Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Αριστοτέλης: Οι ορισμοί για τις ιδιότητες, του Κοσμολογικού Θεού του.

Αποτέλεσμα εικόνας για Αριστοτέλης
Αριστοτέλης: Οι ορισμοί για τις ιδιότητες, του Κοσμολογικού Θεού του.
Τους ορισμούς του για τις ιδιότητες του Κοσμολογικού Θεού του ο Αριστοτέλης τους συνάγει όχι από τα θρησκευτικά δόγματα (που οι Έλληνες πρόγονοι μας δεν είχαν), αλλά από την ανάλυση της έννοιας του πρωταρχικού κινητήρα.

Αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, ο Κοσμολογικός Θεός του Αριστοτέλη δεν είναι μυστικός, αλλά σε ύψιστο βαθμό κοσμολογικός: η ίδια η έννοια του Κοσμολογικού Θεού του, εξάγεται με πολύ ορθολογικό τρόπο.
Η πορεία της σκέψης του Αριστοτέλη είναι η παρακάτω:


Εξετάζοντας τα αντικείμενα σε σχέση με την κίνηση, μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες:
1) ακίνητα, 2) αυτοκίνητα, και 3) ετεροκίνητα, δηλαδή κινούμενα (όχι όμως αυτόματα), αλλά μέσω άλλων αντικειμένων.
Ο πρωταρχικός κινητήρας (Κοσμολογικός Θεός), όπως συνάγεται από τον ίδιο τον ορισμό του ή από την ίδια την έννοια του, δεν μπορεί να μπαίνει σε κίνηση από κανέναν άλλο.
Ταυτόχρονα ο πρωταρχικός κινητήρας δεν μπορεί να είναι και αυτοκίνητος.
Πραγματικά, αν εξετάσουμε την έννοια του αυτοκίνητου αντικειμένου, τότε θα χρειαστεί να διακρίνουμε σ’ αυτό δύο στοιχεία: το κινούν και το κινούμενο.
Γι’ αυτό αν ο πρωταρχικός κινητήρας είναι αυτοκίνητο όν, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να υπάρχουν σ’ αυτόν και τα δύο παραπάνω στοιχεία.
Αλλά τότε είναι ολοφάνερο ότι αληθινός κινητήρας μπορεί να είναι μόνο το ένα από τα δύο στοιχεία, και συγκεκριμένα το κινούν.
Ας δούμε τώρα το κινούν.
Σε σχέση με αυτό το στοιχείο πάλι προκύπτει αναγκαστικά το ερώτημα: πως πρέπει να εννοούμε το κινούν, είναι άραγε αυτό αυτοκίνητο ή ακίνητο ;
Αν είναι αυτοκίνητο, τότε ο πρωταρχικός κινητήρας πάλι θα είναι κινούν κ.ο.κ.
Ο συλλογισμός συνεχίζεται, ώσπου να φτάσουμε τελικά στην έννοια του ακίνητου πρωταρχικού κινητήρα το « κινοῦν ἀκίνητον».
Αλλά για τον Αριστοτέλη υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους ο πρωταρχικός κινητήρας πρέπει να νοείται μόνο σαν ακίνητος κινητήρας.
Οι αστρονομικές παρατηρήσεις του ουρανού των λεγόμενων ακίνητων άστρων στην εποχή του Αριστοτέλη (όταν δεν υπήρχαν ακόμα υψηλής ακρίβειας μέθοδοι για την παρακολούθηση των αλλαγών στις γωνιακές αποστάσεις ανάμεσα στα άστρα), οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος κινείται με μιά αδιάκοπη και ομαλή κίνηση.
Αντίθετα, τα αυτοκίνητα αντικείμενα, καθώς και τα αντικείμενα που κινούνται από άλλα αντικείμενα, δεν μπορούν να αποτελούν πηγή αδιάκοπων και ομαλών κινήσεων.
Έτσι, με βάση αυτόν τον συλλογισμό, ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο πρωταρχικός κινητήρας (ο Κοσμολογικός Θεός) του κόσμου πρέπει να είναι ο ίδιος ακίνητος.
Από την ακινησία του πρωταρχικού κινητήρα ο Αριστοτέλης συνάγει (σαν απαραίτητη ιδιότητα του Κοσμολογικού Θεού του), το άυλο της ύπαρξης του.
Κάθε υλική υπόσταση σημαίνει δυνατότητα άλλου όντος, πέρασμα σ’ αυτό το άλλο, και κάθε πέρασμα είναι για τον Αριστοτέλη κίνηση.
Αλλά ο Κοσμολογικός Θεός του, δηλαδή ο πρωταρχικός κινητήρας, είναι ακίνητο όν.
Συνεπώς, ο Κοσμολογικός Θεός του Αριστοτέλη πρέπει αναγκαστικά, να είναι άυλος.
Στο άυλο του ακίνητου πρωταρχικού κινητήρα θεμελιώνεται μιά άλλη σπουδαία ιδιότητα του.
Σαν άυλος ο Κοσμολογικός Θεός του (ο ακίνητος πρωταρχικός κινητήρας) δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρείται δυνάμει όν, δεν μπορεί να είναι «υποκείμενο» για οτιδήποτε άλλο.
Ξένος προς τη δυνατότητα, ο Κοσμολογικός Θεός του είναι ολοκληρωτικά εντελέχεια και μόνο εντελέχεια, όχι «ύλη», αλλά ολοκληρωτικά «μορφή» και μόνο «μορφή».
Από που όμως γεννιέται σε μας η έννοια μιάς τέτοιας καθαρής «μορφής», αν όλα τα αντικείμενα του κόσμου που ξέρουμε από την εμπειρία μας είναι πάντα όχι καθαρή «μορφή», αλλά συνδυασμός «μορφής» και «ύλης» ;
Όπως και σε άλλα ζητήματα της διδασκαλίας του για το όν και τον κόσμο, ο Αριστοτέλης αναζητά την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μέσω μιάς αναλογίας.
Για να βρούμε την έννοια της καθαρής εντελέχειας ή της καθαρής «μορφής», χρειάζεται (υποστηρίζει ο Αριστοτέλης), να εξετάσουμε το σύνολο των πραγμάτων και όντων του φυσικού κόσμου.
Σαν αντικειμενικός ιδεαλιστής στη φιλοσοφική του θεωρία για το όν, ο Αριστοτέλης βλέπει τον κόσμο σαν ορισμένη διαβάθμιση «μορφών» που αποτελεί μία διαδοχική πραγμάτωση εννοιών.
Κάθε αντικείμενο του υλικού κόσμου είναι, πρώτο, «ύλη», δηλαδή δυνατότητα ή μέσο πραγμάτωσης της έννοιας του, και δεύτερο, «μορφή», ή πραγματικότητα αυτής της δυνατότητας, ή πραγμάτωση της έννοιας.
Το ύψιστο όν του υλικού κόσμου είναι ο άνθρωπος.
Όπως και οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο αυτού του κόσμου, τον άνθρωπο πρέπει να τον βλέπουμε σαν συνδυασμό «ύλης» (που στην περίπτωση αυτή είναι το σώμα του ανθρώπου), και «μορφής», που είναι η ψυχή του.
Σαν «ύλη» το σώμα είναι δυνατότητα της ψυχής.
Αλλά και στην ψυχή πρέπει να υπάρχουν τόσο το ύψιστο στοιχείο, όσο και τα κατώτερα.
Ύψιστο στοιχείο της ψυχής είναι ο νους.
Αυτός είναι η ύστατη πραγματικότητα και γεννιέται από τις κατώτερες λειτουργίες της ψυχής, ως δυνατότητες.
Ο Αριστοτέλης μεταφέρει κατ’ αναλογία τα πορίσματα αυτού του συλλογισμού στον Κοσμολογικό Θεό του .
Εφόσον ο Κοσμολογικός Θεός του (κατά τον Αριστοτέλη), είναι η ύψιστη πραγματικότητα, άρα ο Κοσμολογικός Θεός του είναι ο «Νοῦς».
Σ' αυτόν τον «Νοῦ» χρειάζεται να διακρίνουμε το ενεργό «ποιητικό» και το παθητικό στοιχείο.
Το ενεργό στοιχείο εκδηλώνεται όταν η σκέψη δρα.
Αλλά για τον Αριστοτέλη η ύψιστη δραστηριότητα της σκέψης είναι η θεωρία.
Συνεπώς, σαν νους και υψίστη πραγματικότητα (ο νους του Κοσμολογικού Θεού του), είναι νους που αιώνια θεωρεί.
Τι όμως θεωρεί ;
Για να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα ο Αριστοτέλης κάνει διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη δραστηριότητας.
Η ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να είναι είτε θεωρητική, είτε πρακτική.
Η θεωρητική κατευθύνεται στη γνώση, ή πρακτική στην επίτευξη στόχων που βρίσκονται έξω από το δρων πρόσωπο και τη δραστηριότητα του.
Για τον Αριστοτέλη η σκέψη του πρωταρχικού κινητήρα είναι σκέψη θεωρητική.
Αν η σκέψη του ήταν πρακτική, τότε θα έθετε το στόχο της όχι μέσα στον εαυτό της, αλλά σε κάτι άλλο, εξωτερικό.
Μιά τέτοια σκέψη δεν θα ήταν σκέψη αυτοτελής, θα ήταν περιορισμένη.
Ώστε λοιπόν, ο Κοσμολογικός Θεός του «Νοῦς» ή πρωταρχικός κινητήρας είναι καθαρός νους που θεωρεί.
Αν όμως ο Κοσμολογικός Θεός του (σαν υψίστη μορφή «Νοῦς»), έχει γεννήσει την αιώνια κίνηση που συντελείται στον κόσμο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κοσμολογικός Θεός του Αριστοτέλη κατευθύνει τη δραστηριότητα του σε κάτι που υπάρχει έξω απ’ αυτόν.
Αν το πράγμα έχει έτσι, τότε δεν θα μπορούσαμε να βλέπουμε (τον Κοσμολογικό Θεό «Νοῦ» κατά τον Αριστοτέλη) μόνο σαν νου ή σαν καθαρό νου.
Το ζήτημα είναι ότι (σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αριστοτέλη): η «ύλη» είναι μονάχα δυνατότητα της «μορφής».
Αλλά αυτό σημαίνει ότι για τη γένεση της κίνησης δεν είναι ανάγκη η ύψιστη μορφή να ασκεί κάποια ενεργό και άμεση επίδραση.
Αρκεί το ότι η ύψιστη «μορφή» υπάρχει απλώς αυτή καθεαυτή, και η «ύλη», μόνο απ’ το γεγονός αυτής της ύπαρξης, δεν μπορεί παρά να νιώθει κατ ανάγκη την τάση και την ανάγκη για πραγμάτωση της «μορφής».
Γι’ αυτό ακριβώς ο Κοσμολογικός Θεός του (όπως τον καταλαβαίνει ο Αριστοτέλης), είναι ο σκοπός του κόσμου και όλης της παγκόσμιας κίνησης.
Τον παραπέρα ορισμό της φύσης του Κοσμολογικού Θεού του ο Αριστοτέλης τον συνάγει από τον συλλογισμό ότι ο Θεός είναι σκέψη.
Αλλά η ποιότητα της σκέψης καθορίζεται από την ποιότητα του αντικειμένου της.
Η πιό τέλεια σκέψη πρέπει να έχει και το πιό τέλειο αντικείμενο.
Και επειδή για τον Αριστοτέλη το πιό τέλειο αντικείμενο είναι η τέλεια σκέψη, ο Κοσμολογικός Θεός του είναι νόηση για τη νόηση «νόησις νοήσεως», δηλαδή νόηση που στρέφεται στην ίδια τη δραστηριότητα της νόησης.
Έτσι ο Κοσμολογικός Θεός του είναι η ύψιστη η καθαρή «μορφή».
Μιά πραγματικότητα όπου δεν υπάρχει πρόσμιξη κανενός είδους υλικών στοιχείων, καμιάς δυνατότητας.
Μιά καθαρή νόηση που αντικείμενο της είναι η ίδια της η δραστηριότητα σαν νόησης.
Η θεωρία αυτή είναι θεωρία αντικειμενικού ιδεαλισμού και ταυτόχρονα θεολογίας.
Η βάση αρχών της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη είναι η ίδια με του Πλάτωνα.
Στον Πλάτωνα το ύψιστο όν είναι οι αντικειμενικά υπάρχουσες άυλες μορφές, ή «ιδέες» («είδη»).
Στον Αριστοτέλη το ύψιστο όν είναι η ενιαία και μοναδική, θεϊκή, άυλη «μορφή», ο «καθαρός», αμιγής νους που η σκέψη του «Νοῦ» έχει σαν αντικείμενο την ίδια τη δραστηριότητα της νόησης του.
Ταυτόχρονα όμως ο αντικειμενικός ιδεαλισμός του Αριστοτέλη έχει πιό λογοκρατικό χαρακτήρα.
Το ύψιστο άυλο όν του Πλάτωνα είναι η «ιδέα» του αγαθού, που προσδίνει στον ιδεαλισμό του Πλάτωνα ηθικό χαρακτήρα.
Το ύψιστο άυλο όν του Αριστοτέλη είναι ο «Νοῦς».
Ο Κοσμολογικός Θεός του Αριστοτέλη είναι κατά κάποιον τρόπο ένας ιδανικός, μέγιστος και τελειότατος φιλόσοφος, που θεωρεί τη γνώση και τη νόηση του, ένας καθαρός θεωρητικός.
Μιά τέτοια θεωρία είναι μιά πολύ διαμεσαζόμενη, αλλά αναμφισβήτητη αντανάκλαση της κοινωνικής βάσης πάνω στην οποία γεννήθηκε.
Η βάση αυτή ήταν ο κοινωνικός διαχωρισμός σε κάποιους Έλληνες: ανάμεσα στην πνευματική και την χειρωνακτική εργασία... η μονοπώληση κάποιες φορές από τους οικονομικά προνομιούχους, της πνευματικής εργασίας... κάποιες φορές ο χωρισμός της θεωρίας από την πρακτική... κάποιες φορές ο καθαρά θεωρησιακός χαρακτήρας της ίδιας της επιστήμης και η υπερίσχυση σ’ αυτήν του συλλογισμού.
Αν και ξέρουμε ότι ο Αριστοτέλης και πολλοί άλλοι Έλληνες πρόγονοι μας, έκαναν και πειράματα για να αποδείξουν και να μελετήσουν εκτενέστερα την φύση.
 

https://ellinonkyklos.blogspot.com/


Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.