Το μεγάλο θέμα των σχηματισμού των γλωσσών που σήμερα ονομάζονται ‘ινδοευρωπαϊκές' είναι ένα ζήτημα που για 200 σχεδόν χρόνια, αποτελεί μια διαρκή εστία αντιπαραθέσεων λόγω της πολυπλοκότητας του, και του πλήθους των εθνοτήτων που αφορά.
Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται αναφορά σε μια εναλλακτική γλωσσολογική θεωρητική πρόταση η οποία θέτει την αναζητούμενη κοιτίδα του πολιτισμού που δημιούργησε τις γλωσσικές σχέσεις μεταξύ των επονομαζομένων ‘ινδοευρωπαϊκών γλωσσών' στις βυθισμένες περιοχές του Αιγαίου και στα χρονικά πλαίσια μεταξύ παλαιολιθικής και μεσολιθικής εποχής.
Συνοψίζοντας την θεωρητική γλωσσολογική πλευρά του θέματος, περιγράφεται ένα μοντέλο εξάπλωσης που διαφέρει ριζικά από το κοινό θεωρητικό υπόβαθρο των μέχρι τώρα επίδοξων ερμηνευτών του μεγάλου αυτού ζητήματος και τέλος γίνεται μια αναλυτικότερη αναφορά σε ένα από τα πιο σημαντικά σημεία του, που είναι η διερεύνηση των πιο διαδεδομένων από τις κοινές
λέξεις στις λεγόμενες "ινδοευρωπαϊκές" γλώσσες, αυτές δηλαδή που εκφράζουν την εξ' αίματος συγγένεια.
Οι γενικές θέσεις τις ινδοευρωπαϊκής θεωρίας και οι αρχικοί εμπνευστές της είναι στοιχεία λίγο-πολύ γνωστά σε όλους, μια και επαναλαμβάνονται με την μία ή την άλλη μορφή για δύο περίπου αιώνες. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι υποστηρίζουν πως ένας αρχαίος προγονικός λαός εισέβαλε κατά κύματα στην Ευρώπη κατερχόμενος από τον βορά και εκτόπισε προϊστορικούς εγκατεστημένους λαούς, δημιουργώντας με την σταδιακή διάσπαση και ανάμιξη του με τους προηγούμενους πληθυσμούς, τις σημερινές ομάδες γλωσσών. Τον λαό αυτό τον έχουν ονομάσει σχηματικά ‘πρωτο-ινδοευρωπαϊκή φυλή'.
Πρέπει να δεχθούμε κατ' αρχάς, ότι η μεγάλη εδραίωση της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας που επικρατεί στο διεθνές αλλά και στο ελληνικό πανεπιστημιακό κατεστημένο δεν θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας τυχαίας εκτίμησης.
Η γλωσσολογικά ορθή -από ταξινομική άποψη- κατάταξη σε γλωσσικές οικογένειες των περισσοτέρων κύριων ομάδων και υποομάδων των ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσών, καθώς και η προσεγμένη αληθοφάνεια και λογικοφάνεια των θεωρητικών επιχειρημάτων της, είναι στοιχεία που έχουν δώσει την εικόνα μιας συγκροτημένης και δομικά στέρεης γλωσσικής θεωρίας, καθώς οι περισσότερες από τις ομάδες αυτές κατά την άποψη του γράφοντος και υπαρκτές είναι και σε γενικές γραμμές οι γλωσσικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στα γλωσσικά σύνορα της κάθε μιας, ερμηνεύονται ορθολογικά.
Παρ' όλα αυτά και η αλήθεια και η λογική δυστυχώς απέχουν πάρα πολύ από ένα καθοριστικό για την θεωρία αυτή σημείο, το οποίο αποτελεί και την ουσιαστικότερη θεωρητική της προϋπόθεση.
Το σύνολο των υπαρκτών γλωσσικών ομάδων του παραπάνω πίνακα, ομαδοποιείται από την Ι.Ε. θεωρία, κάτω από την αμφίβολη ονομασία "Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσική Οικογένεια", έτσι ώστε να τους προσδοθεί μια ενότητα που δεν δείχνουν να έχουν, απαιτώντας παράλληλα και μια κοινή πρόγονο των παραπάνω κυρίων ομάδων ως μητέρα γλώσσα, από την οποία θεωρεί ότι προέκυψαν οι υπόλοιπες.
Όλα αυτά όμως συνθέτουν μια υπόθεση η οποία δεν συμβαδίζει ικανοποιητικά ούτε με υπάρχοντα υλικά ευρήματα, ούτε και με γλωσσικά φαινόμενα, κάποια από τα οποία θα αναλύσουμε στις επόμενες σελίδες.
Στην ουσία οι θεωρητικοί αυτής της άποψης στηρίζονται μόνο σε γλωσσικά ίχνη, ενώ παράλληλα ακροβατούν πάνω σε κάποια ασήμαντα για το μέγεθος του Ζητήματος αρχαιολογικά ίχνη τα οποία αυθαίρετα αποδίδουν στην ‘πρωτοϊνδοευρωπαϊκή' αυτή φυλή. Όμως κανένα από αυτά τα δύο είδη ιχνών αν και υπαρκτά, δεν παρέχει το είδος των αποδείξεων που θα φανέρωναν την συγκεκριμένη ταυτότητα, και κυρίως την προς νότο κατεύθυνση μεταναστευτικών κινήσεων του υποθετικού λαού, ώστε να ερμηνεύσουν το γλωσσικό αυτό φαινόμενο με ουσιαστικά επιχειρήματα, και να μπορέσουν έτσι να δικαιωθούν οι πολυάριθμοι επίδοξοι ερμηνευτές του.
Σημειωτέον είναι ότι όλοι οι θεωρητικοί που κατά καιρούς παρουσίασαν και από μια νέα εκδοχή της Ι.Ε. θεωρίας, είχαν όλοι στη σκέψη το ίδιο μοντέλο εξάπλωσης και την ίδια εν πολλοίς γλωσσολογική αντιμετώπιση προς το θέμα, διαφέροντας ο καθ' ένας σχεδόν αποκλειστικά ως προς την γεωγραφική θέση της κοιτίδας της προκατασκευασμένης αυτής ‘φυλής'.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που συνειδητοποιεί κανείς όταν ασχοληθεί με το ΙΕ ζήτημα, είναι πως λόγω των πολλαπλών διαστάσεων του, είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί με επιστημονικό τρόπο από μεμονωμένους ερευνητές, έστω κι αν αυτοί είναι ειδικοί επιστήμονες.
Σαφή και οριστικά επιστημονικά συμπεράσματα θα μπορούσαμε να έχουμε, μόνο εάν είχε συσταθεί για την επίλυση του μια διεθνής ερευνητική ομάδα, από ανθρωπολόγους, αρχαιολόγους, γλωσσολόγους, και γεωλόγους, ο καθένας τους με διεθνή αναγνώριση. Με λίγα λόγια μια συνεργασία ουσιαστικά ανέφικτη κάτω από τις τρέχουσες διεθνείς πολιτικοοικονομικές συνθήκες ανταγωνισμού.
Γνωρίζουμε βέβαια εκ των προτέρων ότι με μια νέα θεωρητική πρόταση δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί επαρκώς μια τέτοια ομάδα.
Μπορούμε παρ' όλα αυτά να προσφέρουμε μια άποψη ανεξάρτητη από σκοπιμότητες, με στόχο τα βαθύτερα αίτια της δημιουργίας του ζητήματος. Μια άποψη που θα αποτελεί κάτι παραπάνω από την προσθήκη μίας ακόμη στις τόσες έρευνες που περιστρέφονται γύρω από το γιατί δεν είναι δυνατόν να ισχύει η ινδοευρωπαϊκή θεωρία.
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να ανακαλυφθούν τα αίτια της δημιουργίας αυτών των αινιγματικών γλωσσολογικών διασυνδέσεων, και για ξεκίνημα θεωρήσαμε την περιοχή του Αιγαίου ως την πιθανή κοιτίδα του φερομένου ως πρωτο-ινδοευρωπαϊκού λαού σε μια υπόθεση εργασίας.
Μια πολύ χρήσιμη και καθοριστική διαπίστωση προήλθε από ένα συγκριτικό πίνακα από 161 βασικές λέξεις σε 114 διαφορετικές γλώσσες (Ι.Ε. και μη) , που ο γράφων συνέταξε με κριτήριο την διαχρονικότητα τους και την πρωτογενή τους σχέση με το αντικείμενο που εκφράζουν.
Η διαπίστωση που προέκυψε, ήταν ότι το μοντέλο δημιουργίας και εξάπλωσης των γλωσσικών σχέσεων όπως τίθεται στο κοινό θεωρητικό υπόβαθρο που στηρίζει την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, δεν ομοιάζει καθόλου με τα μοντέλα εξάπλωσης που παρουσιάζουν οι κύριες ομάδες των λεγομένων Ι.Ε. γλωσσών. Θα έπρεπε συνεπώς να είχε διαμορφωθεί τελείως διαφορετικά, αφού μέσα από την διαχρονική αυτή σύγκριση, γίνεται φανερό πως οι χρόνοι που απαιτήθηκαν για την διαμόρφωση γλωσσικών φαινομένων σε άλλες ομάδες γλωσσών, δεν αντιστοιχούν καθόλου με την περίπτωση των ανάλογων ‘ινδοευρωπαϊκών', ως υποθετικών απογόνων μιας τεχνητής και πολύ αμφισβητήσιμης γλώσσας, διότι παρουσιάζουν μια ακανόνιστη και χρονικά ασύμβατη μορφή εξέλιξης όσον αφορά τις κοινές λέξεις και γραμματικές δομές.
Ας δούμε λοιπόν σε πολύ γενικές γραμμές ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν την ινδοευρωπαϊκή θεωρία αμφισβητήσιμη.
Στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο που περιβάλλει το Αιγαίο, έχει βρεθεί πληθώρα αρχαιολογικών στοιχείων εξαιρετικά παλαιών, που ανήκουν σε λαούς που έχουν δράσει με διακριτή πολιτισμική και γλωσσική ταυτότητα, και με συγκεκριμένες ονομασίες καταγεγραμμένες σε αρχαίες πηγές.
Θα έπρεπε συνεπώς να είχαν ήδη βρεθεί και κάποια χειροπιαστά αρχαιολογικά ευρήματα κοινής ΙΕ τεχνοτροπίας προερχόμενα και από έναν τόσο σημαντικό λαό που υποθετικά μίλησε την πρωτο-ΙΕ γλώσσα, μια και χρονικά τοποθετούν ότι έδρασε κατά την ίδια ή ακόμη και μεταγενέστερη εποχή με αυτήν που αντιστοιχεί σε υπάρχοντα ευρήματα άλλων λαών.
Αυτονόητο είναι ότι ένας τέτοιος λαός για να ήταν σε θέση να επηρεάσει τις γλώσσες τόσων πολλών και διαφόρων μεταξύ τους λαών, θα έπρεπε -εάν είχε ποτέ υπάρξει- να παρουσίαζε κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του, λίγο πριν την υποθετική αυτή εξάπλωση προς νότο, κάποιες προϋποθέσεις με τα εξής τουλάχιστον χαρακτηριστικά :
1) Να κατείχε μια σχετικά εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή,
2) Να διέθετε ένα σημαντικό πληθυσμό από άποψη αριθμών,
3) Να διατηρούσε μια ισχυρή πολιτισμική και γλωσσική συνοχή, όσο και μια αξιομνημόνευτη ονομασία.
Με τα παραπάνω δεδομένα και σύμφωνα με το μοντέλο της γνωστής θεωρίας, αν η εξάπλωση της πρωτογλώσσας είχε ξεκινήσει από κάποιο κεντρικό πυρήνα όπως προτείνουν, θα είχαμε την δυνατότητα να παρατηρήσουμε μαζί με την αργή επέκταση του λαού αυτού για εκμεταλλεύσιμα εδάφη, και μια παράλληλη διακτίνωση αμοιβαία κατανοητών γλωσσών, κατά το πρότυπο π.χ. των σλαβικών γλωσσών, διότι προφανώς η αργή επέκταση θα προσέφερε και τον αντίστοιχο χρόνο για την απρόσκοπτη μετάδοση της ίδιας της γλώσσας τους.
Το διάγραμμα εξέλιξης της ΠΙΕ γλώσσας δηλαδή, αν έτσι είχαν τα πράγματα, θα παρουσίαζε μια γραμμική, προβλέψιμη και σε γενικές γραμμές ομαλή εξελικτική πορεία στον χρόνο, όπως σχηματικά βλέπουμε στον επόμενο πίνακα :
Όμως ένα τέτοιου είδους φαινόμενο δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στην έκταση που ομιλούνται οι ‘ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες, ούτε καν γύρω από τον Ελλαδικό χώρο. Π.χ περιέργως δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, οποιαδήποτε αρχαϊκά γλωσσικά κατάλοιπα ελληνικής προέλευσης στην βαλκανική, βορείως του ελλαδικού χώρου, ενώ αντιθέτως υπάρχουν στα Σανσκριτικά, στα βόρεια της Ινδίας, μια απόσταση τριάντα και πλέον φορές μεγαλύτερη !
Με δεδομένο λοιπόν ένα τόσο εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο κάλυψης, το μοντέλο εξάπλωσης των γλωσσικών συγγενειών που ζητάμε θα πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικό, ενώ η προγονική κοιτίδα θα πρέπει να αναζητηθεί σε έναν χώρο, με κάποιες γεωγραφικές ιδιαιτερότητες που να υποδεικνύουν δύο τουλάχιστον ειδών διαφορετικές αιτίες, σχετικές όμως και οι δύο με το υδάτινο στοιχείο :
Αφ' ενός μεν μια απότομη και εσπευσμένη διασπορά του προγονικού λαού προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις -όπως π.χ καταδεικνύουν τα ίχνη της φυσικής καταστροφής που επέφερε ο κατακλυσμός του Αιγαίου- και αφ΄ετέρου η κοιτίδα αυτή θα έπρεπε λογικά να βρίσκεται κοντά στην θάλασσα και να κατοικείται από έναν λαό με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες θαλάσσιας μετακίνησης συγκριτικά με τους γειτονικούς του λαούς.
Είναι φυσικό να θεωρήσουμε τις δύο παραπάνω περιπτώσεις, ως τις αμέσως πιθανότερες για την ερμηνεία της ασύμμετρης εξάπλωσης των γλωσσικών συγγενειών, με δεδομένα τα μέσα μεταφοράς και τις περιορισμένες δυνατότητες μαζικής μετακίνησης των λαών την προϊστορική εποχή, έχοντας αποκλείσει την επίγεια ομαλή εξάπλωση ως μη δυναμένη να καλύψει εξ΄ολοκλήρου τις τεράστιες αποστάσεις που απέχουν λαοί, οι γλώσσες των οποίων έχουν χαρακτηρισθεί "ινδοευρωπαϊκές". (Από την Ισλανδία μέχρι τον κόλπο της Βεγγάλης, και από την Σιβηρία μέχρι την Ιβηρική )
Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι στον χώρο του Αιγαίου, έχουν βρεθεί τα αρχαιότερα ίχνη ναυσιπλοΐας στον κόσμο ! Μάλιστα σχετικά πρόσφατα, τον Νοέμβριο του 2005, ο Δρ. A.J.Ammerman του πανεπιστημίου Colgate της Νέα Υόρκης βρήκε στη θέση Νησί της Κύπρου ίχνη που απέδωσαν την εξής πολύ σημαντική διαπίστωση : Ότι από το 10.000 π.Χ. έχουμε αποδείξεις για την δυνατότητα των κατοίκων του Αιγαίου για μεγάλα αλιευτικά ταξίδια 80 με 160 χιλιόμετρων ημερησίως. Τα ίχνη αυτά είναι ένα μικρό μέρος από τα πάμπολλα που έχουν ήδη βρεθεί διάσπαρτα στο Αιγαίο.
Το πρότυπο της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας έχει επιβάλλει μια άτυπη παγίωση :
Οι γλώσσες που θεωρήθηκαν προερχόμενες από τον υποθετικό πρώτο-ΙΕ λαό, να εκλαμβάνονται μοιραία ως η εξέλιξη ή παραφθορά μιας αρχικής μητέρας-γλώσσας, οπότε και οι όποιες γλωσσικές ομοιότητες μεταξύ τους- ως συνέπεια της εκτίμησης αυτής-, να θεωρούνται εκ προοιμίου κατάλοιπα της βασικής δομής της υποθετικής αυτής γλώσσας.
Όμως το ενδεχόμενο ότι οι γλωσσικές ομοιότητες μπορεί και να αποτελούν ένα στοιχείο, μεταγενέστερο της αρχικής δημιουργίας των βασικών ομάδων των ΙΕ γλωσσών δεν λήφθηκε ποτέ σοβαρά υπ' όψη. Ότι θα μπορούσαν δηλαδή οι κοινές λέξεις και δομές, να αποτελούν μια εξωτερική γλωσσική επίδραση που εισήχθη σε αυτές, από κάποια κοινή γλωσσική πηγή, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο μετάδοσης, έξω από την φυσιολογική και μακρόχρονη διαδικασία μετάβασης από μια μητρική σε μια θυγατρική γλώσσα.
Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί το ενδεχόμενο αν θα μπορούσε η Ελληνική ως υπαρκτή, ζωντανή και ιστορική γλώσσα, να ήταν στην αρχαϊκή της μορφή, η γενεσιουργός αιτία που δημιούργησε τις ποικίλες μεταξύ τους σχέσεις και συγκεκριμένα αυτές που ανιχνεύονται μεταξύ του συνόλου σχεδόν των λεγομένων ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσών, και όχι αυτές μεταξύ δύο ή τριών γειτονικών ομάδων.
Κατά την άποψη του γράφοντος, θα έπρεπε να αξιολογηθούν κατά κύριο λόγο οι όποιες κοινές γλωσσικές καταβολές εντοπίζονται επί του συνόλου μιας τόσο μεγάλης θεωρητικά οικογένειας και δευτερευόντως όσες προκύπτουν από την σύγκριση μικροτέρων και γεωγραφικά γειτονικών ομάδων γλωσσών .
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε αρχικά, εάν μπορούμε να θεωρήσουμε την Ελληνική ως μητέρα-γλώσσα, αποδίδοντας έτσι μητρογονική φύση στις σχέσεις της με κάποιες γειτονικές της γλώσσες όπως τα Λατινικά.
Θα πρέπει όμως να ληφθεί σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο, να αποδοθεί μια πατρογονική φύση στις γλωσσικές σχέσεις μεταξύ της ελληνικής και άλλων πιο απομεμακρυσμένων γλωσσών -σε διαφορετικές χρονικές περιόδους-.
O παραλληλισμός αυτός με την εισαγωγή των αδόκιμων όρων 'μητρογονική ' και ‘πατρογονική' έγινε για να καταδειχθεί η φύση της διαδικασίας αφ΄ενός, και αφ' ετέρου το μέτρο της διαφοράς στην ταχύτητα της διεκπεραίωσης των γλωσσικών γενετικών πράξεων, όπως αντίστοιχα ορίζεται εκ φύσεως για τον καθ΄ένα εκ των δύο γονέων διότι :
για την μεν μητέρα η διαδικασία της γένεσης συμβαίνει να είναι χρονοβόρα και ενδοσωματική, για τον δε πατέρα είναι ταχύτατη και το κυριότερο : εξωσωματική.
Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα αυτό σε αντιστοιχία με την γένεση των διαφόρων ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσικών σχέσεων, θα αποδείξουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η δεύτερη διαδικασία αποδίδει ορθότερα την πορεία διαμόρφωσης τους, με την χρήση του όρου ‘πατρική γλώσσα' αντί για ‘μητρική' για την περιγραφή ενός κοινού γλωσσικού προγόνου, ο οποίος μετέδωσε με σχετικά ταχείες όσο και πολλαπλές επαφές τα γλωσσικά του χαρακτηριστικά, σε πολλές και διαφορετικές ‘μητέρες' γλώσσες και σε πολύ μικρότερους χρόνους απ' ότι γενικά θεωρείται φυσιολογικό για την «κυοφορία» μιας νέας γλώσσας !
Μέσα από συνδυασμένες γλωσσολογικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις, σε λέξεις που είναι κοινές στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, μπορούμε να αποδείξουμε ότι, σύμφωνα με το πρότυπο που εισηγείται η ΙΕ θεωρία, ούτε μία από της κύριες ομάδες γλωσσών της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κεντρικός πυρήνας της, και φυσικά ούτε και η Ελληνική μπορεί να ανήκει στο είδος της ‘μητρικής γλώσσας' που εκ του εαυτού της γέννησε κάποιες «ινδοευρωπαϊκές» γλώσσες, και αντίστοιχες φυλές, εκτός ίσως από μερικές γλώσσες πολύ κοντινές γεωγραφικά και γλωσσικά όπως είναι η Λατινική.
Όμως όλα τα στοιχεία που υπάρχουν συγκλίνουν σε μια στέρεη πολυεστιακή απόδειξη : ότι η πρωτο-Ελληνική σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, είναι η πατρική γλώσσα των Ευρωπαίων, δηλαδή ο αναζητούμενος κοινός γλωσσικός παράγων ο οποίος γονιμοποίησε πολλαπλές ‘μητέρες' γλώσσες επηρεάζοντας τις μορφογενετικά.
Η πολυδιάστατη αυτή επιρροή, (σε διαφορετικά χρονικά, τοπικά και γλωσσικά επίπεδα) συνίσταται στο να τους έχει προσδώσει κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά, είτε με την μορφή δανείων, είτε θεσπίζοντας για πρώτη φορά ονομασίες για άγνωστες για τους λαούς αυτούς έννοιες, όπως την ορολογία για τον καθορισμό σχέσεων συγγενείας, την ονοματοδοσία ανθρωπίνων εσωτερικών οργάνων (π.χ. καρδιά), νέων τεχνικών κατασκευών (π.χ. ζυγός), καθώς και τις ονομασίες των βασικών αριθμών στα πλαίσια του πολιτισμικού μοντέλου που τους μετέδιδαν οι Πρωτοέλληνες.
Η διαφορά πολιτισμικού επιπέδου αποτυπώθηκε πάνω στις γλώσσες της εν λόγω οικογένειας κατά τη διάρκεια των επαφών τους, όχι μόνο με την μορφή διάσπαρτων λέξεων, αλλά και με την μορφή της σύνταξης του λόγου, γεγονός το οποίο αντικατροπτίζει μια ανεπιφύλακτη αποδοχή του τρόπου σκέψης των πρωτοελλήνων, και γενικά του πολιτισμικού τους προτύπου, κατά την χρονική στιγμή της ενσωμάτωσης τους.
(Θα πρέπει να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η διαφορά πολιτισμικού επιπέδου μεταξύ πρωτοελληνικών και πρωτοευρωπαϊκών φυλών, πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην κλιματική διαφορά που κράτησε την βόρεια και κεντρική Ευρώπη κυριολεκτικά στον πάγο κατά την διαρκεια της μετάβασης απο την λεγομένη μεσολιθική στην νεολιθική εποχή, και της στέρησε την δυνατότητα μιας ανάλογης εξέλιξης με την αντίστοιχη του περιαιγιακού χώρου.)
Τα χαρακτηριστικά αυτά -αν και ολιγάριθμα σε σχέση με τον συνολικό συγκρίσιμο γλωσσικό όγκο μεταξύ των 'ινδοευρωπαϊκών γλωσσών- είναι τόσο θεμελιώδη, ώστε δημιούργησαν την βεβαιότητα ότι προέρχονται από μια κοινή μητέρα γλώσσα.
Το πιο πιθανό είναι ότι αυτή η βεβαιότητα μπόρεσε να εδραιωθεί επειδή συνήθως οι ομοιότητες αποδεικνύονται περισσότερο ελκυστικές για την ανθρώπινη προσοχή απ' ότι οι διαφορές. Η έμφυτη τάση του ανθρώπου να επικεντρώνεται στις ομοιότητες, ώστε να μπορεί να δημιουργεί συσχετισμούς, οδηγεί συχνά σε σφάλματα, και ιδίως όταν πρόκειται για συγκρίσεις μέσα από μεγάλες χρονικές διαστάσεις.
Έτσι πιθανόν εξηγείται το γιατί δόθηκε εξ' αρχής μεγαλύτερη βαρύτητα στις υπαρκτές βεβαίως, αλλά συγκριτικά ολιγάριθμες γλωσσικές σχέσεις μεταξύ των κυρίων "ινδοευρωπαϊκών" ομάδων, ενώ οι τεράστιες αναλογικά γλωσσικές διαφορές τους, είτε αγνοήθηκαν είτε αποδόθηκαν εσφαλμένα στην εκφυλιστική επίδραση του χρόνου.
Όμως όσοι ασχοληθούν σε βάθος με το θέμα, δεν θα μπορέσουν να εξηγήσουν πως η εκφυλιστική αυτή δύναμη του χρόνου επέδρασε τόσο επιλεκτικά, παραμορφώνοντας πλήρως τον κύριο όγκο των λέξεων, -βασικών και δευτερευόντων εννοιών αδιακρίτως- ενώ ταυτόχρονα επέτρεψε να διατηρηθεί ασύμμετρα -σε σχέση με τους γραμματικούς κανόνες σχεδόν κάθε Ι.Ε. γλώσσας πλην της ελληνικής-, σχεδόν ανέπαφο ένα πολύ μικρό τους μέρος, αποτελούμενο από βασικές λέξεις. (παραδείγματα δίδονται στην 5η σελίδα με λέξεις που σημαίνουν συγγένεια)
Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί, ότι όσο θα απείχαμε από την πραγματικότητα εάν ισχυριζόμαστε ότι έχουν κοινή προέλευση η Αγγλική και η Αραβική, μόνο και μόνο επειδή περιέχονται στο λεξιλόγιο τους κοινές λέξεις όπως ‘τηλέφωνο' και βάσει αυτών να αναζητούσαμε πάλι κάποια κοινή ‘μητέρα' τους, άλλο τόσο απέχει η αντίληψη ότι οι υπάρχουσες κοινές λέξεις και γραμματικές δομές επαρκούν για να προσδιορίσουν μια κοινή Ι.Ε. μητέρα γλώσσα.
Μόνο με ένα τόσο χονδροειδές παράδειγμα μπορεί να καταδειχθεί πόσο ανεδαφική είναι η άποψη ότι η γνωστή σε εμάς γλωσσική εξελικτική διαδικασία στον Ευρωπαϊκό χώρο επαρκεί για να εντοπισθούν τα ίχνη ενός λαού, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει θέσει τις βάσεις για την δημιουργία ενός αρχικού πυρήνα των κεντρικών ομάδων των ΙΕ γλωσσών ως σύνολο.
Η τεράστια αντοχή των γλωσσών στο πέρασμα του χρόνου μας έχει καταδείξει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να αναδιαταχθούν τεχνητά οι άπειρες διαδικασίες γλωσσικής εξέλιξης δεκάδων χιλιάδων χρόνων, δεν θα οδηγούσε παρά στην υποκατάσταση της επίπλαστης έννοιας «πρωτοινδοευρωπαϊκή φυλή», με κάποια άλλη αρχέγονη φυλή εξ' ίσου υποθετική και ανυπόστατη, εξασφαλίζοντας απλά την επανάληψη του σφάλματος της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας με διαφορετική διατύπωση και διαφορετική κάθε φορά γεωγραφική τοποθέτηση της αρχικής της κοιτίδας.
Ο λόγος που καθιστά αδύνατο τον προσδιορισμό της αρχικής προέλευσης των κατά τα άλλα υπαρκτών γλωσσικών ομάδων, όπως είναι η Γερμανική, η Σλαβική, η Κελτική, η Ινδοϊρανική κλπ, είναι πως αν ποτέ είχε υπάρξει μια τέτοια αρχική ενότητα,-πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο- αυτή θα έπρεπε να αναζητηθεί σε εποχές πολύ πρωθύστερες των τελευταίων παγετώνων και γεωλογικών ανακατατάξεων του 9.500 π.Χ. τουλάχιστον.
Στην πραγματικότητα οι κύριες ομάδες γλωσσών απέκτησαν στην πορεία του χρόνου πάρα πολλές σχέσεις λόγω των διαφόρων επαφών μεταξύ τους. Το γεγονός όμως ότι σχέσεις αυτές είναι ήδη αρχαιότατες, δεν σημαίνει ότι από ένα χρονικό σημείο και μετά παύουν να είναι και επίκτητες.
Παράλληλα, εξετάζοντας τις πιο κοινές από αυτές τις γλωσσικές ομοιότητες, όσες δηλαδή δεν θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα διμερών σχέσεων λόγω γειτνίασης μια και εμφανίζονται στην πλειονότητα των γλωσσών της 'Ι.Ε. οικογένειας', μπορούμε να εξάγουμε κάποια πολύ σημαντικά συμπεράσματα :
Με δεδομένες τις τεράστιες αποστάσεις που χωρίζουν τους λαούς που τις έχουν ενσωματώσει στη γλώσσα τους και λόγω του ότι ορισμένες ετυμολογούνται μόνο στην Ελληνική (π.χ. η λέξη ζυγός) και ακόμη επειδή κάποιες άλλες υπακούουν σε γραμματικούς κανόνες της Ελληνικής (π.χ. οι λέξεις πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ όπως θα δούμε αναλυτικότερα στην 5η σελίδα), μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εμφανώς προέρχονται από μια ομόκεντρη πηγή πολιτισμού, με υψηλού επιπέδου γνώσεις στην ναυτιλία και τις επιστήμες, φέροντας μια επίσης υψηλού επιπέδου νοηματική γλώσσα -όπως αναγνωρίζεται παγκοσμίως η Ελληνική διαχρονικά-, καθώς όλα τα αρχαιολογικά και γεωλογικά στοιχεία επίσης συνάδουν προς αυτή την οπτική..
Με το συμπέρασμα βέβαια αυτό δεν υπονοείται σε καμία περίπτωση ότι εκείνη η πρωτοελληνική γλώσσα θα μπορούσε να ήταν και ο αρχικός πρόγονος ή έστω το κατάλοιπο κάποιου κοινού γλωσσικού προγόνου όλων των υπολοίπων 'Ι.Ε." γλωσσών, με βάση το γνωστό μοντέλο της 'Ι.Ε' θεωρίας.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί πιθανό, τη στιγμή που ο πυρήνας της κάθε μιας από αυτές τις ξεχωριστές κύριες ομάδες της λεγόμενης "ινδοευρωπαϊκής" οικογένειας, δεν παρουσιάζει ορατή σύγκλιση, προς καμία γνωστή γλώσσα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ‘μητέρα' των υπολοίπων, με δεδομένη την μεγάλη γλωσσική ανομοιογένεια και απόκλιση των κύριων ‘ινδοευρωπαϊκών' ομάδων μεταξύ τους τους αφ' ενός, αλλά και και του τεράστιου χρονικού διαστήματος που θα απείχε από την σχετικά πρόσφατη περίοδο της προϊστορίας ο ζητούμενος αρχικός πυρήνας της θρυλουμένης προπατορικής πρωτογλώσσας, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις.
Όμως, αυτό που μπορούμε να τεκμηριώσουμε είναι το εξής : ότι ο λαός που ομιλούσε την αρχαϊκή πρωτοελληνική Ιαπετική γλώσσα, με την δύναμη των πολιτισμικών στοιχείων που κόμιζε όσο και με την διείσδυση του μέσα σε διαφορετικούς κάθε φορά λαούς, κατέστησε και τότε τη γλώσσα του αποδεκτή ως αρχέτυπο, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη, δρώντας εποικοδομητικά και συμπληρωματικά επί υπαρκτών γλωσσών της απόμακρης εκείνης εποχής, όπως ακριβώς συνεχίζει να δρα και σήμερα με την ανάμιξη των ποικίλων νοημάτων της περισσότερο γνωστής και αρκετά νεότερης κλασσικής Αρχαιοελληνικής γλώσσας σε όλες ανεξαιρέτως της γλώσσες του κόσμου.
Ας δούμε κάποια από τα τεκμήρια :
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα των γλωσσικών σχέσεων που παρατηρούνται ανάμεσα στις περισσότερες από τις "ινδοευρωπαϊκές" γλώσσες αποτελούν και οι λέξεις που δηλώνουν την εξ' αίματος συγγένεια :
Φράτηρ ή φράτωρ είναι μια αρχαιότατη Δωρική λέξη, εννοιολογικά πολύ κοντά στην λέξη ‘αδελφός', με την έννοια του γόνου της κοινωνικής ομάδος που λεγόταν Φράτρα που και αυτή ως όρος έφερε το νόημα της Αδελφότητας.
‘Όμως ως έννοια αυτόνομη, όταν δηλαδή δεν συνοδευόταν από διευκρινιστικούς επιθετικούς προσδιορισμούς όπως π.χ. ‘ομόδελφος' ή ‘ομόπατρος', ο γενικός όρος ‘φράτηρ' συμπεριελάμβανε αδιακρίτως κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες σήμερα είναι σαφώς διακριτές μεταξύ τους, σύμφωνα με την τρέχουσα κοινωνική αντίληψη:
* την σημερινή έννοια αδελφός,
* την σημερινή έννοια ετεροθαλής αδελφός,
* την σημερινή έννοια εξάδελφος,
Αν κάποιος συγκρίνει την ελληνική λέξη ‘φράτηρ', με τις αντίστοιχες 'ινδοευρωπαϊκές" λέξεις για την έννοια ‘αδελφός', θα παρατηρήσει μια μεγάλη ομοιότητα, καθώς αυτή η πάρα πολύ βασική για τις ανθρώπινες σχέσεις λέξη, έχει το θέμα ‘fra > bra > bro' κοινό σε όλες τις γλώσσες που βλέπουμε στον παρακάτω πίνακα, αρχαίες και νεότερες:
Brodir στα Ισλανδικά, για να πιάσουμε το ένα άκρο, brathir παλαιο-Ιρλανδικά, brodor στα παλαιο-Αγγλικά, brawd Ουαλλικά, brathor / brathair Κέλτικα, fraire Γαλλικά, frater στα Λατινικά, bruder στα Γερμανικά, bror Νορβηγικά, brobar στα Γοτθικά, broder στα Δανικά και Σουηδικά, στα Λιθουανικά brolis, Πρωσικά brate, Ρωσικά, Σερβικά, Πολωνικά brat , Τσέχικα bratr, παλαιο-Σλαβικά bratru, και από το άλλο άκρο στα Περσικά baradar, Ζενδικά bratar, Παχλεβί bradar, Κουρδικά bira, Φρυγικά βράτερε, Ουζμπεκικά birodar (παρ' ότι είναι μη ‘ινδοερωπαϊκή' γλωσσα, και αυτό είναι μια σημαντική ένδειξη ότι η λέξη είναι δυνατόν και να δανεισθεί ) Τοχαρικά pracer ή pracar, Σανσκριτικά bhratr και Βεγγαλέζικα bhrata καλύπτοντας έτσι μια τεράστια περιοχή του κόσμου.
Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται αναφορά σε μια εναλλακτική γλωσσολογική θεωρητική πρόταση η οποία θέτει την αναζητούμενη κοιτίδα του πολιτισμού που δημιούργησε τις γλωσσικές σχέσεις μεταξύ των επονομαζομένων ‘ινδοευρωπαϊκών γλωσσών' στις βυθισμένες περιοχές του Αιγαίου και στα χρονικά πλαίσια μεταξύ παλαιολιθικής και μεσολιθικής εποχής.
Συνοψίζοντας την θεωρητική γλωσσολογική πλευρά του θέματος, περιγράφεται ένα μοντέλο εξάπλωσης που διαφέρει ριζικά από το κοινό θεωρητικό υπόβαθρο των μέχρι τώρα επίδοξων ερμηνευτών του μεγάλου αυτού ζητήματος και τέλος γίνεται μια αναλυτικότερη αναφορά σε ένα από τα πιο σημαντικά σημεία του, που είναι η διερεύνηση των πιο διαδεδομένων από τις κοινές
λέξεις στις λεγόμενες "ινδοευρωπαϊκές" γλώσσες, αυτές δηλαδή που εκφράζουν την εξ' αίματος συγγένεια.
Οι γενικές θέσεις τις ινδοευρωπαϊκής θεωρίας και οι αρχικοί εμπνευστές της είναι στοιχεία λίγο-πολύ γνωστά σε όλους, μια και επαναλαμβάνονται με την μία ή την άλλη μορφή για δύο περίπου αιώνες. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι υποστηρίζουν πως ένας αρχαίος προγονικός λαός εισέβαλε κατά κύματα στην Ευρώπη κατερχόμενος από τον βορά και εκτόπισε προϊστορικούς εγκατεστημένους λαούς, δημιουργώντας με την σταδιακή διάσπαση και ανάμιξη του με τους προηγούμενους πληθυσμούς, τις σημερινές ομάδες γλωσσών. Τον λαό αυτό τον έχουν ονομάσει σχηματικά ‘πρωτο-ινδοευρωπαϊκή φυλή'.
Πρέπει να δεχθούμε κατ' αρχάς, ότι η μεγάλη εδραίωση της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας που επικρατεί στο διεθνές αλλά και στο ελληνικό πανεπιστημιακό κατεστημένο δεν θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας τυχαίας εκτίμησης.
Η γλωσσολογικά ορθή -από ταξινομική άποψη- κατάταξη σε γλωσσικές οικογένειες των περισσοτέρων κύριων ομάδων και υποομάδων των ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσών, καθώς και η προσεγμένη αληθοφάνεια και λογικοφάνεια των θεωρητικών επιχειρημάτων της, είναι στοιχεία που έχουν δώσει την εικόνα μιας συγκροτημένης και δομικά στέρεης γλωσσικής θεωρίας, καθώς οι περισσότερες από τις ομάδες αυτές κατά την άποψη του γράφοντος και υπαρκτές είναι και σε γενικές γραμμές οι γλωσσικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα μέσα στα γλωσσικά σύνορα της κάθε μιας, ερμηνεύονται ορθολογικά.
Παρ' όλα αυτά και η αλήθεια και η λογική δυστυχώς απέχουν πάρα πολύ από ένα καθοριστικό για την θεωρία αυτή σημείο, το οποίο αποτελεί και την ουσιαστικότερη θεωρητική της προϋπόθεση.
Το σύνολο των υπαρκτών γλωσσικών ομάδων του παραπάνω πίνακα, ομαδοποιείται από την Ι.Ε. θεωρία, κάτω από την αμφίβολη ονομασία "Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσική Οικογένεια", έτσι ώστε να τους προσδοθεί μια ενότητα που δεν δείχνουν να έχουν, απαιτώντας παράλληλα και μια κοινή πρόγονο των παραπάνω κυρίων ομάδων ως μητέρα γλώσσα, από την οποία θεωρεί ότι προέκυψαν οι υπόλοιπες.
Όλα αυτά όμως συνθέτουν μια υπόθεση η οποία δεν συμβαδίζει ικανοποιητικά ούτε με υπάρχοντα υλικά ευρήματα, ούτε και με γλωσσικά φαινόμενα, κάποια από τα οποία θα αναλύσουμε στις επόμενες σελίδες.
Στην ουσία οι θεωρητικοί αυτής της άποψης στηρίζονται μόνο σε γλωσσικά ίχνη, ενώ παράλληλα ακροβατούν πάνω σε κάποια ασήμαντα για το μέγεθος του Ζητήματος αρχαιολογικά ίχνη τα οποία αυθαίρετα αποδίδουν στην ‘πρωτοϊνδοευρωπαϊκή' αυτή φυλή. Όμως κανένα από αυτά τα δύο είδη ιχνών αν και υπαρκτά, δεν παρέχει το είδος των αποδείξεων που θα φανέρωναν την συγκεκριμένη ταυτότητα, και κυρίως την προς νότο κατεύθυνση μεταναστευτικών κινήσεων του υποθετικού λαού, ώστε να ερμηνεύσουν το γλωσσικό αυτό φαινόμενο με ουσιαστικά επιχειρήματα, και να μπορέσουν έτσι να δικαιωθούν οι πολυάριθμοι επίδοξοι ερμηνευτές του.
Σημειωτέον είναι ότι όλοι οι θεωρητικοί που κατά καιρούς παρουσίασαν και από μια νέα εκδοχή της Ι.Ε. θεωρίας, είχαν όλοι στη σκέψη το ίδιο μοντέλο εξάπλωσης και την ίδια εν πολλοίς γλωσσολογική αντιμετώπιση προς το θέμα, διαφέροντας ο καθ' ένας σχεδόν αποκλειστικά ως προς την γεωγραφική θέση της κοιτίδας της προκατασκευασμένης αυτής ‘φυλής'.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που συνειδητοποιεί κανείς όταν ασχοληθεί με το ΙΕ ζήτημα, είναι πως λόγω των πολλαπλών διαστάσεων του, είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί με επιστημονικό τρόπο από μεμονωμένους ερευνητές, έστω κι αν αυτοί είναι ειδικοί επιστήμονες.
Σαφή και οριστικά επιστημονικά συμπεράσματα θα μπορούσαμε να έχουμε, μόνο εάν είχε συσταθεί για την επίλυση του μια διεθνής ερευνητική ομάδα, από ανθρωπολόγους, αρχαιολόγους, γλωσσολόγους, και γεωλόγους, ο καθένας τους με διεθνή αναγνώριση. Με λίγα λόγια μια συνεργασία ουσιαστικά ανέφικτη κάτω από τις τρέχουσες διεθνείς πολιτικοοικονομικές συνθήκες ανταγωνισμού.
Γνωρίζουμε βέβαια εκ των προτέρων ότι με μια νέα θεωρητική πρόταση δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί επαρκώς μια τέτοια ομάδα.
Μπορούμε παρ' όλα αυτά να προσφέρουμε μια άποψη ανεξάρτητη από σκοπιμότητες, με στόχο τα βαθύτερα αίτια της δημιουργίας του ζητήματος. Μια άποψη που θα αποτελεί κάτι παραπάνω από την προσθήκη μίας ακόμη στις τόσες έρευνες που περιστρέφονται γύρω από το γιατί δεν είναι δυνατόν να ισχύει η ινδοευρωπαϊκή θεωρία.
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να ανακαλυφθούν τα αίτια της δημιουργίας αυτών των αινιγματικών γλωσσολογικών διασυνδέσεων, και για ξεκίνημα θεωρήσαμε την περιοχή του Αιγαίου ως την πιθανή κοιτίδα του φερομένου ως πρωτο-ινδοευρωπαϊκού λαού σε μια υπόθεση εργασίας.
Μια πολύ χρήσιμη και καθοριστική διαπίστωση προήλθε από ένα συγκριτικό πίνακα από 161 βασικές λέξεις σε 114 διαφορετικές γλώσσες (Ι.Ε. και μη) , που ο γράφων συνέταξε με κριτήριο την διαχρονικότητα τους και την πρωτογενή τους σχέση με το αντικείμενο που εκφράζουν.
Η διαπίστωση που προέκυψε, ήταν ότι το μοντέλο δημιουργίας και εξάπλωσης των γλωσσικών σχέσεων όπως τίθεται στο κοινό θεωρητικό υπόβαθρο που στηρίζει την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, δεν ομοιάζει καθόλου με τα μοντέλα εξάπλωσης που παρουσιάζουν οι κύριες ομάδες των λεγομένων Ι.Ε. γλωσσών. Θα έπρεπε συνεπώς να είχε διαμορφωθεί τελείως διαφορετικά, αφού μέσα από την διαχρονική αυτή σύγκριση, γίνεται φανερό πως οι χρόνοι που απαιτήθηκαν για την διαμόρφωση γλωσσικών φαινομένων σε άλλες ομάδες γλωσσών, δεν αντιστοιχούν καθόλου με την περίπτωση των ανάλογων ‘ινδοευρωπαϊκών', ως υποθετικών απογόνων μιας τεχνητής και πολύ αμφισβητήσιμης γλώσσας, διότι παρουσιάζουν μια ακανόνιστη και χρονικά ασύμβατη μορφή εξέλιξης όσον αφορά τις κοινές λέξεις και γραμματικές δομές.
Ας δούμε λοιπόν σε πολύ γενικές γραμμές ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν την ινδοευρωπαϊκή θεωρία αμφισβητήσιμη.
Στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο που περιβάλλει το Αιγαίο, έχει βρεθεί πληθώρα αρχαιολογικών στοιχείων εξαιρετικά παλαιών, που ανήκουν σε λαούς που έχουν δράσει με διακριτή πολιτισμική και γλωσσική ταυτότητα, και με συγκεκριμένες ονομασίες καταγεγραμμένες σε αρχαίες πηγές.
Θα έπρεπε συνεπώς να είχαν ήδη βρεθεί και κάποια χειροπιαστά αρχαιολογικά ευρήματα κοινής ΙΕ τεχνοτροπίας προερχόμενα και από έναν τόσο σημαντικό λαό που υποθετικά μίλησε την πρωτο-ΙΕ γλώσσα, μια και χρονικά τοποθετούν ότι έδρασε κατά την ίδια ή ακόμη και μεταγενέστερη εποχή με αυτήν που αντιστοιχεί σε υπάρχοντα ευρήματα άλλων λαών.
Αυτονόητο είναι ότι ένας τέτοιος λαός για να ήταν σε θέση να επηρεάσει τις γλώσσες τόσων πολλών και διαφόρων μεταξύ τους λαών, θα έπρεπε -εάν είχε ποτέ υπάρξει- να παρουσίαζε κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του, λίγο πριν την υποθετική αυτή εξάπλωση προς νότο, κάποιες προϋποθέσεις με τα εξής τουλάχιστον χαρακτηριστικά :
1) Να κατείχε μια σχετικά εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή,
2) Να διέθετε ένα σημαντικό πληθυσμό από άποψη αριθμών,
3) Να διατηρούσε μια ισχυρή πολιτισμική και γλωσσική συνοχή, όσο και μια αξιομνημόνευτη ονομασία.
Με τα παραπάνω δεδομένα και σύμφωνα με το μοντέλο της γνωστής θεωρίας, αν η εξάπλωση της πρωτογλώσσας είχε ξεκινήσει από κάποιο κεντρικό πυρήνα όπως προτείνουν, θα είχαμε την δυνατότητα να παρατηρήσουμε μαζί με την αργή επέκταση του λαού αυτού για εκμεταλλεύσιμα εδάφη, και μια παράλληλη διακτίνωση αμοιβαία κατανοητών γλωσσών, κατά το πρότυπο π.χ. των σλαβικών γλωσσών, διότι προφανώς η αργή επέκταση θα προσέφερε και τον αντίστοιχο χρόνο για την απρόσκοπτη μετάδοση της ίδιας της γλώσσας τους.
Το διάγραμμα εξέλιξης της ΠΙΕ γλώσσας δηλαδή, αν έτσι είχαν τα πράγματα, θα παρουσίαζε μια γραμμική, προβλέψιμη και σε γενικές γραμμές ομαλή εξελικτική πορεία στον χρόνο, όπως σχηματικά βλέπουμε στον επόμενο πίνακα :
Όμως ένα τέτοιου είδους φαινόμενο δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στην έκταση που ομιλούνται οι ‘ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες, ούτε καν γύρω από τον Ελλαδικό χώρο. Π.χ περιέργως δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, οποιαδήποτε αρχαϊκά γλωσσικά κατάλοιπα ελληνικής προέλευσης στην βαλκανική, βορείως του ελλαδικού χώρου, ενώ αντιθέτως υπάρχουν στα Σανσκριτικά, στα βόρεια της Ινδίας, μια απόσταση τριάντα και πλέον φορές μεγαλύτερη !
Με δεδομένο λοιπόν ένα τόσο εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο κάλυψης, το μοντέλο εξάπλωσης των γλωσσικών συγγενειών που ζητάμε θα πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικό, ενώ η προγονική κοιτίδα θα πρέπει να αναζητηθεί σε έναν χώρο, με κάποιες γεωγραφικές ιδιαιτερότητες που να υποδεικνύουν δύο τουλάχιστον ειδών διαφορετικές αιτίες, σχετικές όμως και οι δύο με το υδάτινο στοιχείο :
Αφ' ενός μεν μια απότομη και εσπευσμένη διασπορά του προγονικού λαού προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις -όπως π.χ καταδεικνύουν τα ίχνη της φυσικής καταστροφής που επέφερε ο κατακλυσμός του Αιγαίου- και αφ΄ετέρου η κοιτίδα αυτή θα έπρεπε λογικά να βρίσκεται κοντά στην θάλασσα και να κατοικείται από έναν λαό με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες θαλάσσιας μετακίνησης συγκριτικά με τους γειτονικούς του λαούς.
Είναι φυσικό να θεωρήσουμε τις δύο παραπάνω περιπτώσεις, ως τις αμέσως πιθανότερες για την ερμηνεία της ασύμμετρης εξάπλωσης των γλωσσικών συγγενειών, με δεδομένα τα μέσα μεταφοράς και τις περιορισμένες δυνατότητες μαζικής μετακίνησης των λαών την προϊστορική εποχή, έχοντας αποκλείσει την επίγεια ομαλή εξάπλωση ως μη δυναμένη να καλύψει εξ΄ολοκλήρου τις τεράστιες αποστάσεις που απέχουν λαοί, οι γλώσσες των οποίων έχουν χαρακτηρισθεί "ινδοευρωπαϊκές". (Από την Ισλανδία μέχρι τον κόλπο της Βεγγάλης, και από την Σιβηρία μέχρι την Ιβηρική )
Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι στον χώρο του Αιγαίου, έχουν βρεθεί τα αρχαιότερα ίχνη ναυσιπλοΐας στον κόσμο ! Μάλιστα σχετικά πρόσφατα, τον Νοέμβριο του 2005, ο Δρ. A.J.Ammerman του πανεπιστημίου Colgate της Νέα Υόρκης βρήκε στη θέση Νησί της Κύπρου ίχνη που απέδωσαν την εξής πολύ σημαντική διαπίστωση : Ότι από το 10.000 π.Χ. έχουμε αποδείξεις για την δυνατότητα των κατοίκων του Αιγαίου για μεγάλα αλιευτικά ταξίδια 80 με 160 χιλιόμετρων ημερησίως. Τα ίχνη αυτά είναι ένα μικρό μέρος από τα πάμπολλα που έχουν ήδη βρεθεί διάσπαρτα στο Αιγαίο.
Το πρότυπο της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας έχει επιβάλλει μια άτυπη παγίωση :
Οι γλώσσες που θεωρήθηκαν προερχόμενες από τον υποθετικό πρώτο-ΙΕ λαό, να εκλαμβάνονται μοιραία ως η εξέλιξη ή παραφθορά μιας αρχικής μητέρας-γλώσσας, οπότε και οι όποιες γλωσσικές ομοιότητες μεταξύ τους- ως συνέπεια της εκτίμησης αυτής-, να θεωρούνται εκ προοιμίου κατάλοιπα της βασικής δομής της υποθετικής αυτής γλώσσας.
Όμως το ενδεχόμενο ότι οι γλωσσικές ομοιότητες μπορεί και να αποτελούν ένα στοιχείο, μεταγενέστερο της αρχικής δημιουργίας των βασικών ομάδων των ΙΕ γλωσσών δεν λήφθηκε ποτέ σοβαρά υπ' όψη. Ότι θα μπορούσαν δηλαδή οι κοινές λέξεις και δομές, να αποτελούν μια εξωτερική γλωσσική επίδραση που εισήχθη σε αυτές, από κάποια κοινή γλωσσική πηγή, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο μετάδοσης, έξω από την φυσιολογική και μακρόχρονη διαδικασία μετάβασης από μια μητρική σε μια θυγατρική γλώσσα.
Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί το ενδεχόμενο αν θα μπορούσε η Ελληνική ως υπαρκτή, ζωντανή και ιστορική γλώσσα, να ήταν στην αρχαϊκή της μορφή, η γενεσιουργός αιτία που δημιούργησε τις ποικίλες μεταξύ τους σχέσεις και συγκεκριμένα αυτές που ανιχνεύονται μεταξύ του συνόλου σχεδόν των λεγομένων ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσών, και όχι αυτές μεταξύ δύο ή τριών γειτονικών ομάδων.
Κατά την άποψη του γράφοντος, θα έπρεπε να αξιολογηθούν κατά κύριο λόγο οι όποιες κοινές γλωσσικές καταβολές εντοπίζονται επί του συνόλου μιας τόσο μεγάλης θεωρητικά οικογένειας και δευτερευόντως όσες προκύπτουν από την σύγκριση μικροτέρων και γεωγραφικά γειτονικών ομάδων γλωσσών .
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε αρχικά, εάν μπορούμε να θεωρήσουμε την Ελληνική ως μητέρα-γλώσσα, αποδίδοντας έτσι μητρογονική φύση στις σχέσεις της με κάποιες γειτονικές της γλώσσες όπως τα Λατινικά.
Θα πρέπει όμως να ληφθεί σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο, να αποδοθεί μια πατρογονική φύση στις γλωσσικές σχέσεις μεταξύ της ελληνικής και άλλων πιο απομεμακρυσμένων γλωσσών -σε διαφορετικές χρονικές περιόδους-.
O παραλληλισμός αυτός με την εισαγωγή των αδόκιμων όρων 'μητρογονική ' και ‘πατρογονική' έγινε για να καταδειχθεί η φύση της διαδικασίας αφ΄ενός, και αφ' ετέρου το μέτρο της διαφοράς στην ταχύτητα της διεκπεραίωσης των γλωσσικών γενετικών πράξεων, όπως αντίστοιχα ορίζεται εκ φύσεως για τον καθ΄ένα εκ των δύο γονέων διότι :
για την μεν μητέρα η διαδικασία της γένεσης συμβαίνει να είναι χρονοβόρα και ενδοσωματική, για τον δε πατέρα είναι ταχύτατη και το κυριότερο : εξωσωματική.
Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα αυτό σε αντιστοιχία με την γένεση των διαφόρων ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσικών σχέσεων, θα αποδείξουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η δεύτερη διαδικασία αποδίδει ορθότερα την πορεία διαμόρφωσης τους, με την χρήση του όρου ‘πατρική γλώσσα' αντί για ‘μητρική' για την περιγραφή ενός κοινού γλωσσικού προγόνου, ο οποίος μετέδωσε με σχετικά ταχείες όσο και πολλαπλές επαφές τα γλωσσικά του χαρακτηριστικά, σε πολλές και διαφορετικές ‘μητέρες' γλώσσες και σε πολύ μικρότερους χρόνους απ' ότι γενικά θεωρείται φυσιολογικό για την «κυοφορία» μιας νέας γλώσσας !
Μέσα από συνδυασμένες γλωσσολογικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις, σε λέξεις που είναι κοινές στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, μπορούμε να αποδείξουμε ότι, σύμφωνα με το πρότυπο που εισηγείται η ΙΕ θεωρία, ούτε μία από της κύριες ομάδες γλωσσών της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κεντρικός πυρήνας της, και φυσικά ούτε και η Ελληνική μπορεί να ανήκει στο είδος της ‘μητρικής γλώσσας' που εκ του εαυτού της γέννησε κάποιες «ινδοευρωπαϊκές» γλώσσες, και αντίστοιχες φυλές, εκτός ίσως από μερικές γλώσσες πολύ κοντινές γεωγραφικά και γλωσσικά όπως είναι η Λατινική.
Όμως όλα τα στοιχεία που υπάρχουν συγκλίνουν σε μια στέρεη πολυεστιακή απόδειξη : ότι η πρωτο-Ελληνική σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, είναι η πατρική γλώσσα των Ευρωπαίων, δηλαδή ο αναζητούμενος κοινός γλωσσικός παράγων ο οποίος γονιμοποίησε πολλαπλές ‘μητέρες' γλώσσες επηρεάζοντας τις μορφογενετικά.
Η πολυδιάστατη αυτή επιρροή, (σε διαφορετικά χρονικά, τοπικά και γλωσσικά επίπεδα) συνίσταται στο να τους έχει προσδώσει κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά, είτε με την μορφή δανείων, είτε θεσπίζοντας για πρώτη φορά ονομασίες για άγνωστες για τους λαούς αυτούς έννοιες, όπως την ορολογία για τον καθορισμό σχέσεων συγγενείας, την ονοματοδοσία ανθρωπίνων εσωτερικών οργάνων (π.χ. καρδιά), νέων τεχνικών κατασκευών (π.χ. ζυγός), καθώς και τις ονομασίες των βασικών αριθμών στα πλαίσια του πολιτισμικού μοντέλου που τους μετέδιδαν οι Πρωτοέλληνες.
Η διαφορά πολιτισμικού επιπέδου αποτυπώθηκε πάνω στις γλώσσες της εν λόγω οικογένειας κατά τη διάρκεια των επαφών τους, όχι μόνο με την μορφή διάσπαρτων λέξεων, αλλά και με την μορφή της σύνταξης του λόγου, γεγονός το οποίο αντικατροπτίζει μια ανεπιφύλακτη αποδοχή του τρόπου σκέψης των πρωτοελλήνων, και γενικά του πολιτισμικού τους προτύπου, κατά την χρονική στιγμή της ενσωμάτωσης τους.
(Θα πρέπει να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η διαφορά πολιτισμικού επιπέδου μεταξύ πρωτοελληνικών και πρωτοευρωπαϊκών φυλών, πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην κλιματική διαφορά που κράτησε την βόρεια και κεντρική Ευρώπη κυριολεκτικά στον πάγο κατά την διαρκεια της μετάβασης απο την λεγομένη μεσολιθική στην νεολιθική εποχή, και της στέρησε την δυνατότητα μιας ανάλογης εξέλιξης με την αντίστοιχη του περιαιγιακού χώρου.)
Τα χαρακτηριστικά αυτά -αν και ολιγάριθμα σε σχέση με τον συνολικό συγκρίσιμο γλωσσικό όγκο μεταξύ των 'ινδοευρωπαϊκών γλωσσών- είναι τόσο θεμελιώδη, ώστε δημιούργησαν την βεβαιότητα ότι προέρχονται από μια κοινή μητέρα γλώσσα.
Το πιο πιθανό είναι ότι αυτή η βεβαιότητα μπόρεσε να εδραιωθεί επειδή συνήθως οι ομοιότητες αποδεικνύονται περισσότερο ελκυστικές για την ανθρώπινη προσοχή απ' ότι οι διαφορές. Η έμφυτη τάση του ανθρώπου να επικεντρώνεται στις ομοιότητες, ώστε να μπορεί να δημιουργεί συσχετισμούς, οδηγεί συχνά σε σφάλματα, και ιδίως όταν πρόκειται για συγκρίσεις μέσα από μεγάλες χρονικές διαστάσεις.
Έτσι πιθανόν εξηγείται το γιατί δόθηκε εξ' αρχής μεγαλύτερη βαρύτητα στις υπαρκτές βεβαίως, αλλά συγκριτικά ολιγάριθμες γλωσσικές σχέσεις μεταξύ των κυρίων "ινδοευρωπαϊκών" ομάδων, ενώ οι τεράστιες αναλογικά γλωσσικές διαφορές τους, είτε αγνοήθηκαν είτε αποδόθηκαν εσφαλμένα στην εκφυλιστική επίδραση του χρόνου.
Όμως όσοι ασχοληθούν σε βάθος με το θέμα, δεν θα μπορέσουν να εξηγήσουν πως η εκφυλιστική αυτή δύναμη του χρόνου επέδρασε τόσο επιλεκτικά, παραμορφώνοντας πλήρως τον κύριο όγκο των λέξεων, -βασικών και δευτερευόντων εννοιών αδιακρίτως- ενώ ταυτόχρονα επέτρεψε να διατηρηθεί ασύμμετρα -σε σχέση με τους γραμματικούς κανόνες σχεδόν κάθε Ι.Ε. γλώσσας πλην της ελληνικής-, σχεδόν ανέπαφο ένα πολύ μικρό τους μέρος, αποτελούμενο από βασικές λέξεις. (παραδείγματα δίδονται στην 5η σελίδα με λέξεις που σημαίνουν συγγένεια)
Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί, ότι όσο θα απείχαμε από την πραγματικότητα εάν ισχυριζόμαστε ότι έχουν κοινή προέλευση η Αγγλική και η Αραβική, μόνο και μόνο επειδή περιέχονται στο λεξιλόγιο τους κοινές λέξεις όπως ‘τηλέφωνο' και βάσει αυτών να αναζητούσαμε πάλι κάποια κοινή ‘μητέρα' τους, άλλο τόσο απέχει η αντίληψη ότι οι υπάρχουσες κοινές λέξεις και γραμματικές δομές επαρκούν για να προσδιορίσουν μια κοινή Ι.Ε. μητέρα γλώσσα.
Μόνο με ένα τόσο χονδροειδές παράδειγμα μπορεί να καταδειχθεί πόσο ανεδαφική είναι η άποψη ότι η γνωστή σε εμάς γλωσσική εξελικτική διαδικασία στον Ευρωπαϊκό χώρο επαρκεί για να εντοπισθούν τα ίχνη ενός λαού, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει θέσει τις βάσεις για την δημιουργία ενός αρχικού πυρήνα των κεντρικών ομάδων των ΙΕ γλωσσών ως σύνολο.
Η τεράστια αντοχή των γλωσσών στο πέρασμα του χρόνου μας έχει καταδείξει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να αναδιαταχθούν τεχνητά οι άπειρες διαδικασίες γλωσσικής εξέλιξης δεκάδων χιλιάδων χρόνων, δεν θα οδηγούσε παρά στην υποκατάσταση της επίπλαστης έννοιας «πρωτοινδοευρωπαϊκή φυλή», με κάποια άλλη αρχέγονη φυλή εξ' ίσου υποθετική και ανυπόστατη, εξασφαλίζοντας απλά την επανάληψη του σφάλματος της Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας με διαφορετική διατύπωση και διαφορετική κάθε φορά γεωγραφική τοποθέτηση της αρχικής της κοιτίδας.
Ο λόγος που καθιστά αδύνατο τον προσδιορισμό της αρχικής προέλευσης των κατά τα άλλα υπαρκτών γλωσσικών ομάδων, όπως είναι η Γερμανική, η Σλαβική, η Κελτική, η Ινδοϊρανική κλπ, είναι πως αν ποτέ είχε υπάρξει μια τέτοια αρχική ενότητα,-πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο- αυτή θα έπρεπε να αναζητηθεί σε εποχές πολύ πρωθύστερες των τελευταίων παγετώνων και γεωλογικών ανακατατάξεων του 9.500 π.Χ. τουλάχιστον.
Στην πραγματικότητα οι κύριες ομάδες γλωσσών απέκτησαν στην πορεία του χρόνου πάρα πολλές σχέσεις λόγω των διαφόρων επαφών μεταξύ τους. Το γεγονός όμως ότι σχέσεις αυτές είναι ήδη αρχαιότατες, δεν σημαίνει ότι από ένα χρονικό σημείο και μετά παύουν να είναι και επίκτητες.
Παράλληλα, εξετάζοντας τις πιο κοινές από αυτές τις γλωσσικές ομοιότητες, όσες δηλαδή δεν θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα διμερών σχέσεων λόγω γειτνίασης μια και εμφανίζονται στην πλειονότητα των γλωσσών της 'Ι.Ε. οικογένειας', μπορούμε να εξάγουμε κάποια πολύ σημαντικά συμπεράσματα :
Με δεδομένες τις τεράστιες αποστάσεις που χωρίζουν τους λαούς που τις έχουν ενσωματώσει στη γλώσσα τους και λόγω του ότι ορισμένες ετυμολογούνται μόνο στην Ελληνική (π.χ. η λέξη ζυγός) και ακόμη επειδή κάποιες άλλες υπακούουν σε γραμματικούς κανόνες της Ελληνικής (π.χ. οι λέξεις πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ όπως θα δούμε αναλυτικότερα στην 5η σελίδα), μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εμφανώς προέρχονται από μια ομόκεντρη πηγή πολιτισμού, με υψηλού επιπέδου γνώσεις στην ναυτιλία και τις επιστήμες, φέροντας μια επίσης υψηλού επιπέδου νοηματική γλώσσα -όπως αναγνωρίζεται παγκοσμίως η Ελληνική διαχρονικά-, καθώς όλα τα αρχαιολογικά και γεωλογικά στοιχεία επίσης συνάδουν προς αυτή την οπτική..
Με το συμπέρασμα βέβαια αυτό δεν υπονοείται σε καμία περίπτωση ότι εκείνη η πρωτοελληνική γλώσσα θα μπορούσε να ήταν και ο αρχικός πρόγονος ή έστω το κατάλοιπο κάποιου κοινού γλωσσικού προγόνου όλων των υπολοίπων 'Ι.Ε." γλωσσών, με βάση το γνωστό μοντέλο της 'Ι.Ε' θεωρίας.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί πιθανό, τη στιγμή που ο πυρήνας της κάθε μιας από αυτές τις ξεχωριστές κύριες ομάδες της λεγόμενης "ινδοευρωπαϊκής" οικογένειας, δεν παρουσιάζει ορατή σύγκλιση, προς καμία γνωστή γλώσσα που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ‘μητέρα' των υπολοίπων, με δεδομένη την μεγάλη γλωσσική ανομοιογένεια και απόκλιση των κύριων ‘ινδοευρωπαϊκών' ομάδων μεταξύ τους τους αφ' ενός, αλλά και και του τεράστιου χρονικού διαστήματος που θα απείχε από την σχετικά πρόσφατη περίοδο της προϊστορίας ο ζητούμενος αρχικός πυρήνας της θρυλουμένης προπατορικής πρωτογλώσσας, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις.
Όμως, αυτό που μπορούμε να τεκμηριώσουμε είναι το εξής : ότι ο λαός που ομιλούσε την αρχαϊκή πρωτοελληνική Ιαπετική γλώσσα, με την δύναμη των πολιτισμικών στοιχείων που κόμιζε όσο και με την διείσδυση του μέσα σε διαφορετικούς κάθε φορά λαούς, κατέστησε και τότε τη γλώσσα του αποδεκτή ως αρχέτυπο, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη, δρώντας εποικοδομητικά και συμπληρωματικά επί υπαρκτών γλωσσών της απόμακρης εκείνης εποχής, όπως ακριβώς συνεχίζει να δρα και σήμερα με την ανάμιξη των ποικίλων νοημάτων της περισσότερο γνωστής και αρκετά νεότερης κλασσικής Αρχαιοελληνικής γλώσσας σε όλες ανεξαιρέτως της γλώσσες του κόσμου.
Ας δούμε κάποια από τα τεκμήρια :
Η ‘αδελφική' σχέση των ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσών
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα των γλωσσικών σχέσεων που παρατηρούνται ανάμεσα στις περισσότερες από τις "ινδοευρωπαϊκές" γλώσσες αποτελούν και οι λέξεις που δηλώνουν την εξ' αίματος συγγένεια :
Φράτηρ ή φράτωρ είναι μια αρχαιότατη Δωρική λέξη, εννοιολογικά πολύ κοντά στην λέξη ‘αδελφός', με την έννοια του γόνου της κοινωνικής ομάδος που λεγόταν Φράτρα που και αυτή ως όρος έφερε το νόημα της Αδελφότητας.
‘Όμως ως έννοια αυτόνομη, όταν δηλαδή δεν συνοδευόταν από διευκρινιστικούς επιθετικούς προσδιορισμούς όπως π.χ. ‘ομόδελφος' ή ‘ομόπατρος', ο γενικός όρος ‘φράτηρ' συμπεριελάμβανε αδιακρίτως κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες σήμερα είναι σαφώς διακριτές μεταξύ τους, σύμφωνα με την τρέχουσα κοινωνική αντίληψη:
* την σημερινή έννοια αδελφός,
* την σημερινή έννοια ετεροθαλής αδελφός,
* την σημερινή έννοια εξάδελφος,
Αν κάποιος συγκρίνει την ελληνική λέξη ‘φράτηρ', με τις αντίστοιχες 'ινδοευρωπαϊκές" λέξεις για την έννοια ‘αδελφός', θα παρατηρήσει μια μεγάλη ομοιότητα, καθώς αυτή η πάρα πολύ βασική για τις ανθρώπινες σχέσεις λέξη, έχει το θέμα ‘fra > bra > bro' κοινό σε όλες τις γλώσσες που βλέπουμε στον παρακάτω πίνακα, αρχαίες και νεότερες:
Brodir στα Ισλανδικά, για να πιάσουμε το ένα άκρο, brathir παλαιο-Ιρλανδικά, brodor στα παλαιο-Αγγλικά, brawd Ουαλλικά, brathor / brathair Κέλτικα, fraire Γαλλικά, frater στα Λατινικά, bruder στα Γερμανικά, bror Νορβηγικά, brobar στα Γοτθικά, broder στα Δανικά και Σουηδικά, στα Λιθουανικά brolis, Πρωσικά brate, Ρωσικά, Σερβικά, Πολωνικά brat , Τσέχικα bratr, παλαιο-Σλαβικά bratru, και από το άλλο άκρο στα Περσικά baradar, Ζενδικά bratar, Παχλεβί bradar, Κουρδικά bira, Φρυγικά βράτερε, Ουζμπεκικά birodar (παρ' ότι είναι μη ‘ινδοερωπαϊκή' γλωσσα, και αυτό είναι μια σημαντική ένδειξη ότι η λέξη είναι δυνατόν και να δανεισθεί ) Τοχαρικά pracer ή pracar, Σανσκριτικά bhratr και Βεγγαλέζικα bhrata καλύπτοντας έτσι μια τεράστια περιοχή του κόσμου.
Είναι όμως εξ' ίσου σημαντικό να παρατηρήσουμε και αντίστροφα μια επίσης ουσιαστική λεπτομέρεια : ότι η ίδια αυτή λέξη διαφέρει πάρα πολύ και ως προς το θέμα (που στις 'ινδοευρωπαϊκές' είναι συνήθως fra > bra > bro), αλλά και ως προς την παραγωγική κατάληξη -τηρ σε κάποιες άλλες, -μερικές εξ' ίσου αρχαίες- γλώσσες, από διαφορετικές όμως γλωσσικές οικογένειες, παρ' όλο ότι αυτές υπήρξαν γεωγραφικά πολύ κοντινές και συχνά γειτονικές με τις παραπάνω, και μάλιστα παραμένουν γειτονικές για κάποιες χιλιάδες χρόνια.
Η λέξη ‘αδελφός' σε αυτές τις γλώσσες έχει τελείως διαφορετικό θέμα, κατάληξη, ήχο και ετυμολογία : Ουγγρικά fiutestver, Φινλανδικά veli, Εσθονικά vend, Βασκικά anaia, Αρχαία Αιγυπτιακά sn (μόνο τα σύμφωνα μας είναι γνωστά ), Ετρουσκικά ruva, Αραμαϊκά akha, Αραβικά Ah, Εβραϊκά Ah,Τουρκικά kardesh.
Ότι η λέξη ‘αδελφός' ως όρος, αφ' ενός δεν δανείζεται εύκολα, και αφ' ετέρου είναι από τις πιο ανθεκτικές στη φθορά του χρόνου, όπως στις γλώσσες με κοινή επιρροή από την Ελληνική γλώσσα απ΄ όπου προέρχεται και η λέξη φράτηρ, όπως θ' αποδείξουμε παρακάτω, βλέποντας ότι :
Οι λαοί που μιλούσαν τις παραπάνω ‘ΙΕ' λεγόμενες γλώσσες διατήρησαν σχεδόν αναλλοίωτο το βασικό θέμα της λέξης φράτηρ παρ΄ όλο ότι πέρασαν πολλές χιλιάδες χρόνια, και φυσικά αναμίχθηκαν με διάφορους τρόπους με τοπικούς πληθυσμούς και γλώσσες, αλλά το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και αντίστροφα : ότι οι γλώσσες δηλαδή που δεν ανήκουν σε αυτήν την ομάδα, δεν επηρεάσθηκαν δανειζόμενες μια ξένη για τους λαούς αυτούς λέξη, όπως αυτές με το κοινό θέμα ‘fra-, για μια τόσο ουσιαστική έννοια, όσο κοντά κι' αν βρέθηκαν ως γείτονες με τις παραπάνω ΙΕ γλώσσες, και για την ίδια μεγάλη χρονική διάρκεια.
Αυτό το φαινόμενο μας οδηγεί στη σκέψη ότι είναι πιθανό, η μετάδοση της λέξης αυτής να ήταν για τους "ΙΕ" λαούς το αποτέλεσμα όχι ακριβώς δανεισμού, γιατί όντως είναι δύσκολο να δανεισθεί ως όρος για να αντικαταστήσει πλήρως έναν προηγούμενο τοπικό, αλλά αποτέλεσμα μιας πρωταρχικής υιοθέτησης του για την απόδοση των κοινωνικών τους δεσμών, προερχόμενος από την άμεση επαφή τους με πρωτοελληνικά φύλλα !
Ας δούμε λοιπόν ποιά είναι τα στοιχεία που μας βεβαιώνουν ότι η λέξη φράτηρ και οι άλλες που σημαίνουν εξ αίματος συγγένεια (πατήρ, μήτηρ, και θυγάτηρ) προέρχονται απο μια πρωτοελληνική πηγή αφ' ενός, και αφ' ετέρου το γιατί δεν θα μπορούσαν να είναι κατάλοιπα κάποιας κοινής μητέρας γλώσσας / λαού από τον βορά...
Η διάσταση που δίνει μεγάλη αποδεικτική αξία στην λέξη φράτηρ, πέρα από την ταυτόχρονη φωνολογική και νοηματική σύνδεση μεταξύ αυτής και των παραγώγων της στις παραπάνω γλώσσες, είναι το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ανήκει, ειδικά όταν συνδυαστεί με την χρονική περίοδο που αυτό το κοινωνικό σύστημα αντιπροσωπεύει μέσα στον Ελληνικό χώρο, ερμηνεύοντας τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι πρωτοέλληνες την κοινωνική και βιολογική σχέση ‘αδελφός', ζώντας μέσα στο μητριαρχικό σύστημα, και πως αντιλαμβάνονταν τη ίδια σχέση αργότερα, μέσα από το πατριαρχικό!
Στα πλαίσια του μητριαρχικού συστήματος, φράτηρ ήταν ο γόνος της φρατρίας ή φατρίας, μιας από τις κοινωνικές ομάδες που αποτελούσαν τις υποδιαιρέσεις της φυλής. Κάθε φυλή είχε τρεις φράτρες ή φρατρίες, και ο αρχηγός της κάθε μιας από αυτές τις ομάδες λεγόταν φρατριάρχης ή φρατρίαρχος, με κάθε φράτρα να έχει τριάντα γένη, και το κάθε γένος να έχει τριάντα άνδρες...
Τα μέλη των φρατριών λέγονταν φράτερες ή φράτορες, και είχαν όπως θα δούμε δεσμούς αίματος μεταξύ τους, ενώ τα μέλη ολόκληρης της φυλής γενικότερα ονομάζονταν φυλέται. Το σύστημα αυτό αποτελούσε την βάση του μητριαρχικού συστήματος.
Στην εξέλιξη των πραγμάτων και με το πέρασμα από το μητριαρχικό στο πατριαρχικό σύστημα, για την απόδοση της αντίστοιχης με την σημερινή έννοια ‘αδελφός' χρησιμοποιήθηκαν αρχικά οι σύνθετες λέξεις αυτάδελφος ή ομόδελφος που χρησίμευαν ήδη από την εποχή του μητριαρχικού συστήματος για να διακρίνουν μέσα στα όρια του γένους, όσους φράτερες είχαν την ίδια μητέρα. (μια διάκριση που γινόταν προφανώς για τον καθορισμό της ειδικότερης αδελφικής σχέσης, αλλά και προς αποφυγή αιμομιξιών).
Άλλωστε και η ίδια η ανάγκη για την επινόηση ειδικών όρων όπως ‘αυτάδελφος΄ ή ‘ομόδελφος' ώστε να περιγραφεί ακριβέστερα κάποιος ως αδελφός από την ίδια μητέρα, αποδεικνύει πως δημιουργήθηκαν για να αντιδιασταλλούν με κάποιον υπάρχοντα όρο, αυτόν του αδελφού από ίδιο πατέρα. (ομόπατρος), και θα πρέπει να υιοθετήθηκαν από τις απαρχές της εφαρμογής του μητριαρχικού συστήματος, οπότε οι πρόδρομοι αυτοί του σημερινού ουσιαστικού ονόματος αδελφός, είχαν αρχικά τεθεί διευκρινιστικά ως επίθετα επί του ουσιαστικού φράτηρ :
φράτηρ ομόδελφος ή αυτάδελφος για τον αδελφό από την ίδια μητέρα, και
φράτηρ ομόπατρος για τον αδελφό από ίδιο πατέρα
Η λέξη φράτηρ ως αυτόνομο ουσιαστικό, χωρίς την προσθήκη των δύο παραπάνω επιθέτων είχε μόνο μια γενικότερη ταξινομική σημασία. Εξομοίωνε λοιπόν κατά μια έννοια όλους αυτούς τους γόνους της κοινωνικής ομάδας που λεγόταν γένος, τους οποίους ονόμαζαν γενικώς και ‘ομογάλακτους', ακριβώς λόγω της κοινής ανατροφής και συμβίωσης στα όρια του κοινωνικού συστήματος που επικρατούσε !
Κατά τη διάρκεια του μητριαρχικού συστήματος, η γυναίκα επέλεγε σύντροφο, ενώ τα παιδιά της αδιακρίτως πατρότητας ακολουθούσαν την μητρογονική γενεαλογική γραμμή, όπως επίσης και η οικογενειακή περιουσία, μια πανάρχαια συνήθεια, κατάλοιπο της οποίας έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας με την μορφή της προίκας.
Η κοινωνική μεταρρύθμιση που επέφερε η μετάβαση στο πατριαρχικό σύστημα, είναι και η κύρια αιτία που η λέξη φράτηρ δεν χρησιμοποιείται σήμερα στο Ελληνικό λεξιλόγιο σε αντίθεση με όλους αυτούς τους λαούς που προαναφέραμε, παρ΄ όλο ότι είναι μια Ελληνικότατη λέξη !
Βρίσκεται απλά σε αδράνεια, επειδή τα τελευταία τρεις χιλιάδες διακόσια χρόνια δεν υπάρχει στην Ελλάδα εκείνη η κοινωνική συγκρότηση που δημιουργούσε και αναγνώριζε το είδος της συγγενικής σχέσης που η λέξη αυτή αυτή εκφράζει !!
Ο αρχαίος πρωτοελληνικός λαός λοιπόν έκανε μια σαφή και συνειδητή διάκριση μεταξύ του συλλογικού όρου φράτηρ και των πιό εξατομικευμένων φράτηρ ομόδελφος, ή φράτηρ αυτάδελφος.
Όταν οι συγγένειες του συστήματος που οι όροι αυτοί εξέφραζαν, έπαψαν να υφίστανται ως κοινωνικός θεσμός, τότε έπαψε και να χρησιμοποιεί τον πρώτο με την συλλογική του έννοια, αποκόπτοντας το ουσιαστικό φράτηρ ως αυτονόητο, ενώ συντόμευσε τον δεύτερο όρο, (αντί ομόδελφος ή αυτάδελφος, έγινε απλά ‘αδελφός') αποδίδοντας έτσι μεγαλύτερη βαρύτητα στο πρώην επίθετο αυτάδελφος, με τη συγκεκριμένη σημασία και χρήση ως ουσιαστικού πλέον ονόματος !
Αντίθετα με αυτήν την γλωσσική εξέλιξη στα όρια του Ελληνικού χώρου, η οποία προφανώς συμβαδίζει με την εναλλαγή των τοπικών κοινωνικών όρων και την φυσιολογική παράλληλη πορεία εννοιολογικών και γλωσσολογικών μεταβολών μέσα στα όρια της Ελληνικής γλώσσας, στους υπόλοιπους λαούς που υοθέτησαν τη λέξη φράτηρ από τους πρωτοέλληνες, η εξέλιξη της ως όρος καθηλώθηκε, παραμένοντας αυτούσια στο λεξιλόγιο τους ως παρελήφθη.
Αυτό συνέβη κυρίως διότι η μεταρρύθμιση που επήλθε με την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο, δεν σήμανε μεταβολή του αντίστοιχου όρου σε όσους λαούς τον είχαν αποδεχθεί, όπως θα ήταν αναμενόμενο αν είχαν τις κοινές φυλετικές και πολιτισμικές καταβολές που συνήθως μεταφέρει η επίδραση μιας 'μητέρας' γλώσσας και άλλωστε αυτή η κοινωνική αλλαγή συνέβη πολύ μεταγενέστερα, σε εποχές όπου η πρωτοελληνική επιρροή στις χώρες αυτές είχε προφανώς παρέλθει.
Συνέπεια λοιπόν των διαφορών και της απόστασης μεταξύ τους ήταν να μην υπάρξει αντίστοιχη αλλαγή στην κοινωνική ζωή των λαών ομιλούντων 'ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες έτσι ώστε ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν κάποιο κατάλοιπο της λέξης 'φράτηρ' για να εκφράσουν την έννοια 'αδελφός'.
Τα ποικίλα αίτια που συνέβαλαν σε αυτήν την ασύμμετρη διάδοση και εξέλιξη της λέξης φράτηρ και των υπολοίπων όρων συγγενείας συνοψίζονται στους παρακάτω λόγους, οι οποίοι αν και διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, το πιο πιθανό είναι να ισχύουν όλοι -άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- μια και το χωροχρονικό πλαίσιο όπου πρέπει να τοποθετηθούν είναι τεράστιο:
* Επειδή τα πρώτα κύματα πρωτοελλήνων μεταναστών μετά τον κατακλυσμό, με μητριαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, μετέδωσαν επιλεκτικά την μόνη τότε ουσιαστική γι' αυτούς ονομασία για την έννοια αδελφός, δηλαδή φράτηρ, θεωρώντας την εποχή εκείνη τους όρους ομόπατρος ή ομόδελφος υπερβολικά εξειδικευμένους για λαούς μη οργανωμένους κοινωνικά.
* Η λέξη φράτηρ πιθανόν να εξελήφθη και από τους ίδιους τους μη πρωτοελληνικούς λαούς ως το ουσιαστικό, -η ουσία δηλαδή της έννοιας αδελφός- επειδή πιθανότατα απέρριψαν ως πλεονάζοντες επιθετικούς προσδιορισμούς τις λέξεις ομόδελφος ή ομόπατρος, ακούγοντας τους να έπονται της λέξης φράτηρ, καθώς δεν γνώριζαν τίποτα για την σύνθετη μητριαρχική δομή των πρωτοελλήνων, και τις διαβαθμίσεις συγγενείας της.
* Στη διάρκεια εκπολιτιστικών εκστρατειών των πρωτοελλήνων κατά την προϊστορία, όπως στην περίπτωση του Διονύσσου που εξεστράτευσε στην Ινδία με σκοπό να διαδώσει τον πολιτισμό και την Διονυσσιακή θρησκεία, η λέξη ‘φράτηρ' μαζί με τις άλλες που σημαίνουν βαθμούς συγγενείας (πατήρ, μήτηρ, θυγάτηρ) καταγράφηκαν όλες μαζί και στα Σανσκριτικά, διότι ήταν τότε που θεσμοθετήθηκαν οι οικογενειακές σχέσεις, ως επίδραση των εκπολιτιστικών αυτών εκστρατειών
* Οι ίδιοι οι πρωτοέλληνες επέλεξαν συνειδητά τη χρήση της έννοιας φράτηρ με τους λαούς τους οποίους ήλθαν σε επαφή, για να εκφράσουν την φιλική διάθεση τους με τους λαούς αυτούς χρησιμοποιώντας την μεταφορικά, ως μια πλατύτερη έκφραση φιλαδελφείας, έναντι της ουσιαστικότερης -εξ αίματος συγγενείας έννοια- ‘αυτάδελφος'.
* Ως δισύλλαβη η λέξη (φρά-τηρ) ήταν γενικά πολύ ευκολότερο να προφερθεί από ξένους, σε σχέση με μία πολυσύλλαβη (αυ-τά-δελ-φος) ή έστω αργότερα τρισύλλαβη (α-δελ- φός).
* Σε άλλες περιπτώσεις οι λαοί που σχετικά πρόσφατα και έμμεσα δέχθηκαν τον όρο φράτηρ, του απέδωσαν την έννοια ‘αδελφός' σύμφωνα με την δική τους πατριαρχική αντίληψη, διατηρώντας τον παράλληλα με την δική τους προϋπάρχουσα ορολογία. (π.χ. στα Ουζμπεκικά αν και είναι Αλταϊκή-Τουρανική γλώσσα, η λέξη αδελφός είναι aka ή uka αλλά και birodar).
* Η λέξη 'φράτηρ' με το ίδιο θέμα ‘fra > bra > bro', μετά την αρχική αφομοίωσή της από λαούς που το παρέλαβαν από πρωτοελληνικά φύλα, έμμεσα μεταδόθηκε και μεταξύ των θυγατρικών ή γειτονικών τους φυλών κατά την πορεία της εξελιξής τους, χωρίς καμία ανάμιξη πρωτοελλήνων (όπως π.χ. μεταξύ των διαφόρων σλαβικών, κελτικών ή ινδοϊρανικών λαών ).
Βλέπουμε λοιπόν ακόμη ότι και από την κοινωνική της πλευρά, η λέξη φράτηρ δείχνει να χάνεται στα βάθη του χρόνου, αφού το καθ' εαυτώ νόημα της συνδέεται άμεσα με ένα πανάρχαιο κοινωνικό / γενεαλογικό σύστημα όπως αυτό της μητριαρχίας.
Όμως η αξία και οι διαστάσεις που παίρνει η λέξη φράτηρ με βάση τους παραπάνω συσχετισμούς, δεν περιορίζονται στην ίδια τη λέξη, αλλά συνδυαζόμενη με κάποιες άλλες λέξεις εξ' ίσου βασικές και συγγενικές μεταξύ τους από κάθε εννοιολογική και ετυμολογική άποψη, μας δίνουν τη βεβαιότητα ότι συνθέτουν μαζί ένα ακόμη πιο σταθερό αποδεικτικό σύνολο λέξεων !
Οι λέξεις αυτές δεν είναι παρά οι Ελληνικές λέξεις πατήρ, μήτηρ και θυγάτηρ !
Πρώτα απ΄ όλα ανήκουν όλες στην ίδια γραμματική κατηγορία της ίδιας συγκροτημένης και πλήρως διαρθρωμένης Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας με τις ίδιες εναλλαγές στην κατάληξη : -τηρ, ή -τερ ή -τωρ !
Οι ίδιες φωνητικές τροπές της κατάληξης που εναλλάσσονται στη λέξη φράτηρ: δηλαδή φράτερ και φράτωρ, όπως συναντώνται στους διάφορους γραμματικούς τύπους των τοπικών Ελληνικών διαλέκτων διαχρονικά, παρατηρούνται επίσης και στις λέξεις πατήρ (πάτερ πάτωρ), μήτηρ (μήτερ μήτωρ,) και θυγάτηρ (θυγάτερ θυγάτωρ) είτε ως αυτόνομες λέξεις είτε ως συνθετικά λέξεων (π.χ. προπάτωρ ή βασιλομήτωρ).
Αυτό είναι δείγμα όχι μόνο της άμεσης συγγενικότητας των ελληνικών διαλέκτων, αλλά και της μακρόχρονης συγγενικότητας των ίδιων των τεσσάρων αυτών λέξεων μεταξύ τους, επιδεχόμενες τις ίδιες ακριβώς φωνητικές μετατροπές σε διαφορετικούς γραμματικούς τύπους !
Οι λέξεις αυτές ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο και κοινό γραμματικό τύπο της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, και της σημερινής εξέλιξης της, όντας όλες μακρόχρονα ουσιαστικά ονόματα, και συμβαδίζουν ως προς την κλίση τους στις διάφορες πτώσεις, πράγμα που δεν συμβαίνει στις παραπάνω γλώσσες. Αποτελούν παράγωγα των Ελληνικών ονομαστικών καταλήξεων, που προσδιορίζουν κάποια συγκρίσιμη χρήση και λειτουργία και ενεργούν ως νοηματικό πλαίσιο, όπως και στην ομάδα λέξεων με κατάληξη -τηρ.
Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι σύμφωνα με την γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, θα έπρεπε να κατατάξουμε τους όρους συγγενείας ως : τριτόκλιτα υγρόληκτα συγκoπτόμενα διπλόθεμα ακατάληκτα oυσιαστικά εις -ηρ', αποδίδοντας έτσι το -τ- στο θέμα και όχι στην κατάληξη. Όμως η δυσνόητη και συσσωρευτική αυτή ορολογία διαμορφώθηκε προφανώς κάποιες χιλιάδες χρόνια μετά από την δημιουργία των συγκεκριμένων όρων ενώ στην προκειμένη περίπτωση το φαινόμενο εξετάζεται κυρίως από φωνολογική και νοηματική άποψη, και δευτερευόντως από τυπολογική, επειδή και η σύγκριση με τις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες γίνεται κυρίως σε ένα φωνολογικό και νοηματικό επίπεδο που προκύπτει από την ετυμολογία.
Ειδικότερα το φαινόμενο μας ενδιαφέρει για την ετυμoλoγία τoυ, η οποία ως υπoδιαίρεση της γραμματικής, απoτελεί μια περισσότερο εννoιoλoγική συστηματoπoίηση, παρά τυπoλoγική. Σύμφωνα με τα παραπάνω, και οι τυχόν ανωμαλίες στην κλίση των υπολοίπων ονομάτων που λήγουν εις -τηρ, (συναίρεση) δεν αλλάζουν το γεγονός ότι οι 4 αυτές λέξεις συγγενείας (πατήρ μήτηρ φράτηρ θυγάτηρ) φωνητικά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύνολο ομοιοκατάληκτων λέξεων οι οποίες είναι όλες ουσιαστικά ονόματα και ανήκουν στην μεγάλη πλειονότητα τους στην ίδια ευρύτερη γραμματική κατηγορία, όπου διαφαίνεται εμφανώς η χρήση τους ως εκφράζουσες την ίδια λειτουργία του σημαίνοντος προσώπου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις υπόλοιπες που λήγουν εις -τηρ..
Η εν λόγω λοιπόν ονομαστική κατάληξη όντας παραγωγική , (όπως και οι καταλήξεις εις -εύς, -τος, -τής, -τωρ κλπ), έχοντας δηλαδή μια συγκεκριμένη λειτουργία, παράγουσα νοηματική αξία στην ελληνική γλώσσα σε συνδυασμό με την προσθήκη ρήματος και προσφύματος, υποδηλώνει το ενεργούν πρόσωπο , και κατ' επέκταση το όργανο, (δηλαδή η σημασία του οργάνου αποδίδεται μεταφορικά κατ' αναπαράσταση κάποιου ενεργούντος προσώπου) δια των οποίων μεταβιβάζεται η ενέργεια σε κάποιο προφανές αντικείμενο, και συνδέεται με αυτό, δίνοντας ως δεύτερο συνθετικό των λέξεων μια γενικότερη νοηματική συνοχή στις λέξεις που διαμορφώνει :
αορτήρ, αστήρ, βατήρ, βραστήρ, γαστήρ, δοτήρ, ζευκτήρ, ζωστήρ, θετήρ, θυγάτηρ, καθετήρ, καυτήρ, κλητήρ, κλωστήρ, κρατήρ, κοπτήρ, λαμπτήρ, λουτήρ, μήτηρ, νιπτήρ, οπτήρ, πατήρ, πλαστήρ, πλωτήρ, ρητήρ, στατήρ, στρωτήρ, σφιγγτήρ, σωτήρ, φυσητήρ, φράτηρ, φραστήρ, φωστήρ, χρωστήρ.
Δεν υπάρχει όμως αντίστοιχη ομάδα από ομοιοκατάληκτες λέξεις με ανάλογη νοηματική σύνδεση σε άλλη ΙΕ γλώσσα, που να πλαισιώνει αντίστοιχkatalixitirες λέξεις όπως για παράδειγμα τις λέξεις pitar, madar, bradar και duhitar στην Σανσκριτική, φέροντας και αυτή κάποιες ενδογενείς παραγωγικές καταλήξεις (που ενδεχομένως θα έληγαν σε ένα -dar ή -tar ανάλογα ) και θα πιστοποιούσαν έτσι την δομική ένταξη τους σε αυτήν, ή σε κάποια άλλη γλώσσα, όπως συμβαίνει οι ελληνικές λέξεις που λήγουν σε -τηρ να εντάσσονται γραμματολογικά και φωνολογικά στην ευρύτερη δομή της Ελληνικής γλώσσας.
Γενικότερα λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ενώ όλες οι λεγόμενες ‘Ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες, στην συγκεκριμένη ομάδα των τεσσάρων λέξεων, διατηρούν πάντα κάποιο κατάλοιπο αυτής της πρωτοελληνικής παραγωγικής κατάληξης -τηρ, (λήγουν δηλαδή σε κάποιο -dar, -tar, -ter -tir, -thair, -dor κλπ), παρ' όλα αυτά δεν παρατηρούμε σε καμία άλλη γλώσσα της οικογένειας, (με εξαίρεση τα Λατινικά) το κατάλοιπο αυτό να ανήκει λειτουργικά στην δομή τους, και να διαμορφώνει με την παραγωγική λειτουργία του ως κατάληξη, μια ανάλογη ομάδα ομοιοκατάληκτων λέξεων με νοηματική διασύνδεση, όπως συμβαίνει στην Ελληνική!
Ας πάρουμε για παράδειγμα μια πολύ κοινή γλώσσα όπως η Αγγλική που τυχαίνει να θεωρείται και 'ινδοευρωπαϊκή' ώστε να γίνουν τα παραπάνω πιο κατανοητά, αν και γλωσσολογικά δεν θα ήταν η πιο κατάλληλη, επειδή γενικά η Αγγλική έχει πάρα πολλές ιδιομορφίες και βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό στάδιο εξελίξεως. Εν τούτοις στην συγκεκριμένη περίπτωση το παράδειγμα είναι ενδεικτικό ως προς το φαινόμενο που θέλουμε να καταδείξουμε και ιδιαίτερα χρήσιμο λόγω του ότι η γλώσσα αυτή είναι ευρέως γνωστή.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν σε γενικές γραμμές ότι στην Αγγλική γλώσσα, νοηματική ενότητα ανάλογη με αυτήν που δίνει η κατάληξη -τηρ δίνουν οι καταλήξεις -ation, -ish, -ity, -ing, καθώς τοποθετούν τις λέξεις που σχηματίζει η κάθε μια, σε κάποια γραμματική κατηγορία, ενώ τα ονόματα που τις φέρουν, αποκτούν ένα επίπρόσθετο νόημα που είναι διάφορο από αυτό που σημαίνει η κυρίως λέξη.(π.χ. η κατάληξη -ing σημαίνει ότι η όποια ενέργεια του ρήματος, συμβαίνει σε ενεστώτα χρόνο διαρκείας)
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν έλθουμε στην κατάληξη -ther, των αγγλικών λέξεων father, mother, brother, και daughter, η οποία αποτελεί την απόδοση με αγγλική προφορά της κατάληξης -τηρ, των ελληνικών λέξεων συγγενείας, χωρίς όμως να παράγει αντίστοιχα καμία νοηματική γέφυρα με άλλες αγγλικές λέξεις που επίσης λήγουν εις -ther !
Για παράδειγμα, ίδια κατάληξη -ther βρίσκεται σε πολλές άλλες αγγλικές λέξεις όπως : aether, bother, either, neither, farther, feather, further, gather, heather, leather,other, rather, together, weather ή whether.
Όμως το μόνο που φαίνεται να τις συνδέει, είναι μια γενικότερη φωνολογική σχέση, η οποία κατά τ' άλλα είναι ασαφής και δεν ταυτίζεται με κάποια πρόσθετη νοηματική επισήμανση, που να προέρχεται από τη συγκεκριμένη κατάληξη.
Αυτό που δείχνει προφανές είναι ότι, ως εισαγόμενη η κατάληξη -τηρ, ταυτίστηκε από τον Αγγλικό λαό - αποδέκτη, με την πιο ουδέτερη και φωνητικά πλησιέστερη προς την Ελληνική κατάληξη της γλώσσας του, δηλαδή την -ther μια και για τους ίδιους, η κατάληξη αυτή δεν προσέθετε κανένα επιπλέον νόημα στους 4 όρους συγγενείας, όπως δεν προσέθετε άλλου είδους νόημα ούτε και στις παραπάνω αγγλικές λέξεις, πέρα από το αρχικό του θέματος !
Οι υπόλοιπες αγγλικές λέξεις που λήγουν εις -ther λοιπόν ως συνέπεια των παραπάνω, δεν διαθέτουν νοηματική ή γραμματική διασύνδεση ούτε μεταξύ τους, ούτε με τα συγγενείας σημαντικά ονόματα, ούτε με κάποια άλλη ομάδα ως σύνολο μέσα στην αγγλική γλώσσα.
Σε αντίθεση με την Ελληνική όπου η κατάληξη -τηρ ως ονομαστική παράγει αποκλειστικά ουσιαστικά ονόματα, στην Αγγλική η αντίστοιχη κατάληξη -ther συνθέτει άλλοτε ουσιαστικά, άλλοτε επίθετα, άλλοτε ρήματα και άλλοτε επιρρήματα !
Ανάλογα φαινόμενα συμβαίνουν και στις υπόλοιπες γλώσσες της λεγομένης 'ΙΕ' οικογένειας, -με μόνη εξαίρεση τα Λατινικά για τους λόγους που προαναφέραμε- και καταδεικνύουν ότι οι 4 αυτοί όροι δεν ανήκουν δομικά σε καμία άλλη από τις λεγόμενες Ι.Ε. γλώσσες, αλλά όντας ξένοι προς αυτές, παραμένουν αναλλοίωτοι ως γλωσσικά απολιθώματα χωρίς να λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της κάθε γλώσσας, όπως αντίθετα συμβαίνει μέσα στην γλώσσα που τους γέννησε, δηλαδή την Ελληνική !
Ταυτόχρονα παρατηρούμε το φαινόμενο, η κάθε 'ΙΕ' γλώσσα που απεικονίζεται στον διπλανό πίνακα, να έχει δώσει και από μια διαφορετική χροιά στο αντίστοιχο θέμα, και κυρίως στις κοινές καταλήξεις της ίδιας ομάδας λέξεων, αντιστοίχων με τις : πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ, ανάλογα με την προφορά του κάθε λαού που τις ενσωμάτωσε στο λεξιλόγιο του, και την εκάστοτε ακουστική του αντίληψη.
Ενα δεύτερο φαινόμενο που μπορούμε να παρατηρήσουμε ακόμα, είναι ότι ο κάθε λαός προέφερε τις 4 αυτές βασικές λέξεις με μια δικής του απόδοσης ομοιομορφία στις καταλήξεις, σύμφωνα με την διαφορετική κάθε φορά τοπική ακουστική αντίληψη, σε μια προσπάθεια να μιμηθεί την αρχική τους ομοιομορφία, αυτήν δηλαδή που ηχητικά παρουσίαζαν οι καταλήξεις των 4 πρωτοελληνικών λέξεων πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ κατά την χρονική στιγμή της ενσωμάτωσης τους στην κάθε τοπική γλώσσα, είτε ως ομάδα, είτε ως επί μέρους λέξεις ...
Από τη στιγμή βέβαια που στην Ελληνική, το κοινό τμήμα των 4 λέξεων, δηλαδή η κατάληξη, δεν εκφράζει απλώς μια ακόμα τοπική φωνολογική ιδιομορφία στερημένη από νοηματικές προεκτάσεις, όπως συμβαίνει στις υπόλοιπες «ινδοευρωπαϊκές» της παραλλαγές, αλλά αντίθετα επιμερίζει σε όλες τις παραγόμενες λέξεις μια συγκεκριμένη νοηματική προσθήκη, το ότι δηλαδή υποδηλώνει το ενεργούν πρόσωπο, το φαινόμενο αυτό δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί, καθώς καταδεικνύει την λειτουργική υπαγωγή του στην ελληνική γλώσσα, υπακούοντας σε δικούς της ετυμολογικούς κανόνες !
Ταυτόχρονα, με το συνδυαζόμενο γεγονός ότι οι παραγόμενες ομοιοκατάληκτες λέξεις (είτε είναι αρχαίες είτε έχουν δημιουργηθεί αργότερα, έχουν πάντα την ίδια λογική καταδεικνύοντας τη συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας ) είναι αριθμητικά πολύ περισσότερες στην ελληνική, απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, αποδεικνύεται με σχεδόν μαθηματικό τρόπο ότι οι λέξεις πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ, ανήκουν και προέρχονται ως σύνολο από την Ελληνική γλώσσα, και ότι βάσει αυτών δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα όλες οι «ινδοευρωπαϊκές» τους παραλλαγές, όπως αυτές που είδαμε στον πίνακα των γλωσσών για την λέξη αδελφός!
Επίσης το γεγονός ότι ο όρος ‘φράτηρ' προέρχεται από τον όρο ‘φράτρα' ο οποίος τυγχάνει διαβάθμηση της πρωτοελληνικής ορολογίας του ιστορικά γνωστού και πλήρως οργανωμένου μητριαρχικού κοινωνικού συστήματος στον Ελλαδικό χώρο, πρακτικά σημαίνει πέρα από κάθε άλλη απόδειξη ότι :
Εφ' όσον στις άλλες ‘Ι.Ε.' γλώσσες οι αντίστοιχοι όροι (frater, fraire, bruder, bhrata κλπ) δεν αποτελούν παράγωγο ή υποδιαίρεση μιας αντίστοιχης ορολογίας που να αναφέρεται σε συγκεκριμένες διαβαθμίσεις ή υποσύνολα κοινωνικών ομάδων που θα προέρχονταν από το το αρχέγονο μητριαρχικό σύστημα -όπως συμβαίνει στην Ελληνική-, αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από αυτόν και μόνο τον λόγο της σύνδεσης του όρου με ένα προϊστορικό κοινωνικό σύστημα, ότι :
Αρχαιότερη πηγή αυτής της ορολογίας είναι η πρωτοελληνική γλώσσα, η οποία παρεμπιπτόντως συμπεριλαμβάνει και όσους άλλους όρους συγγενείας χαρακτηρίζονται ως κοινοί στις υπόλοιπες ‘Ι.Ε.' γλώσσες (πατήρ, μήτηρ, και θυγάτηρ).
Όλες λοιπόν οι υπόλοιπες γλώσσες με τους όρους συγγενείας σε εμφανέστατη αντιστοιχία και ομοιότητα με τις 4 αυτές ελληνικές λέξεις, έχουν δεχθεί τουλάχιστον κοινή επιρροή από την πρωτοΕλληνική, και μάλιστα σε ένα πολύ αρχικό προφανώς και καθοριστικό σημείο της εξελικτικής τους πορείας, όπως είναι η περίοδος της δημιουργίας κοινωνικής ορολογίας και καθορισμού συγγενικών σχέσεων και το γεγονός αυτό, αποδεικνύει ταυτόχρονα την εξαιρετική αρχαιότητα και βιωσιμότητα της Ελληνικής γλώσσας, όσο και την τεράστια διαφορά επιπέδου μεταξύ των πρωτοελλήνων και των λαών-αποδεκτών της ορολογίας αυτής, κατά την χρονική στιγμή της αφομοίωσης τους.
...επομένως αυτή η ομάδα λέξεων, αποτελεί κοινά πρωτοελληνικά κατάλοιπα που με την πάροδο των χιλιετιών η προέλευση τους απέβη όλο και πιο δυσδιάκριτη μέσα από τις διάφορες γλωσσικές ζυμώσεις στην κάθε γλώσσα αποδέκτη...
Οι γλωσσολόγοι που ακολουθούν το ινδοευρωπαϊκό πρότυπο, έχουν αποκλείσει εκ προοιμίου το ενδεχόμενο, ο λαός- φορέας μιας προϊστορικής γλώσσας, να έχει μεταδώσει τόσο βασικές έννοιες σε γλώσσες συγχρόνων του λαών, και μάλιστα όχι με τη διάσπαση του, αλλά με την δυνατότητα του να ταξιδεύει, να δημιουργεί αποικίες σε μεγάλες αποστάσεις, και να μεταδίδει ένα κοινωνικό μοντέλο με την εισαγωγή τους ως νέα κοινωνική ορολογία.
Με αυτόν τον αποκλεισμό, οι γλωσσολόγοι αξιώνουν έμμεσα το αλάνθαστο της άποψης, ότι το πολιτισμικό επίπεδο των λαών της προϊστορικής εποχής ήταν εξ' ίσου πρωτόγονο για όλους τους λαούς !
Όμως καμία άλλη από τις γλώσσες των παραπάνω παραδειγμάτων δεν αποδεικνύεται τόσο παλαιά και διαχρονική, ώστε να έχει διατηρήσει δύο δικές της ξεχωριστές ορολογίες -όπως η Ελληνική με τις λέξεις φράτηρ και αδελφός-, για την απόδοση συγγενικών σχέσεων, προερχόμενες από δύο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα όπως το μητριαρχικό και το πατριαρχικό !
Μπορούμε να πούμε τέλος, ότι τα παραδείγματα των λέξεων συγγενείας που αναλύονται παραπάνω, εφ' όσον τοποθετηθούν στην πραγματική χρονική, κοινωνική και ιστορική τους διάσταση, θα ήταν και από μόνα τους επαρκή για να αντικρούσουν με σαφήνεια την θεωρητική πλευρά του ινδοευρωπαϊκού προτύπου, και να αποδείξουν τις διαδρομές εξάπλωσης του ζητούμενου προγονικού λαού, με εκκίνηση από τον Ελλαδικό χώρο και κατεύθυνση προς όλες τις σχετικές με την μεταναστευτική και ναυτική του δράση περιοχές.
Όμως αν περιοριζόμαστε σ' αυτά τα δεδομένα, θα διαπράτταμε το ίδιο σφάλμα με τους αρχικούς εμπνευστές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας : Θα καλύπταμε δηλαδή και πάλι, μόνο μία από τις πολλές διαστάσεις του όλου ζητήματος, τη γλωσσολογική, ενώ οι υπόλοιπες θα παρέμεναν μετέωρες, αναζητώντας έδαφος από τη φαντασία μας για να στηριχθούν.
Γι' αυτό είναι απαραίτητη η σύνδεση της γλωσσολογικής διάστασης με την προϊστορική φάση του Αιγαίου όπου υπάρχει πληθώρα άλλων γλωσσολογικών, αρχαιολογικών, γεωλογικών, και ιστορικών στοιχείων, δεδομένα που αναλύονται διεξοδικά στο βιβλίο μου ‘Η Αθέατη Όψη του Ινδοευρωπαϊκού Ζητήματος ', των εκδόσεων Γεωργιάδη, μέρος του οποίου αποτελεί και η παρούσα ανάλυση.
Τα στοιχεία αυτά στο σύνολο τους, δεν υπαινίσσονται απλώς, αλλά αποδεικνύουν την αδιάκοπη συνέχεια του ελληνικού λαού κατά την ιστορική και την προϊστορική του φάση, συνάδοντας απόλυτα με την προτεινόμενη γλωσσική θεωρία της Βυθισμένης Αιγιήδος ...
Η Ελληνική ως Πατρική Γλώσσα
Εισαγωγή στην γεωλογική και γλωσσολογική διάσταση
μιας 'Αιγαιοκεντρικής' θεωρίας, γύρω από την εξάπλωση των Ευρωπαϊκών λαών
Προϊστορία της Μεσογείου. Οι προκατακλυσμιαίοι Πολιτισμοί
Η θεωρία μου, που διατυπώθηκε από το 1982 συνοψίζεται στα εξής:
Από το 30.000 πριν από το σήμερα, αρχίζει η τήξη του παγετώνα της Β. Ευρώπης. Γύρω στα 30.000 π. χ. όλη η Βόρεια Ευρώπη ήταν παγετώνες.
Μετά άρχιζε η τήξη των πάγων.
Όλη αυτή η περιοχή ήταν μια ρηχή, κλειστή θάλασσα που εκτεινόταν μεταξύ της Ελληνικής χερσονήσου έως τους ορεινούς όγκους του Αίμου τις Ρηναικες Άλπεις στην Γιουγκοσλαβία.
Αυτή η ρηχή θάλασσα ήταν οι Βαλτικές χώρες (από το βάλτος), Φιλανδία , Λετονία, Ουκρανία, όλη η Ρωσία με μεγάλες νησίδες τα Καρπάθια και Ουράλια όρη. Η Ευρώπη αρχίζει από την Γερμανία και Γαλλία, την Ελλάδα και την νότια του Αιγαίου περιοχή, Μικρά Ασία, Ταύρος κλπ.
Οι Αργοναυτικές εκστρατείες ήταν πολλές. Η γνωστή στην μεθοδολογία, αναφέρεται (Ορφέας, Απολλόδωρος) ότι ξεκίνησε από την Κολχίδα, και ακολουθώντας τον Πολικό Αστέρα, γύρισαν με πλοίο από την βόρεια Ευρώπη δια μέσου της Βαλτικής θάλασσας, έπιασαν Ατλαντικό και επέστρεψαν δια μέσου των Ηρακλειδών στηλών στην Μεσόγειο.
Όλη αυτή η περιοχή ήταν μια ρηχή, κλειστή θάλασσα που εκτεινόταν μεταξύ της Ελληνικής χερσονήσου έως τους ορεινούς όγκους του Αίμου τις Ρηναικες Άλπεις στην Γιουγκοσλαβία.
Αυτή η ρηχή θάλασσα ήταν οι Βαλτικές χώρες (από το βάλτος), Φιλανδία , Λετονία, Ουκρανία, όλη η Ρωσία με μεγάλες νησίδες τα Καρπάθια και Ουράλια όρη. Η Ευρώπη αρχίζει από την Γερμανία και Γαλλία, την Ελλάδα και την νότια του Αιγαίου περιοχή, Μικρά Ασία, Ταύρος κλπ.
Οι Αργοναυτικές εκστρατείες ήταν πολλές. Η γνωστή στην μεθοδολογία, αναφέρεται (Ορφέας, Απολλόδωρος) ότι ξεκίνησε από την Κολχίδα, και ακολουθώντας τον Πολικό Αστέρα, γύρισαν με πλοίο από την βόρεια Ευρώπη δια μέσου της Βαλτικής θάλασσας, έπιασαν Ατλαντικό και επέστρεψαν δια μέσου των Ηρακλειδών στηλών στην Μεσόγειο.
Ανοίγει ο Βόσπορος.
Το 30.000 – 22.000 π.χ. τα συσσωρευμένα νερά της περιοχής που αναφέραμε, της Βαλτικής από την διάβρωση και την πίεση των κυμάτων που δημιουργείται επί πολλές χιλιάδες χρόνια, σπάει ο Βόσπορος γύρω στο 9.500 π.χ και κατακλύζεται η στεριά της Αιγηίδος περιοχής (Αιγαίο).
Πριν υπήρχαν άνθρωποι και πολιτισμοί. Επίσης επειδή η πλάκα του φλοιού της Γής στο Αιγαίο ήταν λεπτή, σπάει και μπατάρισε από ΒΔ προς ΝΑ (για αυτό όλη η περιοχή της ξηράς της ΒΔ Πελοποννήσου υψώθηκε και στην Ολυμπία τα πετρώματα είναι γεμάτα μαλάκια, όστρακα και θαλασσινά απολιθώματα.
Το 30.000 – 22.000 π.χ. τα συσσωρευμένα νερά της περιοχής που αναφέραμε, της Βαλτικής από την διάβρωση και την πίεση των κυμάτων που δημιουργείται επί πολλές χιλιάδες χρόνια, σπάει ο Βόσπορος γύρω στο 9.500 π.χ και κατακλύζεται η στεριά της Αιγηίδος περιοχής (Αιγαίο).
Πριν υπήρχαν άνθρωποι και πολιτισμοί. Επίσης επειδή η πλάκα του φλοιού της Γής στο Αιγαίο ήταν λεπτή, σπάει και μπατάρισε από ΒΔ προς ΝΑ (για αυτό όλη η περιοχή της ξηράς της ΒΔ Πελοποννήσου υψώθηκε και στην Ολυμπία τα πετρώματα είναι γεμάτα μαλάκια, όστρακα και θαλασσινά απολιθώματα.
Στην καταποντισμένη Αιγηίδα μένουν έξω οι κορυφές των βουνών, ενώ συγχρόνως, ενεργοποιούνται τα ηφαίστεια Σαντορίνης, Νισύρου, Ταινάρου κλπ.
Από αυτόν τον καταποντισμό που έγινε με αργό ρυθμό, και έγινε ο εμπλυσμός της Μεσογείου, γλύτωσε ένας πληθυσμός, γύρω στους 23.000 ανθρώπους, οι οποίοι διέσωσαν τον πολιτισμό από τους παλαιότερους.
Οι διασωθέντες της Αιγηίδος βγήκαν στο Ταίναρο και στο Μαλέα.
Ένα μέρος γλύτωσε στο ακρωτήριο Μαλέα (περίπου 3.000-6.000) και στο Ταίναρο (22.000), στην Κρήτη , δημιουργήθηκε τσουνάμι που έφτασε έως τον Ψηλορείτη.
Στην περιοχή της Αρκαδίας ζούσαν βοσκοί σε ημιάγρια κατάσταση.
Οι δασωθέντες από την καταποντισμένη Αιγηίδα ονομαζόντουσαν Πελασγοί, μερικοί που βγήκαν στον Μαλέα πήγαν προς το βουνό Πάρνωνα και τους ονόμασαν Κενταύρους.
Από αυτόν τον καταποντισμό που έγινε με αργό ρυθμό, και έγινε ο εμπλυσμός της Μεσογείου, γλύτωσε ένας πληθυσμός, γύρω στους 23.000 ανθρώπους, οι οποίοι διέσωσαν τον πολιτισμό από τους παλαιότερους.
Οι διασωθέντες της Αιγηίδος βγήκαν στο Ταίναρο και στο Μαλέα.
Ένα μέρος γλύτωσε στο ακρωτήριο Μαλέα (περίπου 3.000-6.000) και στο Ταίναρο (22.000), στην Κρήτη , δημιουργήθηκε τσουνάμι που έφτασε έως τον Ψηλορείτη.
Στην περιοχή της Αρκαδίας ζούσαν βοσκοί σε ημιάγρια κατάσταση.
Οι δασωθέντες από την καταποντισμένη Αιγηίδα ονομαζόντουσαν Πελασγοί, μερικοί που βγήκαν στον Μαλέα πήγαν προς το βουνό Πάρνωνα και τους ονόμασαν Κενταύρους.
Οί Πελασγοί που βγήκαν στο Ταίναρο, μαζί με το ιερατείο έκαναν την πρώτη έδρα τους εκεί, στο Ταιναρο. Οι υποφυλές των Πελασγών ήταν οι Μινυες, Καυκωνες, Λέλεγες, Δόλοπες κ.α.
Στο Ταιναρο το μονοπάτι που πάει στον φάρο, το λένε Λίθο. Εκει ηταν ενας ορθιος λίθος, το πρώτο μενιρ τιμή στον ηλιο. Με τον όρθιο αυτό ήλιο έβλεπαν το ηλιοστάσιο.
Λόγω του μεγάλου αριθμού κατοίκων, γίνεται διασπορά και κάνουν το Βητουλο, μια μέρα απόσταση από το Ταιναρο (9-10 ώρες).
Από το Βητουλο άλλη μια μέρα απόσταση φτιάχνουν την Πελάνα, η οποία είναι κεντρικό σημείο και την κάνουν κέντρο , με αντίστοιχο κάστρο των Μινύων – Μινύες – Μανίες – Μηνίες –Μινύες– Μίνωες κλπ και αργότερα Μανιάτες, Μήνις – μάνητα – μανία.
Με κέντρο την Πελάνα, επιδιώκουν να βρουν πεδινά εύφορα μέρη, και φτιάχνουν ακτινωτά τις πρώτες πολιτείες.
Με ανακατάταξη της στεριάς της βυθισμένης Αιγηίδος, εμφανίζεται η Δήλος.
Στο Ταιναρο το μονοπάτι που πάει στον φάρο, το λένε Λίθο. Εκει ηταν ενας ορθιος λίθος, το πρώτο μενιρ τιμή στον ηλιο. Με τον όρθιο αυτό ήλιο έβλεπαν το ηλιοστάσιο.
Λόγω του μεγάλου αριθμού κατοίκων, γίνεται διασπορά και κάνουν το Βητουλο, μια μέρα απόσταση από το Ταιναρο (9-10 ώρες).
Από το Βητουλο άλλη μια μέρα απόσταση φτιάχνουν την Πελάνα, η οποία είναι κεντρικό σημείο και την κάνουν κέντρο , με αντίστοιχο κάστρο των Μινύων – Μινύες – Μανίες – Μηνίες –Μινύες– Μίνωες κλπ και αργότερα Μανιάτες, Μήνις – μάνητα – μανία.
Με κέντρο την Πελάνα, επιδιώκουν να βρουν πεδινά εύφορα μέρη, και φτιάχνουν ακτινωτά τις πρώτες πολιτείες.
Με ανακατάταξη της στεριάς της βυθισμένης Αιγηίδος, εμφανίζεται η Δήλος.
Εκεί γεννιέται ο Απόλλωνας.
Φεύγοντας από εκεί πηγαίνει στην Λιβύη όπου παρέλαβε την Λιβυκή Σίβυλλα την πρώτη Πυθία.
Στην επιστροφή περνά από την Κρήτη (σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο του Απόλλωνα) και παραλαμβάνει τον μύστη Καρμανόρα, ενώ από το Ταίναρο τον Γαιράνορα και άλλους.
Μυκήνες που είναι πριν το Αρτεμίσιο προς την Τρίπολη, στην συνέχεια το πεδινό Αργος, το κάστρο του Άργους ονομάζεται Λάρισα, από το Λας που δημιουργείτε πριν το 7.000 πχ.
Τον Ορχομενό της Αρκαδίας, και από εκει τον Ορχομενό της Βοιωτίας, την Γόρτυνα της Γορτυνίας από την Γόρτυνα της Κρήτης, τις Αιγιές (κουτουμου) Γυθείου, και τις Αιγιες πρωτεύουσας των Μακεδόνων,
Σε αυτή την περίοδο, γύρω στο 7000-6000 π.χ. αναπτύσσεται η Νεολιθική κοινότητα του Διρου (Αλεπότρυπα που ήταν μια κεντρική αγορά εμπορευμάτων που έρχονταν με καράβια από την Μεσόγειο, απόδειξη ο Οψιδιανός της Μήλου, τα κυκλαδίτικα εδώλια κλπ.
Το σπήλαιο Γλυφάδα, που ήταν γνωστό σε αυτούς, μπορεί να ταυτιστεί με τον Αδη , τον κάτω κόσμο.
Το Ταίναρο είναι το μεγαλύτερο και αρχαιότερο ιερό.
Το μεγαλύτερο ιερό των Ελλήνων είναι το Ταίναρο που οι ντόπιοι το ονόμαζαν Κριτηρι, δηλαδή κριτήριο των ψυχών και των ανθρώπων. Είναι το κυριότερο ψυχοπομπειο.
Σε μια εποχή πριν, 2.000 χρόνια π.χ. έχουμε την θέωση του Απόλλωνα, που είναι η ηλιακή θεότητα, και αντικαθιστά την θεότητα του Δία ως ηλιακή θεότητα.
Ο δε Δίας υποκατέστησε τον πρώτο κατακλυσμιαίο θεό Κάρνο (= κάρα, κορυφή), Κάρνειος Δίας, Κάρνειος Απόλλωνας.
Η ηλιακή θεότητα του Απόλλωνα υποκαθίσταται στην χριστιανική θρησκεία από τον Ιησού.
Με το Ταίναρο, κατά βάση, διασκορπίσθηκαν σε όλη την Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη…
Το Ταίναρο είναι το αρχαιότερο μαντείο. Στην ιστορική εποχή, το μαντείο των Δελφών, αποτελείται από Λάκωνες και Κρήτες ιερείς (π.χ. δεν έδωσε ποτέ χρησμό εναντίον των Λακεδαιμονίων, και χρησιμοποιούσε την γλώσσα την αρχαϊκή μέχρι την κατάργηση του από τον Θεοδόσιο τον 5ο μΧ. αιώνα.)
Στην επιστροφή περνά από την Κρήτη (σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο του Απόλλωνα) και παραλαμβάνει τον μύστη Καρμανόρα, ενώ από το Ταίναρο τον Γαιράνορα και άλλους.
Μυκήνες που είναι πριν το Αρτεμίσιο προς την Τρίπολη, στην συνέχεια το πεδινό Αργος, το κάστρο του Άργους ονομάζεται Λάρισα, από το Λας που δημιουργείτε πριν το 7.000 πχ.
Τον Ορχομενό της Αρκαδίας, και από εκει τον Ορχομενό της Βοιωτίας, την Γόρτυνα της Γορτυνίας από την Γόρτυνα της Κρήτης, τις Αιγιές (κουτουμου) Γυθείου, και τις Αιγιες πρωτεύουσας των Μακεδόνων,
Σε αυτή την περίοδο, γύρω στο 7000-6000 π.χ. αναπτύσσεται η Νεολιθική κοινότητα του Διρου (Αλεπότρυπα που ήταν μια κεντρική αγορά εμπορευμάτων που έρχονταν με καράβια από την Μεσόγειο, απόδειξη ο Οψιδιανός της Μήλου, τα κυκλαδίτικα εδώλια κλπ.
Το σπήλαιο Γλυφάδα, που ήταν γνωστό σε αυτούς, μπορεί να ταυτιστεί με τον Αδη , τον κάτω κόσμο.
Το Ταίναρο είναι το μεγαλύτερο και αρχαιότερο ιερό.
Το μεγαλύτερο ιερό των Ελλήνων είναι το Ταίναρο που οι ντόπιοι το ονόμαζαν Κριτηρι, δηλαδή κριτήριο των ψυχών και των ανθρώπων. Είναι το κυριότερο ψυχοπομπειο.
Σε μια εποχή πριν, 2.000 χρόνια π.χ. έχουμε την θέωση του Απόλλωνα, που είναι η ηλιακή θεότητα, και αντικαθιστά την θεότητα του Δία ως ηλιακή θεότητα.
Ο δε Δίας υποκατέστησε τον πρώτο κατακλυσμιαίο θεό Κάρνο (= κάρα, κορυφή), Κάρνειος Δίας, Κάρνειος Απόλλωνας.
Η ηλιακή θεότητα του Απόλλωνα υποκαθίσταται στην χριστιανική θρησκεία από τον Ιησού.
Με το Ταίναρο, κατά βάση, διασκορπίσθηκαν σε όλη την Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη…
Το Ταίναρο είναι το αρχαιότερο μαντείο. Στην ιστορική εποχή, το μαντείο των Δελφών, αποτελείται από Λάκωνες και Κρήτες ιερείς (π.χ. δεν έδωσε ποτέ χρησμό εναντίον των Λακεδαιμονίων, και χρησιμοποιούσε την γλώσσα την αρχαϊκή μέχρι την κατάργηση του από τον Θεοδόσιο τον 5ο μΧ. αιώνα.)
Οι διασωθέντες στο Ταίναρο, οι υποεθνότητες Μηνιες, Λέλεγες κλπ δεν ήταν οι μόνοι διασωθέντες στον Ελληνικό κόσμο, υπήρχαν, οι Αρκάδες, οι Δρύοπες, στους ορεινούς όγκους ήταν κτηνοτρόφοι (τσοπάνηδες) και φορούσαν δέρματα.
Οι Μηνίες με τους λοιπούς διασωθέντες, ήταν η μαγιά, το προζύμι, για να εκπολιτιστούν οι κάτοικοι της Ελληνικής χερσονήσου και όχι μόνο από το 9.500- 3.500 π.Χ.
Ο Απόλλωνας με πέντε ιερείς, κατά μήκος της δυτικής και βόρειας Πελοποννήσου.
Ακολουθώντας τα δελφίνια, φτάνει στον κόλπο της Ιτέας, και μετά στους Δελφούς.
Αφού σκοτώνει τον Πύθωνα ιδρύει νέο μαντείο, το μαντειο των Δελφών, σαν επέκταση του μαντείου του Ταινάρου (Στράβων, γεωγραφικά «Ταιναρον φασι αντιδούναι Πυθώ») Αληθινή ιστορία(2) τόμοι Κ. Κάσση.
Ο Απόλλωνας με πέντε ιερείς, κατά μήκος της δυτικής και βόρειας Πελοποννήσου.
Ακολουθώντας τα δελφίνια, φτάνει στον κόλπο της Ιτέας, και μετά στους Δελφούς.
Αφού σκοτώνει τον Πύθωνα ιδρύει νέο μαντείο, το μαντειο των Δελφών, σαν επέκταση του μαντείου του Ταινάρου (Στράβων, γεωγραφικά «Ταιναρον φασι αντιδούναι Πυθώ») Αληθινή ιστορία(2) τόμοι Κ. Κάσση.
Αφού δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία και ανασκαφές, πως καταλήξατε σε αυτή την ερμηνεία;
Υπάρχουν και γραπτά στους αρχαίους κλασικούς, αλλά είναι διάσπαρτα μη κωδικοποιημένα και σωζόμενα, πολλές φορές από σκόπιμες καταστροφές μαρτυριών και αποδείξεων, που μέχρι σήμερα καταστρατηγούνται.
Το ίδιο ισχύει με τις ανασκαφές που. Με βάση πλανημένες θεμελιώδεις θεωρίες (Ευρωπαίων κλπ) παλαιόθεν και από αντιζηλία των ολίγα γιγνωσκώντων, αττικιστών συγγραφέων, που διέπονται από αντιλακωνικό πνεύμα, ιδιαιτέρως στην αρχαία Αθήνα και πολύ περισσότερο στην μετακλασική, και ακόμα περισσότερο μετά τον Αλέξανδρο και μετά τους Χριστιανούς.
Βασικός μίτος-νήμα που μας οδηγεί είναι «η των ονομάτων επίσκεψις» όπου είναι η αληθινή σοφία (Ισοκράτης). Γλώσσα (ιδιώματα κλπ), τοπωνύμια, παραδόσεις, με οδήγησαν κυρίως στην διατύπωση της θεωρίας που αποτελεί ένα μεγάλο πάζλ των επιμέρους αρχαίων γνώσεων, πληροφοριών, συμπερασμάτων και φυσικά μαζί με ένα ιδιαίτερο ταλέντο γνώσεως για την σύνθεση όλων αυτών των κατακερματισμένων ελληνοκεντρικών απόψεων από τον Ορφέα ως σήμερα.
Το ίδιο ισχύει με τις ανασκαφές που. Με βάση πλανημένες θεμελιώδεις θεωρίες (Ευρωπαίων κλπ) παλαιόθεν και από αντιζηλία των ολίγα γιγνωσκώντων, αττικιστών συγγραφέων, που διέπονται από αντιλακωνικό πνεύμα, ιδιαιτέρως στην αρχαία Αθήνα και πολύ περισσότερο στην μετακλασική, και ακόμα περισσότερο μετά τον Αλέξανδρο και μετά τους Χριστιανούς.
Βασικός μίτος-νήμα που μας οδηγεί είναι «η των ονομάτων επίσκεψις» όπου είναι η αληθινή σοφία (Ισοκράτης). Γλώσσα (ιδιώματα κλπ), τοπωνύμια, παραδόσεις, με οδήγησαν κυρίως στην διατύπωση της θεωρίας που αποτελεί ένα μεγάλο πάζλ των επιμέρους αρχαίων γνώσεων, πληροφοριών, συμπερασμάτων και φυσικά μαζί με ένα ιδιαίτερο ταλέντο γνώσεως για την σύνθεση όλων αυτών των κατακερματισμένων ελληνοκεντρικών απόψεων από τον Ορφέα ως σήμερα.
Η φωνή των απανταχού τέκνων της Μάνης
Οκτώβριος-Νοέμβριος2012
Αρ. Φύλλου 55 σελ.14
Οκτώβριος-Νοέμβριος2012
Αρ. Φύλλου 55 σελ.14
ΚΑΤΕΒΆΣΤΕ H ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΕΔΏ
ΓΙΑΤΊ ΌΤΙ ΔΕΝ ΞΈΡΟΥΜΕ ΔΕΝ ΣΗΜΑΊΝΕΙ ΌΤΙ ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ
ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΚΑΙ ΕΔΏ