Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος συγκρίνοντας την Ελληνική Θεολογία με την Αιγυπτιακή, μας εξηγεί ότι είναι ιδέες αθεΐας να λέμε ότι οι Θεϊκές Οντότητες των Θεών μας είναι φυσικές δυνάμεις ή ότι τ’ αγάλματα είναι Θεοί.

Ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος συγκρίνοντας την Ελληνική Θεολογία με την Αιγυπτιακή, μας εξηγεί ότι είναι ιδέες αθεΐας να λέμε ότι οι Θεϊκές Οντότητες των Θεών μας είναι φυσικές δυνάμεις ή ότι τ’ αγάλματα είναι Θεοί.

Τα επιπλέον ενδιάμεσα σχόλια μου (στο μονοκόμματο αρχαίο Ελληνικό κείμενο που θα βάλω παρακάτω, γιατί μόνον έτσι θα μάθουμε οι Έλληνες αληθινή Ελληνική Ιστορία), θα είναι πάντα μέσα σε παρένθεση και θα έχουν στην αρχή με κόκκινο χρώμα, το σύμβολο αυτό @

«64. Για να το πούμε με δυο λόγια, δεν είναι σωστό να θεωρούμε ούτε το νερό ούτε τον ήλιο ούτε τη γη ούτε τον ουρανό ως Όσιρι ή Ίσιδα, ούτε πάλι τη φωτιά ούτε τη στέγνια ούτε τη θάλασσα ως Τυφώνα, αλλά γενικά, αν αποδίδαμε στον Τυφώνα ό,τι το άμετρο και άτακτο ενυπάρχει σε αυτά λόγω της υπερβολής ή της έλλειψης και αν σεβόμαστε και τιμούσαμε το τακτοποιημένο, το αγαθό και το ωφέλιμο ως έργο της Ίσιδος και εικόνα, ομοίωμα και λόγο του Οσίριδος, δεν θα πέφταμε έξω.

Θα κάνουμε όμως και τον Εύδοξο να πάψει να αμφιβάλλει και να αναρωτιέται πώς η Δήμητρα δεν συμμετέχει στα πράγματα του έρωτα, παρά μόνον η Ίσιδα, και πώς παρομοιάζουν τον Διόνυσο με τον Όσιρι, εφόσον δεν μπορεί ούτε να αυξήσει τα νερά του Νείλου ούτε να γίνει άρχων των νεκρών.

Πράγματι, θεωρούμε πως οι θεοί τούτοι έχουν ταχθεί με βάση ένα κοινό λόγο γύρω από καθετί που είναι μέρος του αγαθού και καθετί το ωραίο και αγαθό που υπάρχει στη φύση οφείλεται σε αυτούς, διότι ο ένας δίνει τα αρχικά εναύσματα και η άλλη τα δέχεται και τα διανέμει.

65. Κατά τον ίδιο τρόπο θα αντιμετωπίσουμε τους πολλούς και χοντροκομμένους, που τους αρέσει να συσχετίζουν τα όσα αναφέρονται στους θεούς τούτους είτε με τις εποχιακές μεταβολές της ατμόσφαιρας είτε με τη βλάστηση των καρπών, τη σπορά και το όργωμα και λένε πως θάβεται ο Όσιρις, όταν κατά τη σπορά ο καρπός κρύβεται μέσα στη γη, ενώ ξαναγεννιέται κι έρχεται στο φως, όταν αρχίζει η βλάστηση· γι’ αυτό λένε ότι με το που κατάλαβε η Ίσις πως είναι έγκυος, φόρεσε φυλακτό την έκτη μέρα του μήνα Φαωφί και ότι ο Αρποκράτης γεννήθηκε γύρω στο χειμερινό ηλιοστάσιο, ατελής και πρόωρος, όπως τα φυτά που ανθούν και βλαστάνουν πρόωρα (για τούτο και του προσφέρουν ως θυσία τις πρώτες φακές που φυτρώνουν), ενώ τις μέρες της λοχείας γιορτάζουν μετά την εαρινή ισημερία.

Ακούγοντάς τα, λοιπόν, αρκούνται και πιστεύουν σε αυτά, έλκοντας την πίστη τους όπως - όπως από τις πρόχειρες και συνηθισμένες σκέψεις.

66. Δεν είναι επομένως φοβερό, που κατ’ αρχάς διατηρούν τους θεούς κοινούς με τους δικούς μας και δεν τους κάνουν ιδιαίτερους θεούς των Αιγυπτίων, εννοώντας με τα ονόματα αυτά μόνο τον Νείλο και μόνο τη χώρα που ποτίζει ο Νείλος, ούτε μιλούν μόνο για γέννηση των θεών από τα έλη και τους λωτούς, με αποτέλεσμα να αποστερούν από μεγάλους θεούς τους άλλους ανθρώπους, στους όποιους δεν υπάρχει Νείλος ούτε Βούτος ούτε Μέμφις.

Την Ίσιδα και τους θεούς που τη συνοδεύουν όλοι κατέχουν και γνωρίζουν και, μολονότι ορισμένους μόλις πρόσφατα έμαθαν να τους αποκαλούν με τα ονόματα που έχουν στην Αίγυπτο, παρά ταύτα γνώριζαν και τιμούσαν εξ αρχής τη δύναμη του καθενός.

Δεύτερον, και σημαντικότερο, πρέπει να προσέξουν παρά πολύ και να φοβούνται μην τυχόν, χωρίς να το καταλάβουν, διαγράψουν και διαλύσουν τα θεϊκά πράγματα σε ανέμους, ρεύματα, σπορές, οργώματα, παθήματα της γης και μεταβολές εποχών, όπως ακριβώς εκείνοι που ονομάζουν Διόνυσο το κρασί και Ήφαιστο τη φλόγα.

Φερσεφόνη, πάλι, αναφέρει κάπου ο Κλεάνθης, (@ ονομάζουν) την πνοή που φέρεται (@ περνάει) μέσα από τους καρπούς και έπειτα φονεύεται (@ καταστρέφεται)».

(@ «Φερσεφόνην δέ φησί που Κλεάνθης», «Φερσεφόνη, πάλι, αναφέρει κάπου ο Κλεάνθης»:

Πρόκειται για τη Θεά Περσεφόνη, παράγωγο όνομα από το ρήμα φέρω και το ουσιαστικό φόνος, για να δηλώσει «το δια των καρπών φερόμενον και φονευόμενον πνεύμα» κατά τον Κλεάνθη, στωικό φιλόσοφο του 3ου π.Χ. αιώνα).
«Κάποιος ποιητής επίσης λέει για τους θεριστές:

«την εποχή που οι δυνατοί κόβουν της Δήμητρας τα άκρα», διότι τούτοι δεν διαφέρουν σε τίποτα απ’ όσους θεωρούν κυβερνήτη πλοίου τα ιστία, τα παλαμάρια και την άγκυρα, υφαντή τα νήματα και τα υφάδια και γιατρό τη λεκάνη, το μελίκρατο και το κριθαρόζουμο, αλλά γεννούν φοβερές και άθεες ιδέες στα ανθρώπινα μυαλά, όταν δίνουν ονόματα θεών σε φύσεις και πράγματα χωρίς αισθήσεις και ψυχή, που υποχρεωτικά φθείρονται από ανθρώπους, οι οποίοι τα χρειάζονται και τα χρησιμοποιούν.

67. Αυτά τα ίδια δεν πρέπει βέβαια να εννοήσουμε ως θεούς, διότι δεν είναι κάτι χωρίς νου και χωρίς ψυχή ο θεός ούτε υποχείριος των ανθρώπων».

(@ Μια Θεολογική συμβουλή του Αρχιερέα των Δελφών Πλούταρχου και προς τους σημερινούς δήθεν Έλληνες Λατρευτές του Ελληνικού Πανθέου, που κάποιοι σκεπτικιστές συγγραφείς θέλουν να κάνουν με το ζόρι τις Θεϊκές Οντότητες των Ελλήνων Θεών, Ιδεοθεούς, φυσικές δυνάμεις ή απλά σύμβολα ενώ αυτές οι ιδέες τους μας λέει ο Πλούταρχος είναι φοβερές ιδέες αθεΐας... το να δίνουμε δηλαδή τα ονόματα των Θεών σε φυσικές δυνάμεις και πράγματα (που όλα αυτά δεν έχουν αισθήσεις και ψυχή, και μπορούν να γίνουν και υποχείρια των ανθρώπων), ενώ οι πραγματικοί Θεοί μας έχουν και νου και ψυχή και δεν είναι υποχείρια των ανθρώπων ).
«Με βάση τούτα όμως πιστέψαμε εκείνους, που τα χρησιμοποιούν οι ίδιοι, τα δωρίζουν σε εμάς και μας τα παρέχουν αέναα και διαρκώς, ως θεούς, που δεν είναι άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί ούτε βάρβαροι και Έλληνες ούτε νότιοι και βόρειοι».

(@ «ἀπὸ τούτων δὲ τοὺς χρωμένους αὐτοῖς καὶ δωρουμένους ἡμῖν καὶ παρέχοντας ἀέναα καὶ διαρκῆ θεοὺς ἐνομίσαμεν, οὐχ ἑτέρους παρ´ ἑτέροις οὐδὲ βαρβάρους καὶ Ἕλληνας οὐδὲ νοτίους καὶ βορείους»,
«Με βάση τούτα όμως πιστέψαμε εκείνους, που τα χρησιμοποιούν οι ίδιοι, τα δωρίζουν σε εμάς και μας τα παρέχουν αέναα και διαρκώς, ως θεούς, που δεν είναι άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί ούτε βάρβαροι και Έλληνες ούτε νότιοι και βόρειοι».

Ευρεία θεώρηση του θεολογίζοντος Πλουτάρχου σχετική με την πίστη και τις λατρευτικές εκδηλώσεις των ανθρώπων.

Παντού οι Θεοί είναι οι ίδιοι αλλά με διαφορετικά ονόματα.

Όπως ένας είναι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και ο ήλιος και η σελήνη.

Αλλά οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούν άλλες, διαφορετικές μεταξύ τους, λέξεις για να τα ονοματίσουν).
«Όπως ο ήλιος, η σελήνη, ο ουρανός, η γη και η θάλασσα είναι κοινά σε όλους, αλλά τα ονομάζουν με διαφορετικές ονομασίες οι διάφοροι λαοί, παρόμοια, μολονότι ένας είναι ο λόγος που τα τακτοποιεί και μια πρόνοια που τα επιτηρεί, μολονότι, από την άλλη, οι δυνάμεις είναι ταγμένες να υπηρετούν όλα τα όντα, έχουν θεσπιστεί σε διαφόρους λαούς διαφορετικές τιμές και ονομασίες για όλα τούτα».

(@ «οὕτως ἑνὸς λόγου τοῦ ταῦτα κοσμοῦντος καὶ μιᾶς προνοίας ἐπιτροπευούσης», «μολονότι ένας είναι ο λόγος που τα τακτοποιεί και μια πρόνοια που τα επιτηρεί»:

Προειδοποιώ από τώρα τον κάθε Εβραιοχριστιανό να μην πάει να παρερμηνεύσει και τον Αρχιερέα των Δελφών Πλούταρχο (ότι και αυτός δήθεν πίστευε σ’ έναν Θεό και ήταν Μονοθεϊστής), γιατί ο Πλούταρχος έχει επίσημα δύο Έλληνες Θεούς στο Μαντείο των Δελφών (τον Θεό Απόλλωνα και τον Θεό Διόνυσο), χώρια που σ’ όλο το τεράστιο συγγραφικό του, δεν σταματάει να μιλάει για τους πολλούς Θεούς των Ελλήνων.

Ο λόγος και η πρόνοια έχει να κάνει με τον Θεό Δία για τους αρχαίους Έλληνες και όχι δήθεν με τον Γιαχβέ που θέλουν να διαστρεβλώσουν τώρα οι Εβραιοχριστιανοί.

Ο Γιαχβέ των Εβραιοχριστιανών στέλνει τον άγγελο του με την ρομφαία και σκοτώνει 180.000 Ασσύριους για να ελευθερώσει τον Περιούσιο λαό του τους Εβραίους, κάτι τέτοιο αποκλείεται να το πίστευε και ο Πλούταρχος, ακόμη αν επιχειρούσε φανταστικά να πιστέψει σ’ έναν Θεό !!!

Ακόμη και το να μιλήσεις και σήμερα για Μονοθεϊσμό έχει κάποιες «Εβραϊκές προδιαγραφές» για τους Εβραιοχριστιανούς, τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους: Ο ένας τους Θεός ο Γιαχβέ ή ο Αλλάχ, δεν έστειλε ποτέ τον άγγελο του με την ρομφαία να βοηθήσει και τους Έλληνες να απελευθερωθούν από τους Ρωμαίους, τους Τούρκους, τους Γερμανούς ή έστω από τους Ορθόδοξους Βουλγάρους, όταν έσφαζαν τους Έλληνες στην Δράμα.

Για κάποια πρωταρχική αρχή ή λόγο, μας έχουν μιλήσει και διάφοροι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι όπως ο Ηράκλειτος (πυρ), ο σοφός Θαλής (ύδωρ) κτλ… αλλά κανένας τους δεν θεώρησε ότι αυτή η πρωταρχική αρχή ή ο λόγος, ήταν ο δήθεν ένας και μοναδικός Θεός, γιατί συνεχίζουν να μιλούν οι ίδιοι, για την ύπαρξη πολλών Θεών.

Όταν ο Ηράκλειτος λέει): «Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία».

(Ηράκλειτος, 19. (32).

«ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα».

(Ηράκλειτος, 19. (32).

(@ Οι λόγοι για τους οποίους το σοφόν μπορεί να ονομαστεί Δίας είναι φυσικά το γεγονός ότι ο Θεός Δίας είναι αιώνιος, είναι η ύψιστη θεότητα, κυβερνάει τα πάντα, ενδιαφέρεται να τηρούνται μερικές βασικές ηθικές εντολές.

Ο Ηράκλειτος δεν κρύβει τον θαυμασμό και τον σεβασμό του και για τον Θεό Απόλλωνα, τον μεγάλο Θεό των Ελλήνων):

«Δεν βλέπεις πόσο ευχάριστα είναι τα τραγούδια της Σαπφώς, που γοητεύουν και καταθέλγουν τους ακροατές;

Ενώ η Σίβυλλα, με την ένθεη φωνή της, κατά τον Ηράκλειτο, αν και μιλάει αγέλαστα, ακαλλώπιστα και χωρίς αρώματα με τη φωνή της φθάνει χίλια χρόνια μακριά, χάρη στον θεό της». (@ Εδώ μιλάει φυσικά για τον Θεό Απόλλωνα).

(Πλούταρχος, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν), (Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, Fr. 92.1-5).

«Οὐχ ὁρᾷς .., ὅσην χάριν ἔχει τὰ Σαπφικὰ μέλη, κηλοῦντα καὶ καταθέλγοντα τοὺς ἀκροωμένους;

Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ᾽ Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν».

(Πλούταρχος, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν), (Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, Fr. 92.1-5).

(@ Τις ίδιες απόψεις εκφράζει ο Ηράκλειτος και στο απόσπασμα που διασώζει ο Εβραιοχριστιανός Πατέρας της Εβραιοχριστιανικής Εκκλησίας Κλήμης Αλεξανδρεύς (Που ούτε ακόμη και αυτός τότε δεν τολμάει να πει ότι ο Ηράκλειτος πιστεύει σ’ έναν Θεό !!!).

Στο απόσπασμα αυτό ο Ηράκλειτος μιλάει για τον Θεό Διόνυσο και τον Άδη): «εἰ μὴ γὰρ Διονύσωι πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ἆισμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργαστ΄ ἄνº ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος, ὅτεωι μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν».

(Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προτρεπτικός προς Έλληνας, 34, 5).

(@ Στο απόσπασμα αυτό ο Ηράκλειτος καλεί τους ανθρώπους να προσέξουν τη βαθύτερη σχέση που ενώνει τον Άδη με τον Θεό Διόνυσο, που εκφράζουν ο ένας τον θάνατο και ο άλλος τη δημιουργική δύναμη της ζωής.

Πρόκειται για δύο φαινομενικά αντίθετες δυνάμεις, που σύμφωνα με την φιλοσοφία του Ηρακλείτου αποτελούν ενότητα.

Αν ο Ηράκλειτος, το πιο ανδρείο και ασυμβίβαστο πνεύμα της αρχαιότητας ήταν μονοθεϊστής, θα το είχε διατυπώσει με τρόπο τόσο επιγραμματικό, που θα τον γνώριζε όλη η αρχαιότητα και θα σταματούσε κατάπληκτη σ’ αυτό το σημείο.

Θα πρόσεχε εξ άλλου περισσότερο τις διατυπώσεις του στο ευαίσθητο αυτό σημείο, και δεν θα αναμείγνυε συνεχώς τους Θεούς.

Για περισσότερες πληροφορίες για τον δήθεν μονοθεϊσμό του Ηρακλείτου σε αυτό το λινκ στην ανάρτηση μου με τίτλο:

Ο Ηράκλειτος ήταν Ενιστής και όχι Μονοθεϊστής.


Μετά όμως από αυτό το μεγάλο σχόλιο μου, ας ξανασυνεχίσουμε με το αρχαίο κείμενο του Πλουτάρχου).
«Χρησιμοποιούν ακόμα σύμβολα ιερά άλλοι πιο μυστικά, άλλοι πιο ξεκάθαρα, οδηγώντας τη νόηση προς τα θεϊκά πράγματα με τρόπο όχι ακίνδυνο, διότι ορισμένοι τυφλώθηκαν εντελώς και γλίστρησαν προς τη δεισιδαιμονία, ενώ άλλοι, αποφεύγοντας τον βούρκο της δεισιδαιμονίας, έπεσαν, χωρίς να το καταλάβουν, στον γκρεμό της αθεΐας.

68. Γι’ αυτό πρέπει για τα θέματα τούτα κυρίως να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε με ευλάβεια καθετί απ’ όσα λέγονται ή γίνονται στις τελετές, για να μην κάνουμε κι εμείς λάθος, αντιλαμβανόμενοι όσα όρισαν οι νόμοι για τις θυσίες και τις γιορτές αλλιώς — όπως ακριβώς είπε και ο Θεόδωρος πως, ενώ ο ίδιος πρόσφερε τους λόγους του με το δεξί χέρι, ορισμένοι από τους ακροατές τους δέχονταν με το αριστερό.

Πράγματι, το ότι πρέπει να ανάγουμε τα πάντα στον λόγο είναι κάτι που μπορούμε να πάρουμε και από εκείνους».

(@ «Διὸ δεῖ μάλιστα πρὸς ταῦτα λόγον ἐκ φιλοσοφίας μυσταγωγὸν ἀναλαβόντας ὁσίως διανοεῖσθαι»,
«Γι’ αυτό πρέπει για τα θέματα τούτα κυρίως να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε με ευλάβεια»:

Η προσέγγιση, επομένως, της έννοιας του θείου κατά τον Πλούταρχο είναι έργο της φιλοσοφίας και προνόμιο των «μυσταγωγών», των μυημένων στα μυστήρια.

Εκεί ο μύστης «διανοείται και κατανοεί έκαστον των λεγομένων και δρωμένων».

«καθάπερ Θεόδωρος εἶπε», «όπως ακριβώς είπε και ο Θεόδωρος»:

Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (2, 86 και 98) ο φιλόσοφος Θεόδωρος ήταν μαθητής του Κράτητος και του Αρίστιππου του Κυρηναίου, που εξορίστηκε από την Αθήνα για αθεΐα.

Ο Θεόδωρος υπήρξε και μαθητής του Αννικέριδος και του Διονυσίου του διαλεκτικού).

«Κατά τη δέκατη ένατη μέρα του πρώτου μήνα, όταν γιορτάζουν τον Ερμή, τρώνε μέλι και σύκο λέγοντας: «Γλυκιά η αλήθεια».

Το φυλακτό, εξ άλλου, της Ίσιδος, που αναφέρουν στους μύθους ότι φορά, το ερμηνεύουν ως «φωνή της αλήθειας».

Τον Αρποκράτη επίσης δεν πρέπει να θεωρούμε ούτε λειψό θεό ούτε ανόητο ούτε κανένα όσπριο, αλλά προστάτη και σωφρονιστή του ανθρώπινου λόγου σχετικά με τους θεούς, που είναι νεαρός, ατελής και ασχημάτιστος.

Για τούτο κρατά το δάχτυλο στο στόμα του, σύμβολο της εχεμύθειας και της σιωπής».

(@ «Ἁρποκράτην». Τον Αρποκράτη παρίσταναν κατ’ αρχάς να βυζαίνει το δάχτυλο του.

Εξαιτίας όμως της λανθασμένης ερμηνείας που αναφέρεται εδώ, ο Αρποκράτης έγινε το πιο γνωστό σύμβολο του Αιγυπτιακού εσωτερισμού).

«Όταν στον μήνα Μεσορί του προσφέρουν όσπρια, λένε: «Η γλώσσα είναι τύχη, η γλώσσα είναι δαίμων».

Αναφέρουν επίσης πως από τα Αιγυπτιακά φυτά το κατ’ εξοχήν ιερό φυτό της θεάς (@ Ίσιδας) είναι η περσέα, διότι ο καρπός της μοιάζει με καρδιά και το φύλλο της με γλώσσα».

(@ «περσέα»: Το δέντρο περσέα (Mimusops laurifolia και Mimusops schimperi) ήταν γνωστό στους αρχαίους Αιγυπτίους ως το «Δέντρο της Ζωής» και συχνά αναφέρεται στην αιγυπτιακή μυθολογία.

Η περσέα παράγει ένα ισχυρό ξύλο που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Αίγυπτο για αγάλματα, κρεβάτια, τραπέζια και μικρά αντικείμενα, ενώ τα φρούτα του τρώγονταν.

Το ξύλο, τα φρούτα και τα φύλλα του δέντρου της περσέας χρησιμοποιούνται συχνά σε ταφικά πλαίσια με συμβολικό νόημα.

Μικρά κλαδιά και φύλλα του δέντρου περσέα έχουν βρεθεί σε πολλούς τάφους (ο καρπός του δέντρου και δύο μεγάλα μπουκέτα κλαδιών βρέθηκαν στον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών).

Τα φαγητά ή τα γυάλινα μοντέλα των φρούτων και των φύλλων της περσέας ήταν θαμμένα με τους νεκρούς.

Τα φύλλα της χρησιμοποιήθηκαν μερικές φορές ως γιρλάντες στις μούμιες, όπως αυτή που βρέθηκε στον Φαραώ Ραμσή Β΄ (1303 π.Χ. - 1213 π.Χ.), γνωστός και ως Ραμσής ο Μέγας (στην ελληνική βιβλιογραφία συναντάται και ως Ραμεσσής Β΄, ενώ στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός και ως Οσυμανδύας, από την παραφθορά του επίσημου βασιλικού τίτλου του Ραμσή που ήταν Ούσερ-μαατ-ρε Σέτεφ-εν-ρε), ήταν ο τρίτος φαραώ της 19ης δυναστείας της Αιγύπτου.

Ένας κατάλογος των ναών της αρχαίας Αιγύπτου καταγράφει «4.415 κούτσουρα της περσέας» ως μέρος μιας βασιλικής προσφοράς.

Θεωρούμενοι ως ιερείς, οι βασιλιάδες απεικονίζονταν συχνά προστατευόμενοι από το φύλλωμα του, και οι θεές απεικονίζονταν ότι έβγαιναν από την περσέα, προσφέροντας φαγητό και κρασί στον αποθανόντα.

Η περσέα σχετίζεται με τους μύθους δημιουργίας επειδή ο καρπός μοιάζει με μια καρδιά και το φύλλο είναι μια γλώσσα.

Η Περσέα (Mimusops laurifolia): Είναι ένα μεσαίου μεγέθους αειθαλή δέντρο, που προέρχεται από την Αιθιοπία και την Υεμένη.

Ο Πλίνιος αναφέρει ότι το δέντρο της περσέας (persea) μερικές φορές συγχέεται με το δέντρο της ροδακινιάς.

Ο καρπός της περσέας χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως διακοσμητικό μοτίβο.

Το φυτό ήταν συνδεδεμένο με τη λατρεία του Όσιρι, σύμφωνα μάλιστα με μια παράδοση η λάρνακα του Όσιρι κλείστηκε μέσα σε αυτό το φυτό).
«Πράγματι, κανένα πράγμα απ’ όσα διαθέτει ο άνθρωπος από τη φύση του δεν είναι θεϊκότερο από τον λόγο, κυρίως τον λόγο σχετικά με τους θεούς, και τίποτα δεν ρέπει περισσότερο προς την ευδαιμονία (@ από τον λόγο)».

(@ «Οὐδὲν γὰρ ὧν ἄνθρωπος ἔχειν πέφυκε θειότερον λόγου», «Πράγματι, κανένα πράγμα απ’ όσα διαθέτει ο άνθρωπος από τη φύση του δεν είναι θεϊκότερο από τον λόγο»:

Αξιολογώντας ο Πλούταρχος τα πλεονεκτήματα του ανθρώπου έναντι όλων των άλλων δημιουργημάτων αναγνωρίζει την υπεροχή του λόγου, που του εξασφαλίζει και «μείζονα ῥοπὴν ἔχει πρὸς εὐδαιμονίαν»).
«Για τούτο σε όποιον εδώ κατεβαίνει στο χρηστήριο (@ Του Μαντείου των Δελφών) συνιστούμε να έχει όσιες σκέψεις και να μιλάει προσεκτικά.

Όμως ο κόσμος συμπεριφέρεται γελοία, όταν στις πομπές και τις γιορτές συνιστά ευλαβική σιωπή, ενώ έπειτα για τους ίδιους τους θεούς λένε και έχουν στο μυαλό τους τα πιο άσκεπτα πράγματα».

(@ «Διὸ τῷ μὲν εἰς τὸ χρηστήριον ἐνταῦθα κατιόντι παρεγγυῶμεν ὅσια φρονεῖν, εὔφημα λέγειν· [69] οἱ δὲ πολλοὶ γελοῖα δρῶσιν ἐν ταῖς πομπαῖς καὶ ταῖς ἑορταῖς», «Για τούτο σε όποιον εδώ κατεβαίνει στο χρηστήριο (@ Του Μαντείου των Δελφών) συνιστούμε να έχει όσιες σκέψεις και να μιλάει προσεκτικά.

Όμως ο κόσμος συμπεριφέρεται γελοία, όταν στις πομπές και τις γιορτές»:

Ανέκαθεν χαρακτηριστικά των Ελλήνων λατρευτών (προπαντός των «μεμυημένων»), ήταν η φρόνηση, η οσιότητα, η ευλογία, ο σεμνός δηλαδή λόγος για τους Θεούς.

Απ’ ότι φαίνεται όμως, στα χρόνια του Πλούταρχου η πίστη και η λατρεία προς τους Θεούς (περνάει σε μιά παρανόηση της λατρείας από τους αμόρφωτους συνήθως), αφού υπάρχουν κάποιοι που «γελοῖα δρῶσιν ἐν ταῖς πομπαῖς καὶ ταῖς ἑορταῖς εὐφημίαν προκηρύττοντες, εἶτα περὶ τῶν θεῶν αὐτῶν τὰ δυσφημότατα καὶ λέγοντες καὶ διανοούμενοι»).
«69. Πώς πρέπει να αντιμετωπίζει επομένως κανείς τις θλιβερές, αγέλαστες και πένθιμες θυσίες, αν δεν είναι σωστό ούτε τα ιερά καθήκοντα να παραλείπουμε ούτε να ανακατεύουμε και να διαταράσσουμε με αβάσιμες υπόνοιες τις δοξασίες για τους θεούς ;».

(@ «εἰ μήτε παραλείπειν τὰ νενομισμένα καλῶς ἔχει μήτε φύρειν τὰς περὶ θεῶν δόξας καὶ συνταράττειν ὑποψίαις ἀτόποις;», «αν δεν είναι σωστό ούτε τα ιερά καθήκοντα να παραλείπουμε ούτε να ανακατεύουμε και να διαταράσσουμε με αβάσιμες υπόνοιες τις δοξασίες για τους θεούς;»:

Διερωτάται εύλογα ο Πλούταρχος πώς πρέπει να συμπεριφερθεί κανείς για να μη συμφύρει, να μη συγκεράσει τις δοξασίες για το θείο, καθώς βλέπει ότι είναι πανομοιότυπες ανάμεσα σε Έλληνες και Αιγυπτίους, σε άλλους δυτικούς λαούς (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Θεόπομπος, περίφημος Χίος ιστοριογράφος του 4ου π.Χ. αιώνα, σύγχρονος του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου), αλλά και στους Φρύγες και στους Παφλαγόνες της Ανατολής.

(Για μια ακόμη φορά διαπιστώνει κανείς την ευρυμάθεια του Πλούταρχου).

«Και στους Έλληνες γίνονται πολλά παρόμοια τον ίδιο περίπου χρόνο με όσα κάνουν οι Αιγύπτιοι στις γιορτές της Ίσιδος.

Στην Αθήνα οι γυναίκες κατά τη μέρα της νηστείας στα Θεσμοφόρια κάθονταν κάτω».

(@ Τα Θεσμοφόρια που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα και στα οποία λάμβαναν μέρος μόνο γυναίκες ήταν η πιο σημαντική, μετά τα Ελευσίνια, γιορτή προς τιμή της Θεάς Δήμητρας και της Κόρης (Περσεφόνης).

Τα Θεσμοφόρια τελούνταν τον μήνα Πυανεψιώνα (Οκτώβριο - Νοέμβριο) και διαρκούσαν τέσσερις μέρες.

Η πρώτη ονομαζόταν Θεσμοφορία ή Άνοδος και οι γυναίκες ανέβαιναν στον ναό (ο οποίος, σύμφωνα με τον Παυσανία (Α, 14, 1), βρισκόταν πάνω από την Εννεάκρουνον κρήνη, κοντά στο κέντρο της Αθηναϊκής Αγοράς).

Η δεύτερη μέρα λεγόταν Κάθοδος.

Το πρωί οι γυναίκες χόρευαν, όπως η Θεά Περσεφόνη με τις συντρόφισσες της, προτού την αρπάξει ο Θεός Πλούτων.

Το βράδυ θρηνούσαν την κάθοδο της στον Άδη.

Η τρίτη ήταν η μέρα της Νηστείας· κάθονταν όλες κάτω και μοιρολογούσαν, όπως η Θεά Δήμητρα, ή έκαναν λιτανείες με αναμμένες λαμπάδες, επειδή και η Θεά Δήμητρα έψαχνε την κόρη της με αναμμένο δαδί.

Την τέταρτη, τέλος, μέρα γιόρταζαν την ανάσταση της Περσεφόνης, και η μέρα τούτη ονομαζόταν Καλλιγένεια).
«Οι Βοιωτοί επίσης αδειάζουν τα ιερά χάσματα της Αχαίας και ονομάζουν τη γιορτή επαχθή, διότι είναι θλιμμένη η Δήμητρα εξαιτίας της καθόδου στον Άδη της Κόρης».

(@ «καὶ Βοιωτοὶ τὰ τῆς Ἀχαίας μέγαρα κινοῦσιν»,
«Οι Βοιωτοί επίσης αδειάζουν τα ιερά χάσματα της Αχαίας»:

Ήταν και αυτή τελετουργία που γινόταν κατά την εορτή των Θεσμοφορίων.

Λίγους μήνες νωρίτερα, στην εορτή των Σκίρων, έριχναν μικρά χοιρίδια σε κοιλότητες ή χάσματα βράχων μαζί με ψωμάκια σε σχήμα φαλλού, συμβόλου της γονιμότητας.

Οι κοιλότητες ή τα χάσματα όπου απέθεταν τις προσφορές ονομάζονταν μέγαρα της Δήμητρας και τα ίδια τα αντικείμενα θεσμοί ή θεσμά, δηλαδή αποτεθειμένα.

Στη γιορτή των Θεσμοφορίων οι θεσμοί είχαν σχεδόν αποσυντεθεί.

Τα υπολείμματα αυτά έπρεπε να μαζέψει από τα χάσματα μια ομάδα γυναικών επιφορτισμένων με το μεγαρίζειν και να τα μεταφέρει στους βωμούς, όπου μοιράζονταν στους γεωργούς, που τα ανακάτευαν με το σιτάρι της σποράς για να του μεταδώσουν τη δύναμή τους.

Το όνομα της Θεάς Δήμητρας ως Αχαίας προέρχεται από το χος, τη μεγάλη στενοχώρια, το σφίξιμο και τη θλίψη).
«Ο μήνας τούτος, λοιπόν, που συμπίπτει με την εποχή της δύσης των Πλειάδων, είναι κατάλληλος για σπορά, και οι Αιγύπτιοι τον ονομάζουν Αθύρ, οι Αθηναίοι Πυανεψιώνα και οι Βοιωτοί Δαμάτριο.

Ο Θεόπομπος, εξ άλλου, εξιστορεί πως οι κάτοικοι των δυτικών περιοχών θεωρούσαν και αποκαλούσαν Κρόνο τον χειμώνα, Αφροδίτη το καλοκαίρι, Περσεφόνη την άνοιξη και ότι τα πάντα γεννιούνται από τον Κρόνο και την Αφροδίτη».

(@ «Τοὺς δὲ πρὸς ἑσπέραν οἰκοῦντας ἱστορεῖ Θεόπομπος ἡγεῖσθαι καὶ καλεῖν τὸν μὲν χειμῶνα Κρόνον, τὸ δὲ θέρος Ἀφροδίτην, τὸ δ’ ἔαρ Περσεφόνην· ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ἀφροδίτης γεννᾶσθαι πάντα»,
«Ο Θεόπομπος, εξ άλλου, εξιστορεί πως οι κάτοικοι των δυτικών περιοχών θεωρούσαν και αποκαλούσαν Κρόνο τον χειμώνα, Αφροδίτη το καλοκαίρι, Περσεφόνη την άνοιξη και ότι τα πάντα γεννιούνται από τον Κρόνο και την Αφροδίτη»:

Μια απάντηση ιστορική και Θεολογική του Πλουτάρχου ως προς την λατρευτική θέση του Τιτάνα Κρόνου στους Έλληνες, που τώρα κάποιοι δήθεν Έλληνες ουφολόγοι - Σειριολόγοι - Αντικρόνιοι και ανιστόρητοι λατρευτές, θέλουν να μην λατρεύουμε τον Τιτάνα Κρόνο, γιατί δήθεν είναι κακή Θεότητα και στο ουφολογικό μυαλό τους είναι ακόμη και εξωγήινος με διαστημόπλοιο !!!

Λένε και γράφουν οι ουφολόγοι - Σειριολόγοι - Αντικρόνιοι δήθεν Έλληνες λατρευτές στο διαδίκτυο, ότι δεν υπήρχε ποτέ ναός του Κρόνου στην Ελλάδα, ενώ ο περιηγητής Παυσανίας μιλάει για ναό του Τιτάνα Κρόνου στον Ιερότερο τόπο στην αρχαία Ελλάδα, μέσα στην αρχαία Ολυμπία).

«ἐς δὲ τὸν ἀγῶνα τὸν Ὀλυμπικὸν λέγουσιν Ἠλείων οἱ τὰ ἀρχαιότατα μνημονεύοντες Κρόνον τὴν ἐν οὐρανῷ σχεῖν βασιλείαν πρῶτον καὶ ἐν Ὀλυμπίᾳ ποιηθῆναι Κρόνῳ ναὸν ὑπὸ τῶν τότε ἀνθρώπων, οἳ ὠνομάζοντο χρυσοῦν γένος».

(Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, βιβλίο 5,7, 6).

(@ Στην αρχαία Ολυμπία λέει μάλιστα ο Παυσανίας ότι θυσίαζαν πάνω στον Κρόνιο λόφο οι Έλληνες Ιερείς προς τον Τιτάνα Κρόνο):

«τὸ δὲ ὄρος τὸ Κρόνιον κατὰ τὰ ἤδη λελεγμένα μοι παρὰ τὴν κρηπῖδα καὶ τοὺς ἐπ' αὐτῇ παρήκει θησαυρούς. ἐπὶ δὲ τοῦ ὄρους τῇ κορυφῇ θύουσιν οἱ Βασίλαι (@ Ιερείς) καλούμενοι τῷ Κρόνῳ κατὰ ἰσημερίαν τὴν ἐν τῷ ἦρι, Ἐλαφίῳ μηνὶ παρὰ Ἠλείοις».

(Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις , Ηλιακά Β΄, 20,1).

(@ Λένε ακόμη οι ανιστόρητοι ουφολόγοι Σειριολόγοι – Αντικρόνιοι του διαδικτύου, ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν γιορτή για τον Τιτάνα Κρόνο, ενώ μας διηγείται ο Ρήτορας Δημοσθένης, ότι αναβλήθηκε συνέλευση, γιατί ήταν η εορτή των Αθηναίων προς τον Τιτάνα Κρόνο):

«Δεν φανέρωσε το νόμο του, ούτε έδωσε την ελευθερία να το διαβάσει κανείς ώστε να αντιταχθεί σε αυτό, ούτε περίμενε κάποια από τις ημερομηνίες που προβλέπονται από τους νόμους. και αν και η συνέλευση που θα θέσπιζε τους νέους νόμους, ήταν η ενδέκατη του Εκατομβαιώνος μηνός, έλαβε μέρος την δωδέκατη δηλαδή την επόμενη ημέρα, την ίδια μέρα που ήταν εορτή του Κρόνου επομένως η συνέλευση αναβλήθηκε, καθότι με τη βοήθεια προσώπων των οποίων οι προθέσεις ήταν φιλικές προς εσάς είχε φτάσει να πάρει με διάταγμα μια συνεδρίαση της Νομοθετικής Επιτροπής, με τη δικαιολογία των Παναθηναίων».

(Δημοσθένης, Κατὰ Τιμοκράτους, 26).

«οὔτε γὰρ ἐξέθηκε τὸν νόμον, οὔτ᾽ ἔδωκεν εἴ τις ἐβούλετ᾽ ἀναγνοὺς ἀντειπεῖν, οὔτ᾽ ἀνέμεινεν οὐδένα τῶν τεταγμένων χρόνων ἐν τοῖς νόμοις, ἀλλὰ τῆς ἐκκλησίας, ἐν ᾗ τοὺς νόμους ἐπεχειροτονήσατε, οὔσης ἑνδεκάτῃ τοῦ ἑκατομβαιῶνος μηνός, δωδεκάτῃ τὸν νόμον εἰσήνεγκεν, εὐθὺς τῇ ὑστεραίᾳ, καὶ ταῦτ᾽ ὄντων Κρονίων καὶ διὰ ταῦτ᾽ ἀφειμένης τῆς βουλῆς, διαπραξάμενος μετὰ τῶν ὑμῖν ἐπιβουλευόντων καθέζεσθαι νομοθέτας διὰ ψηφίσματος ἐπὶ τῇ τῶν Παναθηναίων προφάσει».

(Δημοσθένης, Κατὰ Τιμοκράτους, 26).

(@ Στην Αρχαία Αθήνα περίμεναν πότε θα έρθει η γιορτή των Κρονίων, για να γλεντήσουν έξαλλα οι Αθηναίοι):

«Πολλοί περιμένουν τα Κρόνια, τα Διάσια, τα Παναθήναια και άλλες τέτοιες μέρες για να ευχαριστηθούν και ν’ αναζωογονηθούν, γελώντας το γέλιο που αγοράζουν πληρώνοντας το αντίτιμο στους μίμους και τους χορευτές».

(Πλούταρχος, Περί ευθυμίας,

«Πολλοὶ Κρόνια καὶ Διάσια καὶ Παναθήναια καὶ τοιαύτας ἄλλας ἡμέρας περιμένουσιν, ἵν' ἡσθῶσι καὶ ἀναπνεύσωσιν, ὠνητὸν <γελῶντες> γέλωτα μίμοις καὶ ὀρχησταῖς μισθοὺς τελέσαντες».

(Πλούταρχος, Περί ευθυμίας, D, 6).

«καὶ γὰρ οἱ θεράποντες ὅταν Κρόνια δειπνῶσιν ἢ Διονύσια κατ’ ἀγρὸν ἄγωσι περιιόντες».

(Πλούταρχος, Ότι ουδέ ήδεως ζην έστιν κατ’ Επίκουρον, 1098 B, 10).

(@ Εδώ διαβάσαμε στην αρχαία Ελληνική παραπομπή, ότι στην γιορτή των Κρονίων οι Αθηναίοι δειπνούσαν και οι ανιστόρητοι ουφολόγοι, Σειριολόγοι, Αντικρόνιοι του διαδικτύου, επιμένουν να γράφουν στο διαδίκτυο, ότι οι Έλληνες δεν είχαν γιορτή για τον Τιτάνα Κρόνο και δήθεν δεν γιόρταζαν οι Έλληνες τον Τιτάνα Κρόνο !!!.

Στην Αθήνα τα Κρόνια γίνονταν προς τιμή του Κρόνου και της γυναίκας του Ρέας και διαρκούσε η γιορτή μια μέρα, ήταν αργία, και γιορτάζονταν στην εξοχή.

Στα Κρόνια γίνονταν ευχαριστήριες θυσίες για το τέλος της συγκομιδής των δημητριακών και των καρπών των δέντρων.

Οι ευχαριστήριες θυσίες στα Κρόνια, δεν ήταν αιματηρές, ούτε ήταν θυσίες ζώων, αλλά γινόταν μόνον προσφορά άρτου και φρούτων.

Τώρα αν έχει διαβάσει κάποιος στο διαδίκτυο κάποιο ανιστόρητο άρθρο ουφολόγου, Σειριολόγου, Αντικρόνιου, που μιλάει ότι στα Κρόνια στην Ελλάδα έκαναν μόνον αιματηρές θυσίες και γι’ αυτό φταίει ο κακός ο Τιτάνας Κρόνος, καλύτερα του προτείνω να μην ξαναδιαβάσει τίποτα από αυτήν την ανιστόρητη σελίδα, αν πραγματικά θέλει να μάθει αληθινή Ελληνική Ιστορία.

Στο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, LIDDELL & SCOTT (που είναι το καλύτερο λεξικό παγκοσμίως για την αρχαία Ελληνική γλώσσα) διαβάζουμε αυτό):

«Κρόνιος, -α, -ον (Κρόνος), I. 1. Κρονικός, λέγεται για τον Κρόνο, σε Αισχύλο. κ.λπ. 2. Κρόνια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή του Κρόνου που εορταζόταν την δωδέκατη μέρα του Εκατομβίωνα, σε Δημοσθένη.· μεταγενέστερα, τὰ Κρόνια ήταν τα Ρωμαϊκά Saturnalia· απ’ όπου, αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, ο χρόνος που εορτάζονταν τα Saturnalia, σε Πλούταρχο. 3. Κρόνιον (ενν. ὄρος), τό, ο λόφος του Κρόνου».
«Οι Φρύγες, επίσης, που πίστευαν ότι ο θεός κοιμάται τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι είναι ξυπνητός, έκαναν βακχικές τελετές προς τιμήν του, τον χειμώνα τους κατευνασμούς και το καλοκαίρι τις ανεγέρσεις.

Οι Παφλαγόνες, τέλος, ισχυρίζονται ότι τον χειμώνα είναι ο θεός δεμένος και φυλακισμένος, ενώ την άνοιξη κινείται και ελευθερώνεται.

70. Η ίδια η εποχή υποβάλλει τη σκέψη πως η κατήφεια οφείλεται στην εξαφάνιση των καρπών, τους οποίους οι παλιοί δεν θεωρούσαν βέβαια θεούς, αλλά δώρα των θεών αναγκαία και μεγάλα για να μη ζούμε σαν τα άγρια θηρία.

Την εποχή, λοιπόν, που έβλεπαν από τη μια τους καρπούς να εξαφανίζονται εντελώς από τα δέντρα και να λείπουν, ενώ, από την άλλη, οι ίδιοι τους φύτευαν με πολλή δυσκολία και μεγάλα προβλήματα, ξύνοντας τη γη με τα χέρια και με τα χέρια καλύπτοντάς τους πάλι, βάζοντάς τους εκεί, χωρίς να ξέρουν, αν θα εμφανιστούν ξανά και αν θα ολοκληρωθούν, έκαναν πράγματα παρόμοια με εκείνα που κάνουν όσοι θάβουν τους νεκρούς και τους πενθούν.

Έπειτα, όπως εμείς λέμε γι’ αυτόν που αγοράζει τα βιβλία του Πλάτωνα ότι αγοράζει Πλάτωνα και όποιον παρουσιάζει τα ποιήματα του Μενάνδρου ότι παίζει Μένανδρο, έτσι κι εκείνοι δεν δίσταζαν να ονομάσουν τα δώρα και τα έργα των θεών με τα ονόματα των θεών, τιμώντας τα, επειδή τους ήταν αναγκαία, και λατρεύοντάς τα.

Οι επόμενοι όμως, απαίδευτοι και αμαθείς, τα παραλάμβαναν, κατ’ αντιστροφή απέδιδαν τα παθήματα των καρπών στους θεούς και δεν αποκαλούσαν μόνον, αλλά και πίστευαν, την εμφάνιση και την εξαφάνιση των αναγκαίων καρπών ως γέννηση και θάνατο των θεών, γεμίζοντας έτσι το μυαλό τους με άτοπες, αυθαίρετες και συγκεχυμένες δοξασίες, μολονότι έβλεπαν καθαρά το άτοπο και τον παραλογισμό.

Ο Ξενοφάνης, λοιπόν, ο Κολοφώνιος έθεσε ως αρχή στους Αιγυπτίους, αν τους θεωρούν θεούς, να μη τους θρηνούν και, αν πάλι τους θρηνούν, να μην τους πιστεύουν για θεούς... αλλά ότι είναι γελοίο να τους θρηνούν και συνάμα να προσεύχονται στους καρπούς (@ σαν σε θεούς) να ξαναφανούν πάλι και να ωριμάσουν για χάρη τους, ώστε να τους καταναλώσουν πάλι και να τους θρηνούν».

(@ «Ὁ μὲν οὖν Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος»,
«Ο Ξενοφάνης, λοιπόν, ο Κολοφώνιος»:

Πρόκειται για το φιλόσοφο Ξενοφάνη (580-480 π.Χ.), δημιουργό της Ελεατικής σχολής).

«71. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, αλλά θρηνούν τους καρπούς και προσεύχονται στους θεούς, που τους γεννούν και τους δωρίζουν, να δημιουργήσουν πάλι άλλους καινούριους και να τους κάνουν να φυτρώσουν στη θέση εκείνων που χάθηκαν.

Για τούτο πολύ σωστά λένε οι φιλόσοφοι πως όσοι δεν ασκούνται να καταλάβουν σωστά τις λέξεις, χρησιμοποιούν λανθασμένα και τα πράγματα».

(@ «ὅθεν ἄριστα λέγεται παρὰ τοῖς φιλοσόφοις τὸ τοὺς μὴ μανθάνοντας ὀρθῶς ἀκούειν ὀνομάτων κακῶς χρῆσθαι καὶ τοῖς πράγμασιν», «Για τούτο πολύ σωστά λένε οι φιλόσοφοι πως όσοι δεν ασκούνται να καταλάβουν σωστά τις λέξεις, χρησιμοποιούν λανθασμένα και τα πράγματα»:

Σωστή διαπίστωση του Πλουτάρχου σχετική με την αναγκαιότητα ορθής κατανόησης της λειτουργίας της γλώσσας.

Κάθε λέξη φέρει συγκεκριμένο εννοιολογικό φορτίο και άλλοτε χρησιμοποιείται κυριολεκτικά και άλλοτε μεταφορικά.

Όποιος δε γνωρίζει τη σημασία των λέξεων δεν κατανοεί και τα πράγματα ή τις ιδιότητες τους ή τις καταστάσεις που ονοματίζονται μ’ αυτές.

Αυτή η άγνοια, προπαντός η χρήση των λέξεων με τη μεταφορική τους σημασία, έχει οδηγήσει σε πολλές παρανοήσεις Έλληνες και ξένους, όπως θα υποστηρίξει στη συνέχεια ο Πλούταρχος με σειρά παραδειγμάτων παρανοήσεων).

«Όπως ακριβώς από τους Έλληνες εκείνοι που δεν έμαθαν και δεν συνήθισαν να αποκαλούν τα χάλκινα, ζωγραφιστά και πέτρινα αντικείμενα αγάλματα που τιμούν τους θεούς, αλλά τα ονομάζουν θεούς, και τολμούν έπειτα να λένε πως ο Λάχαρης έγδυσε την Αθηνά, ο Διονύσιος κούρεψε τις χρυσές μπούκλες του Απόλλωνα, και ο Δίας ο Καπετώλιος στον εμφύλιο πόλεμο πήρε φωτιά και καταστράφηκε, χωρίς να το καταλάβουν, παρασύρονται και ασπάζονται γνώμες αναληθείς, που πηγάζουν από τις λέξεις.

Τούτο έχουν πάθει κυρίως οι Αιγύπτιοι σχετικά με τα ζώα που τιμούν».

(@ «εἶτα τολμῶντες λέγειν, ὅτι τὴν Ἀθηνᾶν Λαχάρης ἐξέδυσε, τὸν δ’ Ἀπόλλωνα χρυσοῦς βοστρύχους ἔχοντα Διονύσιος ἀπέκειρεν, ὁ δὲ Ζεὺς ὁ Καπετώλιος περὶ τὸν ἐμφύλιον πόλεμον ἐνεπρήσθη καὶ διεφθάρη, λανθάνουσι συνεφελκόμενοι καὶ παραδεχόμενοι δόξας πονηρὰς ἑπομένας τοῖς ὀνόμασιν»,
«και τολμούν έπειτα να λένε πως ο Λάχαρης έγδυσε την Αθηνά, ο Διονύσιος κούρεψε τις χρυσές μπούκλες του Απόλλωνα, και ο Δίας ο Καπετώλιος στον εμφύλιο πόλεμο πήρε φωτιά και καταστράφηκε, χωρίς να το καταλάβουν, παρασύρονται και ασπάζονται γνώμες αναληθείς, που πηγάζουν από τις λέξεις».

Ο Λάχαρης ήταν ο Αθηναίος τύραννος που γύρω στο 300 π.Χ. έβαλε να χύσουν το χρυσό ιμάτιο του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Θεάς Αθηνάς, που ήταν έργο του Φειδία.

Όσο για τον Δία τον Καπετώλιο, ο Πλούταρχος αναφέρεται μάλλον στην πυρκαγιά που ξέσπασε στο Καπιτώλιο το 83 μ.Χ., την εποχή του εμφυλίου πολέμου μεταξύ Μάριου και Σύλλα.

Κλασικές περιπτώσεις παρανόησης της σημασία των λέξεων και άγνοιας των σχημάτων λόγου παραθέτει ο Πλούταρχος από την Ελληνική πραγματικότητα, για να αποδείξει σε τι «παραλογία» μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια θεώρηση της σημασίας των λέξεων και για να δικαιολογήσει την πλάνη στην οποία έχουν οδηγηθεί οι Αιγύπτιοι σχετικά με το ζωομορφισμό των θεών τους.

Έτσι, όταν οι Έλληνες λένε, για παράδειγμα, ότι «κάηκε ο Δίας ο Καπετώλιος στον Εμφύλιο πόλεμο», ασφαλώς δεν εννοούν ότι κάηκε ο Θεός Δίας (όπως το εκλαμβάνουν οι αμόρφωτοι), αλλά το άγαλμά του.

Και τα αγάλματα, ασφαλώς, δεν είναι οι Θεοί αλλά τιμητικές αναπαραστάσεις τους.

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με τους Αιγυπτίους και τη λατρεία των ζώων.

Ταύτισαν τα αγαπητά στους θεούς ζώα με τους ίδιους τους θεούς τους.

Έτσι «γέμισαν τις τελετουργίες τους με πλήθος από γελοίες και χλευαστικές πράξεις».

Η όλη θεώρηση του Πλουτάρχου για τα αγάλματα και σχετικά με τις απεικονίσεις των Θεών μοιάζει σαν ν’ «αφηγείται» την θέση της Ορθόδοξης Εβραιοχριστιανικής Εκκλησίας την εποχής της εικονομαχίας κατά τη Βυζαντινή περίοδο, με το Λέοντα τον Ίσαυρο, την Ειρήνη την Αθηναία κλπ. και την ισχυρή αντιπαράθεση μεταξύ των εικονολατρών και εικονοκλαστών...

Καθότι και τότε οι εικονολάτρες και πάρα πολλοί Ορθόδοξοι πιστοί ανά τους αιώνες, είχαν εκτραπεί σε πλήθος ενεργειών που ταύτιζαν την ξύλινη εικόνα του Ιησού Χριστού και των Αγίων τους με τα τιμώμενα πρόσωπα και προέβαιναν σε πλήθος ενεργειών που έκαναν πιό γελοία την Ορθόδοξη Εβραιοχριστιανική Αίρεση (που τώρα την λένε θρησκεία), με χαρακτηριστικότερη τη λήψη ρινισμάτων της εικόνας ως φάρμακο για τη θεραπεία τους από διάφορες ασθένειες.

Αναμφίβολα, με τη θέση που υποστηρίζει ο Πλούταρχος, «ανήκει» στους εικονομάχους κι όχι στους εικονολάτρες, προοικονομώντας την σωστή άποψη για τον οφειλόμενο σεβασμό στις εικόνες, όπως καθιερώθηκε με το τέλος της εικονοκλαστικής περιόδου και το θρίαμβο της Ορθόδοξης Εβραιοχριστιανικής Εκκλησίας και Εβραϊκής Αίρεσης ταυτοχρόνως.

Τώρα γιατί, αφού οι θέσεις του Αρχιερέα των Δελφών Πλουτάρχου «είναι ταυτόσημες» με τις ιδέες της Ορθόδοξης Εβραιοχριστιανικής Εκκλησίας (περί ορθής λατρείας της απεικόνισης των Θεών)...

Γιατί αυτές κυνηγήθηκαν και είναι ειδωλολατρικές μόνον οι ιδέες του Αρχιερέα των Δελφών Πλούταρχου και όχι και της Ορθόδοξης Εβραιοχριστιανικής Εκκλησίας (και αυτό είναι ένα ακόμη μεγάλο Εβραιοχριστιανικό θαύμα)

Εκτός αν μας πουν οι Ορθόδοξοι Εβραιοχριστιανοί ότι δεν ήξεραν τι είχε γράψει ο Πλούταρχος (γιατί τους κατάντησε η Ορθοδοξία τόσο πολύ αγράμματους), ή να μας πουν την πραγματική αλήθεια: Πως μισούν την Ελληνική Θρησκεία του Πλουτάρχου και καθετί Ελληνικό, γιατί η Ορθόδοξη Εβραιοχριστιανική Εκκλησία αποτελεί μιά Εβραϊκή Αίρεση που δεν έπαψε ποτέ να μισεί την Ελλάδα και οτιδήποτε Ελληνικό).
«Οι Έλληνες, ως προς αυτά τουλάχιστον, σωστά μιλούν και πιστεύουν πως το περιστέρι είναι το ιερό ζώο της Αφροδίτης, το φίδι της Αθηνάς, ο κόρακας του Απόλλωνα κι ο σκύλος της Άρτεμης, όπως λέει ο Ευριπίδης:

«Σκύλος θα γίνεις, ομοίωμα της Εκάτης που φέρνει το φως».

Οι περισσότεροι Αιγύπτιοι όμως, με το να λατρεύουν τα ίδια τα ζώα και να τα ακολουθούν ως θεούς, δεν έχουν μόνο καλύψει τις ιερές τελετές με στοιχεία που προκαλούν γέλιο και χλευασμό — πράγμα εξ άλλου που είναι το μικρότερο κακό που προκύπτει από τη βλακεία τους· εμφυτεύεται όμως στο μυαλό τους άποψη φοβερή, που οδηγεί τους αδύναμους και άκακους στην άκρατη δεισιδαιμονία, ενώ τους πιο δυναμικούς και πιο θρασείς ωθεί σε άθεες και ωμές σκέψεις.

Στ’ αλήθεια, δεν είναι αταίριαστο εδώ να συζητηθεί ότι είναι ευλογοφανές σχετικά με το θέμα».

(@ «δόξα δ’ ἐμφύεται δεινὴ τοὺς μὲν ἀσθενεῖς καὶ ἀκάκους εἰς ἄκρατον ὑπερείπουσα τὴν δεισιδαιμονίαν, τοῖς δὲ δριμυτέροις καὶ θρασυτέροις εἰς ἀθέους ἐμπίπτουσα καὶ θηριώδεις λογισμούς», «εμφυτεύεται όμως στο μυαλό τους άποψη φοβερή, που οδηγεί τους αδύναμους και άκακους στην άκρατη δεισιδαιμονία, ενώ τους πιο δυναμικούς και πιο θρασείς ωθεί σε άθεες και ωμές σκέψεις»:

Ο Πλούταρχος εξηγεί εδώ πως οι αφελείς πιστοί οδηγούνται στη δεισιδαιμονία (αφού ταυτίζουν με τους ίδιους τους Θεούς, τόσο τα αγάλματα και τις απεικονίσεις τους, όσο και τα τιμώμενα και αγαπητά στους Θεούς ζώα) και πως αυτή τους η παρέκκλιση από την ορθή πίστη καταντά βιομηχανία παραγωγής άθεων (κάτι που συμβαίνει και τώρα σε κάποιους δήθεν Έλληνες λατρευτές του Ελληνικού Πανθέου, με την νέα σκεπτικιστική, αγνωστικιστική και άθεη μόδα κάποιων συγγραφέων, να κάνουν με το ζόρι ή με δόλο τους Θεούς των Αληθινών Ελλήνων λατρευτών του Ελληνικού Πανθέου, δήθεν Ιδεοθεούς ή φυσικές δυνάμεις ή απλά σύμβολα), αφού αυτό οπλίζει τους άπιστους ή αμφιταλαντευόμενους με δήθεν επιχειρήματα για να εκδηλώσουν την απιστία τους, καθώς βλέπουν (ή θα τους έχουν κάνει τους Έλληνες λατρευτές δόλια οι σκεπτικιστές συγγραφείς και οι άθεοι στο σήμερα) τους πιστούς λατρευτές να προβαίνουν σε πλείστες όσες γελοιότητες και χλευαστικές πράξεις, σχετικές με τη λατρεία τους προς τους Έλληνες Θεούς).

«Το ότι οι θεοί μεταβλήθηκαν στα ζώα αυτά, επειδή φοβήθηκαν τον Τυφώνα, λες και κρύφτηκαν μέσα στα σώματα των ίβεων, των σκύλων και των γερακιών, είναι κάτι που ξεπερνάει κάθε τερατολόγημα και κάθε μύθευμα».

(Πλούταρχος, Ηθικά, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 64 – 72, Απόδοση στην νεοελληνική γλώσσα Εκδόσεις Κάκτος).

(@ «τὸ μὲν γὰρ εἰς ταῦτα τὰ ζῷα τοὺς θεοὺς τὸν Τυφῶνα δείσαντας μεταβαλεῖν, οἷον ἀποκρύπτοντας ἑαυτοὺς σώμασιν ἴβεων καὶ κυνῶν καὶ ἱεράκων, πᾶσαν ὑπερπέπαικε τερατείαν καὶ μυθολογίαν», «Το ότι οι θεοί μεταβλήθηκαν στα ζώα αυτά, επειδή φοβήθηκαν τον Τυφώνα, λες και κρύφτηκαν μέσα στα σώματα των ίβεων, των σκύλων και των γερακιών, είναι κάτι που ξεπερνάει κάθε τερατολόγημα και κάθε μύθευμα»:

Καθαρός «εικονοκλάστης» (θα έλεγε ένας Ορθόδοξος Εβραιοχριστιανός του σήμερα) ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος, σε ευθεία αντίθεση με τις δοξασίες των Αιγυπτίων ότι οι Θεοί είναι ταυτισμένοι με τα προστατευόμενα τους ζώα, ότι όσες ψυχές των νεκρών μετεμψυχώνονται σ’ αυτά, πετυχαίνουν την αθανασία τους και θα ξαναγεννηθούν.

Παρόμοια σχετικά αντίληψη, ότι η ψυχή δηλαδή του ανθρώπου περνά από ον σε ον (άνθρωπο ή ζώο) ώσπου να τελειοποιηθεί υπήρχε και στους Έλληνες Πυθαγόρειους, αφού μαρτυρείται ότι οι μαθητές του Πυθαγόρα «στο γαύγισμα ενός σκύλου αναγνώριζαν τη φωνή ενός φίλου τους που πρόσφατα είχε πεθάνει».

Είναι η γνωστή θεωρία της μετεμψύχωσης και του κύκλου της ψυχής για την ανέλιξή της, που κατά την κρατούσα στη συνέχεια για την εποχή εκείνη άποψη έχει αιγυπτιακή προέλευση).

Εδώ και το μονοκόμματο αρχαίο Ελληνικό κείμενο):

«[64] Συνελόντι δ’ εἰπεῖν οὔθ’ ὕδωρ οὔθ’ ἥλιον οὔτε γῆν οὔτ’ οὐρανὸν Ὄσιριν ἢ Ἶσιν ὀρθῶς ἔχει νομίζειν οὐδὲ πῦρ Τυφῶνα πάλιν οὐδ’ αὐχμὸν οὐδὲ θάλατταν, ἀλλ’ ἁπλῶς ὅσον ἐστὶν ἐν τούτοις ἄμετρον καὶ ἄτακτον ὑπερβολαῖς ἢ ἐνδείαις Τυφῶνι προσνέμοντες, | τὸ δὲ κεκοσμημένον καὶ ἀγαθὸν καὶ ὠφέλιμον ὡς Ἴσιδος μὲν ἔργον εἰκόνα δὲ καὶ μίμημα καὶ λόγον Ὀσίριδος σεβόμενοι καὶ τιμῶντες οὐκ ἂν ἁμαρτάνοιμεν. Ἀλλὰ καὶ τὸν Εὔδοξον ἀπιστοῦντα παύσομεν καὶ διαποροῦντα, πῶς οὔτε Δήμητρι τῆς τῶν ἐρωτικῶν ἐπιμελείας μέτεστιν ἀλλ’ Ἴσιδι τόν τε Διόνυσον Ὀσίριδι προσομοιοῦσι τὸν οὐ τὸν Νεῖλον αὔξειν οὔτε τῶν τεθνηκότων ἄρχειν δυνάμενον. ἑνὶ γὰρ λόγῳ κοινῷ τοὺς θεοὺς τούτους περὶ πᾶσαν ἀγαθοῦ μοῖραν ἡγούμεθα τετάχθαι καὶ πᾶν ὅσον ἔνεστι τῇ φύσει καλὸν καὶ ἀγαθὸν διὰ τούτους ὑπάρχειν, τὸν μὲν διδόντα τὰς ἀρχάς, τὴν δ’ ὑποδεχομένην καὶ διανέμουσαν.

[65] Οὕτω δὲ καὶ τοῖς πολλοῖς καὶ φορτικοῖς ἐπιχειρήσομεν, εἴτε ταῖς καθ’ ὥραν μεταβολαῖς τοῦ περιέχοντος εἴτε ταῖς καρπῶν γενέσεσι καὶ σποραῖς καὶ ἀρότοις χαίρουσι τὰ περὶ τοὺς θεοὺς τούτοις συνοικειοῦντες καὶ λέγοντες θάπτεσθαι μὲν τὸν Ὄσιριν, ὅτε κρύπτεται τῇ γῇ σπειρόμενος ὁ καρπός, αὖθις δ’ ἀναβιοῦσθαι καὶ ἀναφαίνεσθαι, ὅτε βλαστήσεως ἀρχή· διὸ καὶ λέγεσθαι τὴν Ἶσιν αἰσθομένην ὅτι κύει περιάψασθαι φυλακτήριον ἕκτῃ μηνὸς ἱσταμένου Φαωφί, τίκτεσθαι δὲ τὸν Ἁρποκράτην περὶ τροπὰς χειμερινὰς ἀτελῆ καὶ νεαρὸν ἐν τοῖς προανθοῦσι καὶ προβλαστάνουσι (διὸ καὶ φακῶν αὐτῷ φυομένων ἀπαρχὰς ἐπιφέρουσι), τὰς δὲ λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν. Ταῦτα γὰρ ἀκούοντες ἀγαπῶσι καὶ πιστεύουσιν, αὐτόθεν ἐκ τῶν προχείρων καὶ συνήθων τὸ πιθανὸν ἕλκοντες.

[66] Καὶ δεινὸν οὐδέν, ἂν πρῶτον μὲν ἡμῖν τοὺς θεοὺς φυλάττωσι κοινοὺς καὶ μὴ ποιῶσιν Αἰγυπτίων ἰδίους μηδὲ Νεῖλον ἥν τε Νεῖλος ἄρδει μόνην χώραν τοῖς ὀνόμασι τούτοις καταλαμβάνοντες μηδ’ ἕλη μηδὲ λωτοὺς μὴ θεοποιίαν λέγοντες ἀποστερῶσι μεγάλων θεῶν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἷς Νεῖλος μὲν οὐκ ἔστιν οὐδὲ Βοῦτος οὐδὲ Μέμφις, Ἶσιν δὲ καὶ τοὺς περὶ αὐτὴν θεοὺς ἔχουσι καὶ γιγνώσκουσιν ἅπαντες, ἐνίους μὲν οὐ πάλαι τοῖς παρ’ Αἰγυπτίων ὀνόμασι καλεῖν μεμαθηκότες, ἑκάστου δὲ τὴν δύναμιν ἐξ ἀρχῆς ἐπιστάμενοι καὶ τιμῶντες· δεύτερον, ὃ μεῖζόν ἐστιν, ὅπως σφόδρα προσέξουσι καὶ φοβήσονται, μὴ λάθωσιν εἰς πνεύματα καὶ ῥεύματα καὶ σπόρους καὶ ἀρότους καὶ πάθη γῆς καὶ μεταβολὰς ὡρῶν διαγράφοντες τὰ θεῖα καὶ διαλύοντες, ὥσπερ οἱ Διόνυσον τὸν οἶνον, Ἥφαιστον δὲ τὴν φλόγα· Φερσεφόνην δέ φησί που Κλεάνθης τὸ διὰ τῶν καρπῶν φερόμενον καὶ φονευόμενον πνεῦμα, ποιητὴς δέ τις ἐπὶ τῶν θεριζόντων

Τῆμος ὅτ’ αἰζηοὶ Δημήτερα κωλοτομεῦσιν·

οὐδὲν γὰρ οὗτοι διαφέρουσι τῶν ἱστία καὶ κάλους καὶ ἄγκυραν ἡγουμένων κυβερνήτην καὶ νήματα καὶ κρόκας ὑφάντην καὶ σπονδεῖον ἢ μελίκρατον ἢ πτισάνην ἰατρόν· ἀλλὰ δεινὰς καὶ ἀθέους ἐμποιοῦσι δόξας, ἀναισθήτοις καὶ ἀψύχοις καὶ φθειρομέναις ἀναγκαίως ὑπ’ ἀνθρώπων δεομένων καὶ χρωμένων φύσεσι καὶ πράγμασιν ὀνόματα θεῶν ἐπιφέροντες.

Ταῦτα μὲν γὰρ αὐτὰ νοῆσαι θεοὺς οὐκ ἔστιν,

[67] οὐ γὰρ ἄνουν οὐδ’ ἄψυχον οὐδ´ ἀνθρώποις ὁ θεὸς ὑποχείριον· ἀπὸ τούτων δὲ τοὺς χρωμένους αὐτοῖς καὶ δωρουμένους ἡμῖν καὶ παρέχοντας ἀέναα καὶ διαρκῆ θεοὺς ἐνομίσαμεν, οὐχ ἑτέρους παρ’ ἑτέροις οὐδὲ βαρβάρους καὶ Ἕλληνας οὐδὲ νοτίους καὶ βορείους· ἀλλ’ ὥσπερ ἥλιος καὶ σελήνη καὶ οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ θάλασσα κοινὰ πᾶσιν, ὀνομάζεται δ’ ἄλλως ὑπ’ ἄλλων, οὕτως ἑνὸς λόγου τοῦ ταῦτα κοσμοῦντος καὶ μιᾶς προνοίας ἐπιτροπευούσης | καὶ δυνάμεων ὑπουργῶν ἐπὶ πάντα τεταγμένων ἕτεραι παρ’ ἑτέροις κατὰ νόμους γεγόνασι τιμαὶ καὶ προσηγορίαι, καὶ συμβόλοις χρῶνται καθιερωμένοις οἱ μὲν ἀμυδροῖς οἱ δὲ τρανοτέροις, ἐπὶ τὰ θεῖα τὴν νόησιν ὁδηγοῦντες οὐκ ἀκινδύνως· ἔνιοι γὰρ ἀποσφαλέντες παντάπασιν εἰς δεισιδαιμονίαν ὤλισθον, οἱ δὲ φεύγοντες ὥσπερ ἕλος τὴν δεισιδαιμονίαν ἔλαθον αὖθις ὥσπερ εἰς κρημνὸν ἐμπεσόντες τὴν ἀθεότητα.

[68] Διὸ δεῖ μάλιστα πρὸς ταῦτα λόγον ἐκ φιλοσοφίας μυσταγωγὸν ἀναλαβόντας ὁσίως διανοεῖσθαι τῶν λεγομένων καὶ δρωμένων ἕκαστον, ἵνα μή, καθάπερ Θεόδωρος εἶπε τοὺς λόγους αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ προτείνοντος ἐνίους τῇ ἀριστερᾷ δέχεσθαι τῶν ἀκροωμένων, οὕτως ἡμεῖς ἃ καλῶς οἱ νόμοι περὶ τὰς θυσίας καὶ τὰς ἑορτὰς ἔταξαν ἑτέρως ὑπολαμβάνοντες ἐξαμάρτωμεν.

Ὅτι γὰρ ἐπὶ τὸν λόγον ἀνοιστέον ἅπαντα, καὶ παρ’ αὐτῶν ἐκείνων ἔστι λαβεῖν. Τῇ μὲν γὰρ ἐνάτῃ ἐπὶ δέκα τοῦ πρώτου μηνὸς ἑορτάζοντες τῷ Ἑρμῇ μέλι καὶ σῦκον ἐσθίουσιν ἐπιλέγοντες ’γλυκὺ ἡ ἀλήθεια‘· τὸ δὲ τῆς Ἴσιδος φυλακτήριον, ὃ περιάπτεσθαι μυθολογοῦσιν αὐτήν, ἐξερμηνεύεται ’φωνὴ ἀληθής.‘ τὸν δ’ Ἁρποκράτην οὔτε θεὸν ἀτελῆ καὶ νήπιον οὔτε χεδρόπων τινὰ νομιστέον, ἀλλὰ τοῦ περὶ θεῶν ἐν ἀνθρώποις λόγου νεαροῦ καὶ ἀτελοῦς καὶ ἀδιαρθρώτου προστάτην καὶ σωφρονιστήν· διὸ τῷ στόματι τὸν δάκτυλον ἔχει προσκείμενον ἐχεμυθίας καὶ σιωπῆς σύμβολον, ἐν δὲ τῷ Μεσορὴ μηνὶ τῶν χεδρόπων ἐπιφέροντες λέγουσιν ’γλῶσσα τύχη, γλῶσσα δαίμων.‘ τῶν δ´ ἐν Αἰγύπτῳ φυτῶν μάλιστα τῇ θεῷ καθιερῶσθαι λέγουσι τὴν περσέαν, ὅτι καρδίᾳ μὲν ὁ καρπὸς αὐτῆς, γλώττῃ δὲ τὸ φύλλον ἔοικεν.

Οὐδὲν γὰρ ὧν ἄνθρωπος ἔχειν πέφυκε θειότερον λόγου καὶ μάλιστα τοῦ περὶ θεῶν οὐδὲ μείζονα ῥοπὴν ἔχει πρὸς εὐδαιμονίαν.

Διὸ τῷ μὲν εἰς τὸ χρηστήριον ἐνταῦθα κατιόντι παρεγγυῶμεν ὅσια φρονεῖν, εὔφημα λέγειν·

[69] οἱ δὲ πολλοὶ γελοῖα δρῶσιν ἐν ταῖς πομπαῖς καὶ ταῖς ἑορταῖς εὐφημίαν προκηρύττοντες, εἶτα περὶ τῶν θεῶν αὐτῶν τὰ δυσφημότατα καὶ λέγοντες καὶ διανοούμενοι. Πῶς οὖν χρηστέον ἐστὶ ταῖς σκυθρωπαῖς καὶ ἀγελάστοις καὶ πενθίμοις θυσίαις, εἰ μήτε παραλείπειν τὰ νενομισμένα καλῶς ἔχει μήτε φύρειν τὰς περὶ θεῶν δόξας καὶ συνταράττειν ὑποψίαις ἀτόποις;

Καὶ παρ’ Ἕλλησιν ὅμοια πολλὰ γίνεται περὶ τὸν αὐτὸν ὁμοῦ τι χρόνον, οἷς Αἰγύπτιοι δρῶσιν ἐν τοῖς Ἰσείοις. Καὶ γὰρ Ἀθήνησι νηστεύουσιν αἱ γυναῖκες ἐν Θεσμοφορίοις χαμαὶ καθήμεναι, καὶ Βοιωτοὶ τὰ τῆς Ἀχαίας μέγαρα κινοῦσιν ἐπαχθῆ τὴν ἑορτὴν ἐκείνην ὀνομάζοντες, ὡς διὰ τὴν τῆς Κόρης κάθοδον ἐν ἄχει τῆς Δήμητρος οὔσης. Ἔστι δ’ ὁ μὴν οὗτος περὶ Πλειάδας σπόριμος, ὃν Ἀθὺρ Αἰγύπτιοι, Πυανεψιῶνα δ’ Ἀθηναῖοι, Βοιωτοὶ δὲ Δαμάτριον καλοῦσι. Τοὺς δὲ πρὸς ἑσπέραν οἰκοῦντας ἱστορεῖ Θεόπομπος ἡγεῖσθαι καὶ καλεῖν τὸν μὲν χειμῶνα Κρόνον, τὸ δὲ θέρος Ἀφροδίτην, τὸ δ’ ἔαρ Περσεφόνην· ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ἀφροδίτης γεννᾶσθαι πάντα. Φρύγες δὲ τὸν θεὸν οἰόμενοι χειμῶνος καθεύδειν θέρους δ’ ἐγρηγορέναι τοτὲ μὲν κατευνασμούς, τοτὲ δ’ ἀνεγέρσεις βακχεύοντες αὐτῷ τελοῦσι· Παφλαγόνες δὲ καταδεῖσθαι καὶ καθείργνυσθαι χειμῶνος, ἦρος δὲ κινεῖσθαι καὶ ἀναλύεσθαι φάσκουσι·

[70] καὶ δίδωσιν ὁ καιρὸς ὑπόνοιαν ἐπὶ τῶν καρπῶν τῇ ἀποκρύψει γενέσθαι τὸν σκυθρωπασμόν, οὓς οἱ παλαιοὶ θεοὺς μὲν οὐκ ἐνόμιζον, ἀλλὰ δῶρα θεῶν ἀναγκαῖα καὶ μεγάλα πρὸς τὸ μὴ ζῆν ἀγρίως καὶ θηριωδῶς· | καθ´ ἣν δ’ ὥραν τοὺς μὲν ἀπὸ δένδρων ἑώρων ἀφανιζομένους παντάπασιν καὶ ἀπολείποντας, τοὺς δὲ καὶ αὐτοὶ κατέσπειρον ἔτι γλίσχρως καὶ ἀπόρως, διαμώμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν καὶ περιστέλλοντες αὖθις, ἐπ’ ἀδήλῳ τῷ πάλιν ἐκφανεῖσθαι καὶ συντέλειαν ἕξειν ἀποθέμενοι πολλὰ θάπτουσιν ὅμοια καὶ πενθοῦσιν ἔπραττον. Εἶθ’ ὥσπερ ἡμεῖς τὸν ὠνούμενον βιβλία Πλάτωνος ὠνεῖσθαί φαμεν Πλάτωνα καὶ Μένανδρον ὑποκρίνεσθαι τὸν τὰ Μενάνδρου ποιήμαθ’ διατιθέμενον, οὕτως ἐκεῖνοι τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασι τὰ τῶν θεῶν δῶρα καὶ ποιήματα καλεῖν οὐκ ἐφείδοντο, τιμῶντες ὑπὸ χρείας καὶ σεμνύνοντες.

Οἱ δ’ ὕστερον ἀπαιδεύτως δεχόμενοι καὶ ἀμαθῶς ἀναστρέφοντες ἐπὶ τοὺς θεοὺς τὰ πάθη τῶν καρπῶν καὶ τὰς παρουσίας τῶν ἀναγκαίων καὶ ἀποκρύψεις θεῶν γενέσεις καὶ φθορὰς οὐ προσαγορεύοντες μόνον ἀλλὰ καὶ νομίζοντες ἀτόπων καὶ παρανόμων καὶ τεταραγμένων δοξῶν αὑτοὺς ἐνέπλησαν, καίτοι τοῦ παραλόγου τὴν ἀτοπίαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχοντες. Ὁ μὲν οὖν Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἠξίωσε τοὺς Αἰγυπτίους, εἰ θεοὺς νομίζουσι, μὴ θρηνεῖν, εἰ δὲ θρηνοῦσι, θεοὺς μὴ νομίζειν, ἀλλ’ ὅτι γελοῖον ἅμα θρηνοῦντας εὔχεσθαι τοὺς καρποὺς πάλιν ἀναφαίνειν καὶ τελειοῦν ἑαυτοῖς, ὅπως πάλιν ἀναλίσκωνται καὶ θρηνῶνται· τὸ δ’ οὐκ ἔστι τοιοῦτον, ἀλλὰ θρηνοῦσι μὲν τοὺς καρπούς, εὔχονται δὲ τοῖς αἰτίοις καὶ δοτῆρσι θεοῖς ἑτέρους πάλιν νέους ποιεῖν καὶ ἀναφύειν ἀντὶ τῶν ἀπολλυμένων.

[71] ὅθεν ἄριστα λέγεται παρὰ τοῖς φιλοσόφοις τὸ τοὺς μὴ μανθάνοντας ὀρθῶς ἀκούειν ὀνομάτων κακῶς χρῆσθαι καὶ τοῖς πράγμασιν· ὥσπερ Ἑλλήνων οἱ τὰ χαλκᾶ καὶ τὰ γραπτὰ καὶ λίθινα μὴ μαθόντες μηδ’ ἐθισθέντες ἀγάλματα καὶ τιμὰς θεῶν ἀλλὰ θεοὺς καλεῖν, εἶτα τολμῶντες λέγειν, ὅτι τὴν Ἀθηνᾶν Λαχάρης ἐξέδυσε, τὸν δ’ Ἀπόλλωνα χρυσοῦς βοστρύχους ἔχοντα Διονύσιος ἀπέκειρεν, ὁ δὲ Ζεὺς ὁ Καπετώλιος περὶ τὸν ἐμφύλιον πόλεμον ἐνεπρήσθη καὶ διεφθάρη, λανθάνουσι συνεφελκόμενοι καὶ παραδεχόμενοι δόξας πονηρὰς ἑπομένας τοῖς ὀνόμασιν. Τοῦτο δ’ οὐχ ἥκιστα πεπόνθασιν Αἰγύπτιοι περὶ τὰ τιμώμενα τῶν ζῴων. Ἕλληνες μὲν γὰρ ἔν γε τούτοις λέγουσιν ὀρθῶς καὶ νομίζουσιν ἱερὸν Ἀφροδίτης ζῷον εἶναι τὴν περιστερὰν καὶ τὸν δράκοντα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τὸν κόρακα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τὸν κύνα τῆς Ἀρτέμιδος, ὡς Εὐριπίδης·

Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου κύων ἔσῃ‘·

Αἰγυπτίων δ’ οἱ πολλοὶ θεραπεύοντες αὐτὰ τὰ ζῷα καὶ περιέποντες ὡς θεοὺς οὐ γέλωτος μόνον οὐδὲ χλευασμοῦ καταπεπλήκασι τὰς ἱερουργίας, ἀλλὰ τοῦτο τῆς ἀβελτερίας ἐλάχιστόν ἐστι κακόν· δόξα δ’ ἐμφύεται δεινὴ τοὺς μὲν ἀσθενεῖς καὶ ἀκάκους εἰς ἄκρατον ὑπερείπουσα τὴν δεισιδαιμονίαν, τοῖς δὲ δριμυτέροις καὶ θρασυτέροις εἰς ἀθέους ἐμπίπτουσα καὶ θηριώδεις λογισμούς. ᾗ καὶ περὶ τούτων τὰ εἰκότα διελθεῖν οὐκ ἀνάρμοστόν ἐστι·

[72] τὸ μὲν γὰρ εἰς ταῦτα τὰ ζῷα τοὺς θεοὺς τὸν Τυφῶνα δείσαντας μεταβαλεῖν, οἷον ἀποκρύπτοντας ἑαυτοὺς σώμασιν ἴβεων καὶ κυνῶν καὶ ἱεράκων, πᾶσαν ὑπερπέπαικε τερατείαν καὶ μυθολογίαν, καὶ τὸ ταῖς ψυχαῖς τῶν θανόντων ὅσαι διαμένουσιν εἰς ταῦτα μόνα γίνεσθαι τὴν παλιγγενεσίαν ὁμοίως ἄπιστον».

(Πλούταρχος, Ηθικά, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 64 – 72, Απόδοση στην νεοελληνική γλώσσα, Εκδόσεις Κάκτος).


Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.

 

https://ellinonkyklos.blogspot.com/ 

 

 

THATAKOUTE