυμνό σώμα τους. Τα σπίτια τους ήταν αληθινές τρώγλες και
όταν τύχαινε να πέσει καμιά επιδημία, πέθαιναν κάθε μέρα εκατοντάδες
άνθρωποι χωρίς να τους παρασχεθεί καμιά βοήθεια. H χειρότερη συνοικία
της Κωνσταντινούπολης ήταν η Μπάρα, που την κατοικούσαν αποκλειστικά
εταίρες και άποροι. Οι τελευταίοι δεν είχαν δει στη ζωή τους κρεβάτι και
κοιμόντουσαν πάνω σε ψάθες που έφτιαχναν οι ίδιοι. Από τότε όταν
πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός λέμε, «αυτός πέθανε στην ψάθα».
.
Πήρε το κρίμα στον λαιμό του.
Στην
εποχή του Βυζαντίου, όταν κάποιος πλούσιος καταδικαζόταν να μείνει στη
φυλακή είχε το δικαίωμα να βάλει κάποιον άλλον στη θέση του, τον οποίο
βέβαια πλήρωνε πλουσιοπάροχα. Φυσικά το δικαίωμα αυτό δεν το είχαν οι
βαρυποινίτες, αλλά μόνον όσοι καταδικάζονταν με φυλάκιση το πολύ μέχρι
έναν χρόνο. Οι άνθρωποι εκείνοι που δέχονταν να μπουν στη φυλακή στη
θέση των πλουσίων καταδικασθέντων ονομάζονταν «κριματάρηδες», επειδή έπαιρναν τα αμαρτήματα των άλλων επάνω τους. Από τότε έμεινε στις νεώτερες γενιές η φράση «πήρε το κρίμα στον λαιμό του».
Τα έβγαλε στη φόρα.
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος «κηρύκων», που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά. Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα -χωρίς, όμως, αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία- ο «κήρυκας» αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν, σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σ' ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να τον ακούσει, άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο: «Αδελφοί του Χριστού», έλεγε, «ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από το θεό και τους νόμους. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, γι' αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να 'ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κλπ.». Οι «κήρυκες» αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως, ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά («φόρουμ» στα λατινικά), για να έχει ήσυχη τη συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαλε στο φόρουμ που σημαίνει στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε.
Τα έβγαλε στη φόρα.
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος «κηρύκων», που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά. Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα -χωρίς, όμως, αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία- ο «κήρυκας» αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν, σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σ' ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να τον ακούσει, άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο: «Αδελφοί του Χριστού», έλεγε, «ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από το θεό και τους νόμους. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, γι' αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να 'ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κλπ.». Οι «κήρυκες» αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως, ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά («φόρουμ» στα λατινικά), για να έχει ήσυχη τη συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαλε στο φόρουμ που σημαίνει στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε.
.
Τύπος και υπογραμμός.
Στα σχολεία της κατώτερης εκπαίδευσης των Βυζαντινών χρόνων, ο δάσκαλος που πρωτομάθαινε τους αρχάριους γραφή, έπαιρνε την πλάκα του μαθητή και έγραφε στην αρχή της με όλη την καλλιγραφική ικανότητα, πρώτα γράμματα κι αργότερα λέξεις και φράσεις. Ύστερα τραβούσε μια γραμμή κάτω από αυτό το υπόδειγμα, για να συνεχίσει κατόπιν ο μαθητής. Αυτό ακριβώς το υπόδειγμα λεγόταν τύπος και υπογραμμός .
Έγινε στο πι και φι.
Στα σχολεία του Μεσαίωνα οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί σε αφάνταστο βαθμό. Όταν μάθαιναν στα παιδιά τα χειλόφωνα σύμφωνα – δηλαδή το πι, το βήτα και το φι – τους έλεγαν ότι έπρεπε να τα απαγγείλουν γρήγορα και με καθαρή άρθρωση.
Και οι τοίχοι έχουν αφτιά.
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν, κυρίως, τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά- ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, να πούμε, ένα είδος «μικρόφωνου» της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία». Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι τοίχοι αφτιά». Και ο λόγος - η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ’ ένα από τα μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε πιάνο και τραγούδησε η ανιψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση «έχουνε και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από τους κατασκόπους των Βαυαρών.
.
Στα σχολεία της κατώτερης εκπαίδευσης των Βυζαντινών χρόνων, ο δάσκαλος που πρωτομάθαινε τους αρχάριους γραφή, έπαιρνε την πλάκα του μαθητή και έγραφε στην αρχή της με όλη την καλλιγραφική ικανότητα, πρώτα γράμματα κι αργότερα λέξεις και φράσεις. Ύστερα τραβούσε μια γραμμή κάτω από αυτό το υπόδειγμα, για να συνεχίσει κατόπιν ο μαθητής. Αυτό ακριβώς το υπόδειγμα λεγόταν τύπος και υπογραμμός .
Έγινε στο πι και φι.
Στα σχολεία του Μεσαίωνα οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί σε αφάνταστο βαθμό. Όταν μάθαιναν στα παιδιά τα χειλόφωνα σύμφωνα – δηλαδή το πι, το βήτα και το φι – τους έλεγαν ότι έπρεπε να τα απαγγείλουν γρήγορα και με καθαρή άρθρωση.
Και οι τοίχοι έχουν αφτιά.
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν, κυρίως, τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά- ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, να πούμε, ένα είδος «μικρόφωνου» της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία». Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι τοίχοι αφτιά». Και ο λόγος - η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ’ ένα από τα μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε πιάνο και τραγούδησε η ανιψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση «έχουνε και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από τους κατασκόπους των Βαυαρών.
.
Κάθομαι στ’ αγκάθια.
Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι -μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης- ήρθαν να κυριέψουν το Μωρία με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, πολλούς κόπους και θυσίες, κατόρθωσαν, ύστερα από σαρανταένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωρία. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ’ όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ’ αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους. Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ' ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια. Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν. Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθομαι σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.
Τα βρήκε μπαστούνια.
Χρησιμοποιούμε σήμερα την παροιμιώδη φράση «τα βρήκα μπαστούνια»,
όταν θέλουμε να πούμε ότι συναντήσαμε σοβαρά εμπόδια και δυσκολίες σε
κάτι που επιχειρήσαμε να κάνουμε. Ο πολύς κόσμος, πιστεύει λανθασμένα
ότι με τον όρο «μπαστούνια» εννοούνται οι φιγούρες τις τράπουλας ή
τα πραγματικά μπαστούνια (μαγκούρες), κάτι όμως το οποίο δεν είναι
σωστό. Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που
έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο
συγκεκριμένα από μια μονομαχία. Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του
φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν
στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι ευγενείς έκαναν
ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές
ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20
χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα,
Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που
φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την
πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε
μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ’ αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε
τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα,
καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του
Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο
ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν
για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ
αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το
βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος. Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» .
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.
Ίσως
η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας.
Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα»,
που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να
έρθεις στην κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν
από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο
συνάντησης τους την κορυφή του λόφου.
.
Δεν περνά η μπογιά της.
Ο Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την θεοφύλακτη Πόλη κι αντίκρισαν τις βυζαντινές δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό. Για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια. Ξεκολλούσαν τις τρίχες των ποδιών τους μ' ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα. Οι καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά τ' αγόραζαν και αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους, για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους. Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες, οι αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το βασιλιά του να πηγαίνει με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασίλισσα: «Δεν περνά πια η μπογιά της». Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.
Ο Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την θεοφύλακτη Πόλη κι αντίκρισαν τις βυζαντινές δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό. Για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια. Ξεκολλούσαν τις τρίχες των ποδιών τους μ' ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα. Οι καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά τ' αγόραζαν και αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους, για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους. Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες, οι αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το βασιλιά του να πηγαίνει με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασίλισσα: «Δεν περνά πια η μπογιά της». Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.
Του τα 'ψαλα από την καλή κι από την ανάποδη.
Το
Σεπτεμβρίου του 1155, σε ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, συνέβησαν
τέτοια έκτροπα, ώστε ο ίδιος ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ
Κομνηνός διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές της σκληρής
εκείνης εποχής. Πολλοί τυφλώθηκαν τότε, άλλοι εξορίστηκαν κι αυτοί που
ρίχτηκαν στα φοβερά μπουντρούμια των φυλακών του Επταπυργίου, ήταν
υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά είκοσι ώρες το
εικοσιτετράωρο. Οι φύλακες παρακολουθούσαν άγρυπνα. Όσους έβλεπαν να
σταματούν έστω και για ένα λεπτό, τους βίαζαν να συνεχίσουν. Οι
προσευχές διαβαζόντουσαν μέσα σε χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν
λοιπόν, οι προσευχές τελείωναν αντί να τις πιάσουν από την αρχή, έπρεπε
να τις διαβάσουν από το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα. Από αυτό
βγήκαν οι φράσεις «του τα ψαλα από την καλή κι από την ανάποδη» και «τα έμαθα απ έξω κι ανακατωτά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.
Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε.
Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε.
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στους κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους».
Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως
ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να
φτιάχνουν ψωμί. Κάποτε σ’ ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί
στρατιώτες σ’ ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο
το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ’
αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την
παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να
τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος.
Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν’
αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον
βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν
ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Ύστερα
τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν
ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.Από τότε έμεινε ο λόγος σαν παροιμιώδης
έκφραση, αν και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως το πρώτο μισό της φράσης
(μπάτε σκύλοι) για να δηλώσει το «ξέφραγο αμπέλι».
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο. Την εποχή λοιπόν που οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν την Πόλη, χρησιμοποιούσαν εμπορικά πλοία στα οποία έδεναν ένα μικρό καραβάκι από πίσω, προκειμένου να μεταφέρουν τα πυρομαχικά. Το καραβάκι αυτό είχε σχήμα αχλαδιού. Έτσι λοιπόν όταν οι φρουροί των τειχών έβλεπαν ένα τέτοιο πλοίο καταλάβαιναν από το καραβάκι ότι ήταν πολεμικό και όχι εμπορικό. Φώναζαν λοιπόν για να προειδοποιήσουν τους υπολοίπους «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», αναφερόμενοι στο καραβάκι με τα πυρομαχικά.
.
.Καρφί δεν του καίγεται.
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να ’χει σαράντα χιλιάδες κάτοικους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους. Παρ όλ' αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα. Κι ένα απ' όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια. Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να ’χει σαράντα χιλιάδες κάτοικους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους. Παρ όλ' αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα. Κι ένα απ' όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια. Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
.
Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος.
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος»
λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή
μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο
γάμος του να γίνει παροιμιώδης; Ο ιππότης Ιωάννης ο Κουτρούλης, που
πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το
συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή
συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη
γυναίκα.Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη
εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του
επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και
επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το
φαντάζεται. Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά
χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του
1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε
διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου
Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλυμένος,
αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη
Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επιτρέψτε την με τις ευχές της
εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν
είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε,
για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε.
Φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του
Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν
για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα
της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν
αναμφίβολα η φράση «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».
Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε
έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου,
αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου
συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των
γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης. Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς»
και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης. Η φράση
έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο
σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο
σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.
Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.
Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.
Ο
Παντελής Αστραπογιαννάκης ήταν Κρητικός. Όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη
Μεγαλόνησο, πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του.
Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα
κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο κουράγιο στους νησιώτες, τους
υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως και
με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να
καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν να απελπίζονται. Μα ο
Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει
ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως δεν τα
πίστευαν πια. Όταν λοιπόν, ο Παντελής Αστραπογιαννάκης πήγαινε να τους
μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν : «ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.»
Φτηνά τη γλιτώσαμε.
Όταν
οι Φράγκοι κυβερνούσαν την Ελλάδα, οι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα, από
τους κατακτητές, που είχαν κατακλύσει τον τόπο μας. Μια από τις
χειρότερες πληγές της εποχής εκείνης, ήταν προπαντός η βαριά φορολογία,
που επέβαλαν κάθε τόσο στους κατοίκους. Φορολογία στους γονείς που είχαν
περισσότερα από τέσσερα παιδιά, φορολογία στους αγρότες που έτρεφαν
ζωντανά, φορολογία στα σπίτια που άναβαν τζάκι το χειμώνα, φορολογία στο
νερό που έπιναν. Με δυο λόγια, ήταν μια εποχή, που όλοι οι Έλληνες,
πλούσιοι και φτωχοί δούλευαν αποκλειστικά για τους δυνάστες τους.Όταν
λοιπόν, κανείς από αυτούς δεν είχε να πληρώσει τους απαραίτητους φόρους,
συλλαμβανόταν αμέσως, για να κλειστεί στα φοβερά μπουντρούμια. που
είχαν γίνει φυλακές. Εκεί, έπειτα οπό μερικές μέρες, ερχόταν ένας
απεσταλμένος του Φράγκου διοικητή της περιφέρειας και του πρότεινε δύο
πράγματα: Ή να δουλέψει δωρεάν στα κτήματα των Φράγκων ή να μείνει σε
όλη του τη ζωή σχεδόν, κλεισμένος στη φυλακή. Φυσικά από τις δυο αυτές
προτάσεις, ο κρατούμενος διάλεγε πάντοτε την πρώτη και μάλιστα με
ευγνωμοσύνη για την…καλοσύνη του άρχοντα. Γιατί ήταν η μοναδική λύση
στις τραγικές εκείνες στιγμές που περνούσε. Από το γεγονός αυτό έμεινε
ως τα χρόνια μας η φράση: «Φτηνά τη γλιτώσαμε».
Είμαστε για τα πανηγύρια.
Είμαστε για τα πανηγύρια.
Στην
Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους
απ’ όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την
κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτά σαν
να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : «είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης.
.
Αμπρακατάμπρα.
Στα μουσεία της Ευρώπης σώζονται πλουσιότατες συλλογές από φυλαχτά των «Γνωστικών» -χριστιανικής αίρεσης των πρώτων αιώνων –πάνω στα οποία είναι χαραγμένη με ελληνικούς χαρακτήρες η λέξη «ΑΒΡΑΣΑΞ».
Η λέξη αυτή αντιπροσωπεύει τον αριθμό 365, που αντιστοιχεί στις ημέρες
του χρόνου και στους 365 ουρανούς. Επρόκειτο Σε άλλα φυλαχτά πάλι
διαβάζει κανείς τη λέξη «Αβλαναθαναλάβα», που είχε δύο σημασίες: «Είσαι ο πατήρ μας» ή «πάτερ ελθέ πρός Ημάς».
Ένας γιατρός της εποχής εκείνης, ο Κουίντος Σέρβιος, διέταξε τους
ασθενείς του να γράφουν πολλές φορές μερικές παράδοξες φράσεις
κατακόρυφα πάνω σε κομμάτια δέρματα, παραλείποντας από ένα γράμμα σε
κάθε γραμμή. Έτσι σχηματιζόταν ένας ανεστραμμένος κώνος, τον οποίο ο
άρρωστος έπρεπε να κρεμάσει όχι στο λαιμό του, αλλά στην πλάτη του. Ο
περίφημος πάλι γιατρός Μαρκέλλης , συμβούλευε σοβαρότατα εκείνους που
υπόφεραν από τα μάτια τους , να γράφουν πάνω σε μια μαύρη πλάκα με
κιμωλία λέξεις σαν αυτές : «Αραμαράμα», «ξεναξενόξης» κλπ. Ωστόσο, μια από τις ακατανόητες αυτές λέξεις , που ήταν επίσης όρος ιερός και που έμεινε ως τα χρόνια μας, είναι η «Αμπρακατάμπρα». Την αναφέρουμε δε και σήμερα αστειευόμενοι, για εκείνους που συνήθως δεν ξέρουν τι λένε ή κάνουν μαγικά κόλπα.
.
Κάθε κατεργάρης στον μπάγκο του.
Παλαιότερα σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια. Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά. Συνήθως οι περισσότεροι κωπηλάτες, ήταν κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων - δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης δηλ. άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.). Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει τον πλου του, έπρεπε ο κάθε : «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το Ιταλικό ρanco)! Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».
Παλαιότερα σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια. Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά. Συνήθως οι περισσότεροι κωπηλάτες, ήταν κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων - δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης δηλ. άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.). Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει τον πλου του, έπρεπε ο κάθε : «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το Ιταλικό ρanco)! Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Στην
εποχή, όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννινα ο Αλί Πασάς, είχε μπει φόρος
ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν
μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που
του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλί Πασά. Αλλά φτωχοί καθώς ήταν
όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι
άνθρωποι του Αλί τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη
τη νύχτα τραβήξει. Ο γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να
καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι
στρατιώτες του Αλί Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σε ανάλογες περιπτώσεις.
Τα μυαλά σου και μια λίρα.
Τα μυαλά σου και μια λίρα.
Την
εποχή της Τουρκοκρατίας, υπήρχε στην Αθήνα ένας τεράστιος Αλβανός, πού
ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Αυτός γύριζε στα σπίτια των Ελλήνων και
εισέπραττε τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Κρατούσε μάλιστα στα χέρια του
ένα ρόπαλο και απειλούσε ότι θα σπάσει το κεφάλι σε όποιον δεν του έδινε
μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο φόρος, κάθε έξι μήνες.
Ήταν όμως τόσο χαζός πού δεν ξεχώριζε τα διάφορα νομίσματα, έτσι
ορισμένοι Έλληνες όταν δεν είχαν να πληρώσουν γυάλιζαν μπρούτζινες
δεκάρες και του τις έδιναν για χρυσές. Από τότε έμεινε αυτή η φράση πού
την λέμε για τούς ελαφρόμυαλους.
Μου έφυγε το καφάσι.
Στα Τούρκικα «καφάς» θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε : «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.
Μου έφυγε το καφάσι.
Στα Τούρκικα «καφάς» θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε : «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.
Έφαγα χυλόπιτα.
Γύρω
στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος
ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.
Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο.
Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους
τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα – και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε
πρωί, τελείως νηστικοί.
Δεν χαρίζω κάστανα.
Στα
1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους
καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά
που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα
πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να
πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι
Μανιάτες αποκρίθηκαν: «Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα», δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε.
.
Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει.
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης ο Γιάννης Θυμιούλας- που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον... δανείσει. Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.
Χαιρέτα μου τον Πλάτανο
Όταν στις 25 Μαρτίου 1821, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έδωσε το σύνθημα της εθνικής εξέγερσης μετά από την ολονυκτία που έγινε στην Άγια Λαύρα, κρέμασε το λάβαρο σ' ένα μεγάλο πλάτανο, που βρισκότανε στον περίβολο της αυλής της Μονής. Κατόπιν άρχισαν να περνούν ένας - ένας κάτω από την πυκνή φυλλωσιά του δένδρου, για να κοινωνήσουν. Από τότε, όταν κανείς απ' αυτούς, πήγαινε να πάρει εντολές ή να δώσει μηνύματα στον ηρωικό δεσπότη, οι σύντροφοι του έλεγαν: -Χαιρέτα μας τον πλάτανο. Με το «πλάτανο» εννοούσαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ή τον πλάτανο το δέντρο, που κοντά του κοινώνησαν.
Χρωστάει της Μιχαλούς.
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης ο Γιάννης Θυμιούλας- που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον... δανείσει. Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.
Χαιρέτα μου τον Πλάτανο
Όταν στις 25 Μαρτίου 1821, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έδωσε το σύνθημα της εθνικής εξέγερσης μετά από την ολονυκτία που έγινε στην Άγια Λαύρα, κρέμασε το λάβαρο σ' ένα μεγάλο πλάτανο, που βρισκότανε στον περίβολο της αυλής της Μονής. Κατόπιν άρχισαν να περνούν ένας - ένας κάτω από την πυκνή φυλλωσιά του δένδρου, για να κοινωνήσουν. Από τότε, όταν κανείς απ' αυτούς, πήγαινε να πάρει εντολές ή να δώσει μηνύματα στον ηρωικό δεσπότη, οι σύντροφοι του έλεγαν: -Χαιρέτα μας τον πλάτανο. Με το «πλάτανο» εννοούσαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ή τον πλάτανο το δέντρο, που κοντά του κοινώνησαν.
Χρωστάει της Μιχαλούς.
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
.
Τουμπεκί.
«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων, και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί». Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσαν οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων, και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί». Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσαν οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
Σπουδαία τα λάχανα.
Η
φράση ξεκίνησε από το εξής περιστατικό. Σε κάποιο χωριό, πριν από το
1821, πέρασε ο απεσταλμένος του Μπέη, για να εισπράξει τη δεκάτη. Η
δεκάτη ήταν και αυτή μια από τις τρομερές φορολογίες των χρόνων εκείνων.
Όλοι όμως οι χωρικοί του απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν το φόρο,
γιατί τα λάχανα τους έμειναν απούλητα. Τότε ο φορατζής τους είπε πως θα
έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να
πατσίζανε με το χρέος τους. Έτσι και έγινε. Από τότε, όμως οι χωρικοί
έλεγαν «Σπουδαία τα λάχανα», για να πατσίσουν τα χρωστούμενα.
.
Σήκωσε δικό του μπαϊράκι.
Συχνά,
ανάμεσα στους αρματολούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια,
παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε
ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν
κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι. Δηλαδή, ποιος θα
γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν χήρευε
καμιά θέση.Φυσικά, οι παλιοί αρματολοί, που είχαν ψηθεί στη φωτιά του
μπαρουτιού, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους
καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους,
επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο
μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της
άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και
πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος
τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι. Μπαϊράκι
στα τούρκικα σημαίνει σημαία. Από τότε έμεινε η φράση «σήκωσε δικό του μπαϊράκι», που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.
Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε.
Ο
Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη
-που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το
μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το
βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’
όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως
ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις
μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι
ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε
δώσει.Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την
απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε
στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμία προετοιμασία
για βάφτιση.Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της
να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν
απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε
να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε
και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.Όταν ο Κολοκοτρώνης
άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε: -
Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε! (Ενδέχεται η
φράση αυτή να προϋπήρξε, αλλά την έκανε γνωστή ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης).
.
Αλά μπουρνέζικα.
Όταν
μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι
μας λεει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.Πολλοί νομίζουν, πως
είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο. Όπως το «αλά γαλλικά».
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή
και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια
περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού. Η γλώσσα αυτή ήρθε στην
Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία
αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού
Ιμπραήμ. Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις
διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από
αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.
Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.
Στα
1830, σ' ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας
περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο... Άγιος
Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες,
που τον μάστιζαν. Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος
Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν
ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του
σώματος, καθώς και τους τυφλούς. Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν
έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την
παρουσία, τον άφηναν να λεει ό,τι θέλει. Παρ όλ' αυτά, η φήμη πως στο
όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε
γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα. Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα
μάτια τους, τ’ αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες
ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν
να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά. Κι ήταν τόσοι
πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν,
έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα».
.
.
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Η
φράση αυτή ενδέχεται να ξεκίνησε από παροιμία, αλλά έγινε σίγουρα
παροιμιακή από το παρακάτω περιστατικό: Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε
ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς
στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι
κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός
δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν…ποιητής,
ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε). Στεκόταν σε μια πλατεία και
αράδιαζε ότι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο
Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν
έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα
του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που
φορούσε κι έβαζε άλλα.Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία
με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος.Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από
το στόμα του Μανώλη Μπατίνου: «Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως
κόψη, πήρε κάτι απ’ την Ευρώπηκαι ξεφούσκωσε σαν τόπι. Άλλαξαν χαζοί
και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι. Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα
ρούχα του αλλιώς».
Σιγά τον πολυέλαιο.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ' Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του '21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».
Σιγά τον πολυέλαιο.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ' Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του '21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».
Τον έπιασαν στα πράσα.
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τους κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά - Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι. Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε από τον ύπνο του. Του φάνηκε πως άκουσε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινιόταν ύποπτα μέσα στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ' ένα πήδημα γράπωσε από το σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παράδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί. Έτσι οι παλαιοί, όσο και οι σημερινοί Αθηναίοι, όταν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, λένε συνήθως ότι «τον έπιασαν στα πράσα».
.
«Σπάω πλάκα».
Άλλος πλήρωσε τη νύφη.
Όταν
η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους , άρχισαν να καταφθάνουν
ένα σωρό αρχαιοκάπηλοι, που δημιουργούν ολόκληρα δίκτυα από πράκτορες.
Οι πράκτορες αυτοί ήταν συνήθως Μαλτέζοι, που είχαν εγκατασταθεί γύρω
από την Πύλη του Αδριάνου. Για να καλύπτουν ωστόσο την πραγματική τους
δουλειά, έφερναν με ειδικά σκάφη στον Πειραιά τις γνωστές μαλτεζόπλακες,
που χρησίμευαν για τα κράσπεδα των δρόμων και τις μονώσεις των «ταρατσών».
Κάποτε ένας, ο Ντομένικο Τσερούνια, πιάστηκε στα πράσα να μεταφέρει στο
καράβι του μερικές αρχαιότητες σπάνια τέχνης, για να τις πάρει μαζί του
και να τις πουλήσει. Αμέσως τότε μερικοί θερμόαιμοι φοιτητές, που τον
πήραν είδηση, ανέβηκαν στο πλοίο του τα κάναν γυαλιά-καρφιά. Κατάστρεψαν
ακόμα κι αυτές τις μαλτεζόπλακες, που βρίσκονταν εκεί και που ο
Τσερόνια δεν είχε προλάβει να τις ξεφορτώσει. Από εκεί προέρχεται η
έκφραση σπάω πλάκα.
Άλλος πλήρωσε τη νύφη.
Στην
παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές
οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη. Ο Φλαμής είχε το
κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο,
ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην
εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η
νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον
νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της,
που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή,
κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την
ανακαλύψει. Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του, και του ζήτησε
τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο
προικοσύμφωνο, έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο
μεταξύ γαμπρού και νύφης, «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από
πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι
έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου. Από τότε οι
παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι
«άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα.
.
.
Έφαγε τον Αγλέουρα.
Έτσι
χαρακτηρίζουμε τη δυσφορία από το πολύ φαγητό, γιατί ο αγλέουρας είναι
ένα φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες, το οποίο ωστόσο δημιουργεί δυσφορία
σε αυτούς που το χρησιμοποιούν.
.
Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»),
προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ’ ένα καφενείο μεταξύ ενός
βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του
καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον
βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο
βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον
βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε
τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!».
.
Έφαγε τον περίδρομο.
Η
λέξη περίδρομος σαν ουσιαστικό έχει την έννοια του περιέχοντος, του
περιβάλλοντος κάτι. Περίδρομος για παράδειγμα λέγεται το σχοινί που
περιβάλλει το δίχτυ και ειδικότερα το σχοινί στο κάτω άκρο, με τα
βαρίδια, που απ’ αυτό κρέμεται το δίχτυ (στον Πολυδεύκη διαβάζουμε: «έτσι περίδρομος (…) σχοινίων εκατέρωθεν (…) ως συνέλκεται (…) τα δίκτυα»),
ενώ το σχοινί στο άνω μέρος με τους φελλούς, ονομάζεται επίδρομος.
Συνεπώς τρωω τον περίδρομο πάει να πει τρωω όλο το περιεχόμενο των
διχτύων, όλη την ψαριά, ή, όπως λεει και η ειρωνική φράση «φάτε μάτια, ψάρια και κοιλιά περίδρομο».
Αυτός είναι για τα πανηγύρια.
Την
εποχή που δεν υπήρχαν ειδικά ιδρύματα για τους ψυχοπαθείς, τους
έπαιρναν οι δικοί τους και τους πήγαιναν στις εκκλησίες ή στα
μοναστήρια. Εκεί αφού τους έδεναν με αλυσίδα σ’ ένα δέντρο ή κούτσουρο,
έλεγαν του παπά ή του καλόγερου να τους διαβάσει μια ευχή, όπως γίνεται
σήμερα με τους εξορκισμούς. Συνήθως, οι συγγενείς των ψυχοπαθών τούς
μετέφεραν στις εκκλησίες την ημέρα που γιόρταζε ο άγιος της εκκλησίας,
δηλαδή τη μέρα εκείνη που ο ναός είχε γι’ αυτή την αιτία πανηγύρι. Γι’
αυτό το λόγο, λοιπόν, για κάποιον που δεν είναι στα καλά του λέμε, αυτός
είναι για τα πανηγύρια.
Με το «νι» και με το «σίγμα».
Παλαιότερα,
όταν τα παιδιά μάθαιναν τα υποκοριστικά, ο δάσκαλος τούς έλεγε ότι η
αρχική τους κατάληξη ήταν σε -ιo και ότι στα μεσαιωνικό χρόνια ήταν σε
-ιον και -ιν, για να καταλήξει στο τέλος στο απλό -ι. Π.χ. παιδίον,
παιδίν, παιδί. Επίσης, τους δίδασκε ότι ο τύπος των θηλυκών τριτόκλιτων
ήταν σε -ις και κατέληξε να φύγει το τελικό -ς. Π.χ. πόλις, πόλι. Όταν
στους τελευταίους αιώνες άρχισαν να γράφουν το χέρι, το πόδι, χωρίς το
-ν και η πίστι, η πόλι χωρίς το -ς, οι τύποι που είχαν το νι και σίγμα
θεωρούνταν οι πιο σωστοί και οι κομψότεροι. Γι’ αυτό, όποιος μιλούσε με
το νι και με το σίγμα, μιλούσε σωστό και τέλεια. Απ’ αυτό, λοιπόν, βγήκε
η φράση: «Του τα είπα με το νι και με το σίγμα», που σήμερα σημαίνει επακριβώς, αυτολεξεί, με κάθε λεπτομέρεια.
Ο μήνας έχει εννιά.
Η επικρατέστερη εκδοχή για τη φράση αυτή είναι η εξής: Στα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονταν κάθε εννιά ημέρες και όχι κάθε μήνα που επικράτησε αργότερα και κάθε δεκαπέντε που πληρώνονται μετά από την κατοχή του 1941. Εξ αυτού λοιπόν του γεγονότος , πιστεύεται ότι βγήκε και η φράση: «ο μήνας έχει εννιά».
Κάποιο λάκο έχει η φάβα.
Σε όλα τα μέρη που τρωνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της . Από ‘δω έχουμε και τη γνωστή φράση «κάποιο λάκκο έχει η φάβα».
Ο μήνας έχει εννιά.
Η επικρατέστερη εκδοχή για τη φράση αυτή είναι η εξής: Στα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονταν κάθε εννιά ημέρες και όχι κάθε μήνα που επικράτησε αργότερα και κάθε δεκαπέντε που πληρώνονται μετά από την κατοχή του 1941. Εξ αυτού λοιπόν του γεγονότος , πιστεύεται ότι βγήκε και η φράση: «ο μήνας έχει εννιά».
Κάποιο λάκο έχει η φάβα.
Σε όλα τα μέρη που τρωνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της . Από ‘δω έχουμε και τη γνωστή φράση «κάποιο λάκκο έχει η φάβα».
Θα σε κάνω του αλατιού.
Η φράση «θα σε κάνω του αλατιού» , βγήκε από τον τρόπο που παστώνονται με αλάτι τα ψάρια. Ζαρώνουν και χάνουν την όμορφη εμφάνισή τους. Έτσι λοιπόν, θα τον κάνει όταν τον δείρει, όπως το ψάρι στο αλάτι.
Να τραβάς τα μαλλιά σου.
Φράση που τη μεταχειρίζεται κανείς, όταν θέλει να πει σε κάποιον ότι θα τον κάνει να πονέσει, θα τον καταστρέψει . Η φράση προήλθε από το έθιμο να τραβάνε τα μαλλιά τους αυτοί που πενθούν, αυτοί που θρηνούν.
Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε.
Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, έλεγαν το χωριό μου έχει τόσους φούρνους, επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του. Όταν λοιπόν στα χωριά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του ΄ταδε γκρέμισε«, εννοώντας ότι με το θάνατο του αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι γκρέμιζε, χανόταν. Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε» που τη λέμε, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
.
Είναι
το μπέρδεμα των συλλαβών, την ώρα που μιλούν οι ομιλητές. Η λέξη δεν
έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του
επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός/σκηνοθέτης, γεννήθηκε το
1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε ελληνική
κινηματογραφική ταινία. Επειδή μπερδευόταν την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε
να δώσει όνομα σε αυτό του το ελάττωμα. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό
του και μας έδωσε μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ».
.
Το αμίλητο νερό .
Παλαιότερα, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, και σε μερικά μέρη συνεχίζεται το έθιμο, και έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα, που την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, να πάρει το «αμίλητο νερό». Λέγεται έτσι, γιατί δε μιλούσε σε κανέναν ούτε σαν πήγαινε ούτε σαν ερχόταν. Στη βρύση έριχνε στάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι σας». Μετά γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έλεγε «Χρόνια πολλά» στους δικούς της. Το αμίλητο νερό το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό». Μετά ακολουθούσαν και διάφορες μαντικές τελετουργίες.
Άλλου παπά Eυαγγέλιο.
Κάποιος αγράμματος παπάς από ένα χωριό της Κεφαλονιάς, , πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λεει. Στο ξένο Ευαγγέλιο όμως, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε λοιπόν να λεει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...». «- Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. Αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση!
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Στο δάσος η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της σε φωλιές λαγού , σκοτώνοντας τους λαγούς . Όταν οι κυνηγοί όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ' αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού, τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του λαγού, αλλά της κουκουβάγιας. Από εκεί βγήκε η έκφραση «Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας».
Παλαιότερα, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, και σε μερικά μέρη συνεχίζεται το έθιμο, και έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα, που την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, να πάρει το «αμίλητο νερό». Λέγεται έτσι, γιατί δε μιλούσε σε κανέναν ούτε σαν πήγαινε ούτε σαν ερχόταν. Στη βρύση έριχνε στάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι σας». Μετά γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έλεγε «Χρόνια πολλά» στους δικούς της. Το αμίλητο νερό το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό». Μετά ακολουθούσαν και διάφορες μαντικές τελετουργίες.
Άλλου παπά Eυαγγέλιο.
Κάποιος αγράμματος παπάς από ένα χωριό της Κεφαλονιάς, , πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λεει. Στο ξένο Ευαγγέλιο όμως, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε λοιπόν να λεει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...». «- Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. Αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση!
Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Στο δάσος η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της σε φωλιές λαγού , σκοτώνοντας τους λαγούς . Όταν οι κυνηγοί όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ' αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού, τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του λαγού, αλλά της κουκουβάγιας. Από εκεί βγήκε η έκφραση «Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας».
Θα πούμε το ψωμί, ψωμάκι .
Κατά
την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου , η Ελλάδα είχε αποκλεισθεί από τους
συμμάχους και δεν είχε ούτε ψωμί . Όταν λοιπόν έβλεπαν ότι κρατάει ο
αποκλεισμός , έλεγαν οι κάτοικοι : «θα πούμε το ψωμί ψωμάκι» και από τότε η φράση έμεινε παροιμιακή .
Τέρμα τα δίφραγκα....
Τέρμα τα δίφραγκα....
Πριν
από πολλά χρόνια, το κόστος τού εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς
δεν ήταν ενιαίο για ολόκληρη την διαδρομή. Μέχρι κάποιο σημείο κόστιζε 2
δραχμές. Μετά από αυτό το σημείο και αφού ανέβαιναν οι επιβάτες και
έκλειναν οι πόρτες, ο εισπράκτορας φώναζε δυνατά «Τέρμα τα δίφραγκα».
.
Δεν κάνει ούτε για Ζήτω....
Τέλη του 19 αρχές του 20 αιώνα στην περιοχή του Ψυρρη έμεναν πολλοί νησιώτες, οι οποίοι δεν είχαν σταθερή εργασία, έκαναν λοιπόν διάφορες δουλείες, όπως και αυτή του ντελάλη. Τους έβαζαν σε μια σειρά οι διάφοροι έμποροι (ακόμα και βοηθοί πολιτικών για τις διάφορες συγκεντρώσεις τους) και τους έλεγαν να φωνάξουν ζήτω για να δουν ποιος έχει δυνατότερη φωνή. Οποίος δεν είχε δυνατή φωνή έλεγαν δεν κάνει ούτε για ζήτω....
Με άφησε στο ποδάρι του.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης σ' ένα άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο «Πανελλήνιον Ημερολόγιον 1908» γράφει: «Εις την πλατειαν του Συντάγματος ήτο πασίγνωστος ο Σπανός - Μήτσος ο Σπανός, λούστρος ανδρωθείς εις τήν υπηρεσίαν των συχναζόντων εις τα καφενεία Ζαχαράτου. Ο Σπανός εγυάλιζεν υποδήματα και έκανε θελήματα. Αλλά μίαν ημέραν οι πελάτες του τον εζήτησαν και δεν τον ευρον. Ο Σπανός έφυγεν. Εις την πατρίδα του ; Όχι, πολύ μακρύτερα. Εφυγεν εις Αμερικήν, την νέαν πατρίδα των Ελλήνων. Όταν τον εζήτησα και εγώ, παρουσιασθη άλλος λούστρος εις την θέσιν του. Αυτός πάει για την Αμερική, μου είπε, κι' αφήκε μένα στο ποδάρι το». Και η φράση αυτή έμεινε, για να τη λέμε σε ανάλογες περιπτώσεις.
Έβρεξε με το τουλούμι.
Στα ορεινά χωριά, τα παλιά χρόνια, όταν δεν ήταν εύκολο για τους κατοίκους να έχουν στάμνες, αποθήκευαν το νερό στα ασκιά, τα «τουλούμια» όπως λέγονται στα τουρκικά. Έτσι, όταν ήθελαν να αδειάσουν το νερό από το «τουλούμι», αυτό έπεφτε μπόλικο, όπως όταν βρέχει καταρρακτωδώς. Από εκεί βγήκε και η φράση «Έβρεξε με το τουλούμι».
Στρογγυλοκάθισε.
Για τους επισκέπτες που έρχονται σε ακατάλληλη ώρα και αργούν να φύγουν, λέμε τη φράση ότι «στρογγυλοκάθισε». Η έκφραση αυτή βγαίνει από τους ανατολικούς σοφράδες, στρογγυλά μαλακά καθίσματα, που τα ακουμπάνε στο πάτωμα και τρωνε πάνω επίσης σε χαμηλά και στρογγυλά τραπεζάκια. Έπρεπε δε να είναι στρογγυλά τα τραπεζάκια αυτά, γιατί αυτοί που θα τρώγανε, καθόντουσαν γύρω γύρω και έτσι η απόσταση τους από τη λεκάνη με το φαγητό, που ήταν στη μέση του σοφρά, ήταν ίδια σε όλους. Στρογγυλοκάθισε λοιπόν ο επισκέπτης, στην αρχή σήμαινε ότι κάθισε γύρω από το στρογγυλό σοφρά και επειδή ο σοφράς είχε του κόσμου τα φαγητά, συμφέρον του ήταν να στρογγυλοκαθίσει και να αργήσει την αναχώρηση του.
.
Σπαγκοραμμένος.
Σπάγκος ή σπαγκοραμμένος είναι ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης. Η λέξη σπάγκος είναι ιταλική και σημαίνει αδύνατος, ψιλός. Γνωρίζουμε πως οι μεταξωτές κλωστές είναι καλές, όπως επίσης και οι λινές, οι χρυσοκέντητες και τόσες άλλες. Εκείνες που δεν έχουν αξία είναι σπάγκινες, αν μπορούμε να μεταχειριστούμε την έκφραση. Το ύφασμα, λοιπόν, που θα ραφτεί με σπάγκο, θα είναι πολύ φτηνό και επειδή το φτηνό πράγμα το μεταχειρίζεται ο τσιγκούνης, γι αυτό και ο σπαγκοραμμένος είναι ο τσιγκούνης.
Έβγαλε την μπέμπελη.
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης, pepeli που σημαίνει στάχτη. Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά. Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη).
Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα.
Σήμερα χρησιμοποιούμε διάφορες εκφράσεις όπως: «αυτό που μου συνέβη είναι από τ’ άγραφα», «αυτό που μου λες είναι από τ’ άγραφα», για να δηλώσουμε ότι κάτι είναι πρωτοφανές, καταπληκτικό, απίθανο κλπ. Η έκφραση αυτή φαίνεται πως προήλθε από τα «άγραφα» εκκλησιαστικά κείμενα, που, όμως είναι τα «απόκρυφα», δηλαδή δεν περιλαμβάνονται στα «κανονικά» Ευαγγέλια και λοιπά εκκλησιαστικά κείμενα, που περιγράφουν τη ζωή και το έργο και αυτά που φέρεται να είπε ο Ιησούς.
Άνθρωπος αγράμματος τούβλο απελέκητο.
Είναι μια κοινή έκφραση που τη μεταχειριζόντουσαν πολύ οι πρόγονοί μας και την έλεγαν για τους αγράμματους. Το τούβλο το απελέκητο είναι άνευ αξίας, έτσι κι ο άνθρωπος ο αγράμματος δεν έχει καμιά αξία.
Σύνδεσμος στο μέρος Α
Βιβλιογραφεία :
«Βυζαντινῶν
Βίος καί Πολιτισμός», Φαίδων Κουκουλές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου