Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΟΥΤΟΠΙΑ

 




Ο Πλάτωνας (427-346 μ.κ.ε.) είναι ίσως ο πιο γνωστός κι ο πιο πολυδιαβασμένος στην εποχή μας φιλόσοφος της αρχαιότητας. Το αληθινό όνομα του Πλάτωνα ήταν Αριστοκλής. Το όνομα Πλάτωνας ήταν ένα παρατσούκλι του, τον φώναζαν έτσι επειδή ήταν «πλατύς», είχε πλατιούς και δυνατούς ώμους, πλατύ στέρνο και αθλητικό παράστημα. Καταγόταν από παλαιά οικογένεια ευγενών, που θεωρούσε ως προγονό της τον Σόλωνα. Κατ’ επέκταση, ήταν ευκατάστατος.

Ήταν όντως πολύ αθλητικός και δυνατός, στον πόλεμο είχε τιμηθεί πολλές φορές ως πολεμιστής, ο πρώτος του δάσκαλος στη φιλοσοφία ήταν ο Κρατύλος, ο οποίος τον ώθησε να μελετήσει τους Ίωνες φιλοσόφους και τελικά περισσότερο τον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα και τον Ηράκλειτο, αλλά στα είκοσι δύο του χρόνια γνώρισε τον Σωκράτη και μεταμορφώθηκε σε διανοούμενο. Μέχρι τότε ο Πλάτωνας ήταν ένας ποιητής, συνέθετε κυρίως ελεγείες και επιγράμματα. Ήταν μάλλον ο πιο πιστός και ο πιο επιμελής μαθητής του δασκάλου του, τον οποίο αγαπούσε με πάθος, τον θαύμαζε και τον υποστήριζε ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του.

Η άδικη δολοφονία του Σωκράτη τον συγκλόνισε βαθύτατα, τόσο που τον ώθησε να εκπατριστεί, εγκατέλειψε την Αθήνα και τους ανόητους και μισαλλόδοξους συμπολίτες του και άρχισε τις περιπλανήσεις. Πήγε στα Μέγαρα όπου έμεινε κοντά στον Ευκλείδη, έπειτα στην Κυρήνη (όπου έμεινε για κάποιον καιρό μαζί με τον Αρίστιππο), στην Ιωνία, και κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου θέλησε να ζήσει με ηρεμία μελετώντας τα μαθηματικά και τη θεολογία. Δεν ήθελε να επιστρέψει στην Αθήνα, γιατί έπειτα από τη νομιμοποιημένη δολοφονία του Σωκράτη που προκάλεσε μέγιστο τραύμα στην ψυχή του Πλάτωνα, από τις εμπειρίες του, την εξέταση και τη βαθύτερη κριτική παρατήρηση της κοινωνίας, είχε απογοητευτεί πλήρως από το τοπικό πεδίο των πολιτικών ανδρών, των νόμων, της θρησκείας, και των παραδοσιακών εθίμων και ηθών.





Επέστρεψε για λίγο στην Αθηναίο το 395 μ.κ.ε. αλλά έφυγε ξανά άπρακτος και αηδιασμένος για να ταξιδέψει στον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας και στη Σικελία για να ερευνήσει την Πυθαγόρεια φιλοσοφία, όπου και γνώρισε τον αινιγματικό φιλόσοφο και επιστήμονα Αρχύτα, ο οποίος τον εξάσκησε σε ειδικές μεθόδους και γνώσεις των Πυθαγορείων και στη σκέψη του Δημόκριτου.

Δεν θα αναφερθώ εκτενώς στην Πλατωνική φιλοσοφία, όχι μόνο γιατί είναι πολυσχιδής και περίτεχνη, στο βάθος της μυστικιστική και με πολλές ερμηνείες, αλλά διότι, οι βασικές της θεωρίες είναι αρκετά γνωστές και διαδεδομένες. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα επικεντρώνονταν κυρίως στις Ιδέες -έννοια που αυτός εισήγαγε στον κόσμο της σκέψης- και στον περιβόητο Κόσμο των Ιδεών και των Αρχετύπων, στη θεωρία, στην ηθική, στη θετική διαλεκτική (που ως τις μέρες του είχε αρνητικό χαρακτήρα), στην τέχνη του διαλόγου, στη γεωμετρία και στην ιστορία, στη νομική και σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική (ή μάλλον, θα έλεγε κανείς, στην κυβερνητική).

Αν και, δεν υπήρχε τομέας της γνώσης που να μην είχε εντρυφήσει και είχε τη σοφία να συνδυάζει τις γνώσεις και τις θεωρίες όχι μόνο τις δικές του αλλά και των άλλων φιλοσόφων που είχε υπ’ όψιν του, καθώς και όλες τις γνωστές επιστήμες και αρκετές δικής του επινόησης. Ήταν αληθινά ένας πανεπιστήμονας. Ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος συγκρητιστής, ίσως και ο πρώτος σημειολόγος. Φυσικά, ήταν και μεγάλος λογοτέχνης και συναρπαστικός ρήτορας. Το κύριο χαρακτηριστικό των πάμπολλων έργων του Πλάτωνα είναι ότι τα περισσότερα γράφτηκαν με τη μορφή διαλόγου, με ήρωα τον Σωκράτη, και παρουσιάζονται ως Σωκρατικοί διάλογοι.

Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει αν οι διάλογοι αυτοί είναι αυθεντικοί, αν έγιναν δηλαδή στ’ αλήθεια από τον Σωκράτη και τους συνομιλητές του, ή είναι φανταστικοί. Το πιθανότερο είναι πως ισχύουν και τα δύο. Μοιάζει αδύνατον να θυμόταν ο Πλάτωνας όλους αυτούς τους εξαιρετικά περίτεχνους διάλογους του Σωκράτη, λέξη προς λέξη, αλλά δεν είναι και απίθανο, μιας και ο Πλάτωνας ήταν ένας πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος με πολλά ιδιαίτερα χαρίσματα.

(Το μόνο αντίστοιχο στη λογοτεχνία που μπορώ να φανταστώ, είναι οι πολύτομοι διάλογοι του Δον Χουάν με τον Κάρλος Καστανέντα, πρότυπο των οποίων είναι φανερό ότι υπήρξαν οι Σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα). Η λογοτεχνική αυτή μέθοδος αποτελεί εξαιρετικό συγγραφικό κόλπο, αφού ο συγγραφέας βάζει έναν ήρωα να μιλήσει για λογαριασμό του κι έτσι περνάει αυτά που έχει να πει ξεπερνώντας τις επιφυλάξεις του αναγνώστη, ο οποίος ταυτίζεται με τον άλλο συνομιλητή.




Είναι ένας διάλογος ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον αναγνώστη του.

Επιπλέον, έτσι ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποδοκιμαστεί άμεσα για κάτι που έγραψε, επειδή το έχει βάλει στα χείλη κάποιου άλλου. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πλάτωνας ζούσε σε επικίνδυνες εποχές κι ο Σωκράτης είχε ήδη πληρώσει το τίμημα. Πέρα από όλα αυτά, το βέβαιο είναι πως οι συγγραφείς αυτών των διαλόγων αποτέλεσαν και ένα είδος εκδίκησης του Πλάτωνα για λογαριασμό του δασκάλου του, όχι μόνο καταδεικνύοντας αναμφισβήτητα πόσο σοφός ήταν ο Σωκράτης, αλλά και εξασφαλίζοντας ότι οι εχθροί της φιλοσοφίας δεν θα μπορούσαν να σβήσουν εύκολα τη μνήμη του από την Ιστορία. Είναι αμφίβολο αν θα θαυμάζαμε σήμερα τόσο πολύ τον Σωκράτη, αν δεν υπήρχαν τα έργα αυτά του Πλάτωνα.

Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι το πιο σημαντικό έργο του ήταν η Πολιτεία κι έλεγε ότι τα περισσότερα γραπτά του συνέκλιναν σ’ αυτό του το έργο. Ήταν η αρχετυπική ουτοπία, το τέλειο πολιτικό σύστημα, η φιλοσοφική πολιτεία των τελείων, σύμφωνα με την οποία τους πολίτες κυβερνούσαν οι σοφοί και οι ενάρετοι κάτω από έναν βασιλιά φιλόσοφο. Ο Πλάτωνας δεν είχε μείνει μόνο στο θεωρητικό κομμάτι της Πολιτείας του, αλλά σε όλη του τη ζωή αναζητούσε με επιμονή τον τρόπο να την εφαρμόσει σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, των αποικιών ή του υπόλοιπου γνωστού κόσμου.

Ήταν ένας μεταφυσικός στοχαστής, ιδεαλιστής και ελιτιστής

Ο Πλάτωνας ήταν ανοιχτά και δηλωμένα αρνητής της δημοκρατίας (την οποία τη θεωρούσε στη χειρότερη περίπτωση ως εφαρμοσμένη υποκριτική ή θεατρικό δρώμενο και στην καλύτερη ως ανεπαρκές πολιτικό σύστημα). Ήταν ένας εκ φύσεως αριστοκράτης του πνεύματος (και θα έλεγε κανείς ότι ενσάρκωνε έναν τύπο φιλόσοφου Δον Κιχώτη).

Στο ταξίδι του εκείνο στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, κατά το οποίο τον συνόδευαν δύο από τους «εταίρους» του (όπως αποκαλούσε τους συνεργάτες του και τους μαθητές του, που τους θεωρούσε «συνόντες») ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος, έκανε μία κομβική γνωριμία, συναντήθηκε και έγινε φίλος με τον Δίωνα, έναν λαμπρό νέο που έγινε ίσως ο πιο πιστός μαθητής του και πολύ καλός φίλος. Η αδελφή του Δίωνα, Αριστομάχη, είχε παντρευτεί τον τύραννο των Συρακουσών, Διονύσιο Α΄ τον πρεσβύτερο, κι έτσι ο Δίωνας είχε άμεση πρόσβαση στη βασιλική αυλή.

Ο Δίωνας προσκάλεσε τον Πλάτωνα στις Συρακούσες και τον παρουσίασε στον τύραννο Διονύσιο Α’. Είναι φανερό ότι ο Πλάτωνας, μέσω της γνωριμίας του με τον Δίωνα και με τον Διονύσιο, είδε στο πρόσωπο του βασιλιά την ευκαιρία να τον κατηχήσει και να τον χρησιμοποιήσει για να εφαρμόσει στις Συρακούσες το ουτοπικό πολιτικό σύστημα που περιγράφει στην Πολιτεία του.

Είχε έρθει η στιγμή για το μεγάλο πείραμα. Αλλά η τύχη δεν ήταν με το μέρος του. Ο τύραννος, που διακατεχόταν από έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους διανοούμενους (όπως, άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι με κάποια εξουσία), αρεσκόταν στο να τους ταπεινώνει και να τους υποτιμά, και μια μέρα είπε στον Πλάτωνα: «Όσα λες είναι τελείως ανόητα, γιατί είσαι ένας ανόητος» κι ο Πλάτωνας απάντησε: «Κι εσύ είσαι ένας μικρόνοος αυθάδης».

Έτσι, ο Διονύσιος τον απέλασε από τις Συρακούσες, τον έβαλε μέσα σε ένα καράβι για να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά διέταξε το πλήρωμα να τον συλλάβει και να τον αλυσοδέσει μόλις σαλπάρουν και να τον πουλήσουν σαν σκλάβο. Το καράβι προσάραξε στην Αίγινα, ένα νησί που ήταν σε στενή συμμαχία με τους Σπαρτιάτες βρισκόταν σε εμπόλεμη σχέση με την Αθήνα, και έτσι ο Αθηναίος Πλάτωνας θεωρήθηκε αιχμάλωτος πολέμου, και πουλήθηκε ως δούλος. Ευτυχώς, εκεί τον αναγνώρισε κάποιος πλούσιος άνθρωπος ονόματι Αννίκερις από την Κυρήνη, πλήρωσε το μεγάλο ποσό των τριών χιλιάδων δραχμών για να τον αγοράσει, και έπειτα του πρόσφερε την ελευθερία του αρνούμενος να δεχθεί τα χρήματα από τους φίλους του Πλάτωνα που στο μεταξύ είχαν ειδοποιηθεί και τα είχαν συγκεντρώσει για να τον εξαγοράσουν. Με το κεφάλαιο αυτών των συγκεντρωμένων χρημάτων ιδρύθηκε η «Ακαδημία»!

Η Ακαδημία του Πλάτωνα, ιστορικά, δεν ήταν το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης όπως έχει ειπωθεί λανθασμένα, αφού είχε προηγηθεί ήδη τουλάχιστον η σχολή του Πυθαγόρα στον Κρότωνα και η σχολή του Ισοκράτη στην Αθήνα, αλλά ουσιαστικά ήταν όντως το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα, διότι πραγματικά δίδασκε όλες τις επιστήμες: εκεί μπορούσες να διδαχθείς γεωμετρία, μαθηματικά, νομικά, μουσική, ιστορία, ηθική, διαλεκτική, ρητορική, κ.ά.. Υπήρχαν βοηθοί που δίδασκαν είτε με διαλέξεις, είτε με διάλογους, δημόσιες συζητήσεις, κλπ. φυσικά, η Ακαδημία δεχόταν και γυναίκες, μια και ο Πλάτωνας ήταν ένθερμος φεμινιστής.

Στην Αθήνα, η Ακαδημία ήταν αφιερωμένη στις Μούσες και υποτίθεται ότι οι Μούσες λατρεύονταν εκεί από τους εταίρους. Ο Πλάτωνας είχε μάθει το μάθημα του από το πάθημα του Σωκράτη και των πάμπολλων άλλων φιλοσόφων που είχαν καταδικαστεί για αθεΐα και καινοτομία. Οι Μούσες ήταν το τέλειο και το πιο έντιμο άλλοθι. Αντιπροσώπευαν συμβολικά τις τέχνες και την έμπνευση, που πραγματικά τις λάτρευαν οι ακαδημαϊκοί, αλλά ήταν και θεές, οπότε τα είχαν καλά και με το ιερατείο. Αυτό το άλλοθι αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τις πρώτες μεγάλες βιβλιοθήκες, όπως αυτή της Αλεξάνδρειας και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν επίσημα τον τίτλο «μουσείο» που στην πάροδο του χρόνου μεταλλάχθηκε στην έννοια που του δίνουμε σήμερα.

Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας και οι εταίροι του, μεταξύ άλλων έδιναν και θεματικές εργασίες στους μαθητές, σχεδόν πάντα τελείως ασυνήθιστες και παράξενες στα μάπα των αμύητων.

Να ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου θέματος: «Βρείτε τους νόμους που διέπουν τη φαινομενικά άτακτη κίνηση των πλανητών και αντιπαραβάλετε τους με τους νόμους που κυβερνούν τις πράξεις των ανθρώπων» Έτσι, λοιπόν, ο Πλάτωνας είχε επιστρέψει στην Αθήνα, οργανώνοντας την Ακαδημία του, φτιάχνοντας ένα ιδεατό ορμητήριο. Αφού η Αθήνα ήταν αυτό που ήταν, ο Πλάτωνας θα έφτιαχνε έναν δικό του μικρόκοσμο, ένα καταφύγιο της γνώσης και των ιδεών, ένα ιδεατό καταφύγιο καταμεσής στην απογοητευτική καθημερινή πραγματικότητα, μια μικρή ουτοπία μέσα στην ατοπία.

Στον μικρόκοσμο αυτόν, μπορούσε μαζί με τους φίλους του να ασχοληθεί, απερίσπαστος και προστατευμένος, με τα πνευματικά πράγματα και τις μελέτες και τις διδασκαλίες, κλείνοντας απ’ έξω όλον τον υπόλοιπο υλικό κόσμο. Στο αέτωμα της εισόδου της σχολής υπήρχε μία επιγραφή που διέταζε: «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω». Μια ανάμνηση του Πυθαγόρα.

Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για την Ακαδημία του Πλάτωνα με επικριτικό τρόπο, θεωρώντας την ως ένα ίδρυμα που φιλοξενούσε πλούσιους κουλτουριάρηδες τύπους, εξαιρετικά σνομπ και επιδειξίες, οι μαθητές -οι περισσότεροι γόνοι καλών και αριστοκρατικών οικογενειών- ντύνονταν με κομψά και ακριβά ρούχα- είχαν δικές τους αναγνωριστικές χειρονομίες και χαιρετισμούς, μιλούσαν όλοι με ένα ιδιαίτερο ύφος και λεξιλόγιο και είχαν τη συνήθεια να ανταλλάσσουν μεταξύ τους με επιδεικτικό τρόπο πανάκριβα δώρα. Ανάμεσα στους μαθητές του Πλάτωνα υπήρχαν και άνθρωποι που θα εξελίσσονταν σε πολύ αξιόλογα μέλη της Ακαδημίας, όπως ο Αριστοτέλης και ο Εύδοξος.

Στην Αθήνα, ο Πλάτωνας τα πήγαινε αρκετά καλά με τις αριστοκρατικές οικογένειες, σε μια από τις οποίες ανήκε και ο ίδιος και στις οποίες ανήκαν οι περισσότεροι από τους μαθητές του και, σε συνδυασμό με τη λατρεία των Μουσών, αυτό μάλλον εξηγεί γιατί δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα τελικά. Μπορεί να εφάρμοζε πλέον έστω και σε μικρή μυστική κλίμακα στην Ακαδημία την Πολιτεία του κατά προσέγγιση, αλλά αυτό δεν τον έκανε να παρατήσει τις ελπίδες και τις βλέψεις του να τα καταφέρει να εφαρμόσει την ουτοπία του και σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Παραδόξως, η δεύτερη ευκαιρία ήρθε και πάλι από τις Συρακούσες πάλι μέσω του καλού του φίλου Δίωνα. Ο τύραννος Διονύσιος είχε πεθάνει και στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο υιός του, ο Διονύσιος ο Β΄. Αλλά ο νέος τύραννος δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για την ανάληψη των καθηκόντων του, διότι ο πατέρας του, δυστυχώς και καχύποπτος όπως ήταν, είχε φροντίσει να κρατήσει τον γιο του μακριά από τα πολιτικά πράγματα. Κι έτσι, στην αρχή ο Διονύσιος Β΄ βρισκόταν υπό την επιρροή του θείου του, του Δίωνα, ο οποίος και τον παρότρυνε να προσκαλέσει τον Πλάτωνα στις Συρακούσες για να του διδάξει πώς να κυβερνά και να τον καθοδηγήσει προς τη σοφία.




Ο Διονύσιος Β’ έστειλε ογδόντα τάλαντα στην Ακαδημία, (κι ίσως γι’ αυτό ο Πλάτων να είχε αργότερα τόσο υπομονή μαζί του). Ο Πλάτωνας αποδέχτηκε την πρόσκληση, αφού είδε να αναζωπυρώνονται οι ελπίδες του για την εφαρμογή της Πολιτείας του και, αν και εξήντα χρονών πια, έκανε το ταξίδι και ξαναγύρισε έτσι στον τόπο που του είχε προκαλέσει την άσχημη περιπέτεια της δουλείας, προσδοκώντας ότι η επιρροή του Δίωνα θα εξασφάλιζε να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο. Ο Δίωνας παρίστανε τον τύραννο ως μέγα εραστή της φιλοσοφίας και της παιδείας, λέγοντας στον Πλάτωνα ότι αν υπήρχε μια ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του, αυτή η ευκαιρία ήταν τώρα.

Όταν έφτασε ο Πλάτωνας στην αυλή των Συρακουσών, απογοητεύτηκε και πάλι, γιατί βρήκε το περιβάλλον να είναι γεμάτο από συκοφαντίες και διαβολές εναντίον του Δίωνα, στην κοινωνική επιρροή του οποίου τόσες ελπίδες είχε στηρίξει. Προσπάθησε για πολλούς μήνες και με πολλούς τρόπους να αναστρέψει το κλίμα που υπήρχε κατά του φίλου του, αλλά τελικά ο Δίωνας εξορίστηκε από τον Διονύσιο, με την κατηγορία ότι υπονόμευε την εξουσία του. Ο Δίωνας κατέφυγε στην Ελλάδα, και ο Πλάτωνας συνέχισε να μένει φιλοξενούμενος του Διονυσίου, ή μάλλον αιχμάλωτός του, περιμένοντας πότε ο τύραννος θα αποκτήσει τη ροπή της φιλοσοφικής ζωής.

Όμως, μία πολεμική κινητοποίηση ανάγκασε τον Διονύσιο να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, κι έδωσε στον Πλάτωνα την άδεια για την επιστροφή του στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι στο τέλος του πολέμου θα ξανακαλέσει και αυτόν και τον Δίωνα. Έτσι ο Πλάτωνας ξαναγύρισε στην Ακαδημία του. Λίγα χρόνια αργότερα, η πρόσκληση του τυράννου εμφανίστηκε και πάλι, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά ήταν μόνο για τον Πλάτωνα και όχι για τον Δίωνα, ο οποίος ήδη ζούσε σε ένα κτήμα δίπλα στην Ακαδημία. Στην προσπάθεια του να πείσει τον Πλάτωνα να έλθει πάλι στις Συρακούσες, ο Διονύσιος έστειλε μία τριήρη για να τον παραλάβει.

Έτσι, ο Πλάτωνας πείστηκε και ξεκίνησε για τρίτη φορά το ταξίδι, γιατί είχε λάβει επιστολές και από τον Αρχύτα και από άλλους Πυθαγορείους του Τάραντα που ήθελε να τους συναντήσει κι αυτούς. Μαζί του πήρε αρκετά επιφανή μέλη της Ακαδημίας, όπως τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη και τον Εύδοξο, αφήνοντας τον Ηρακλείδη τον Ποντικό να διοικεί την Ακαδημία. Όταν όμως έφτασε στις Συρακούσες, οι εντυπώσεις του ήταν πλέον οδυνηρές, διότι ο τύραννος όχι μόνο δεν τήρησε καμία από τις υποσχέσεις του, όχι μόνο δεν πείστηκε να ανακαλέσει τον Δίωνα, όχι μόνο κατάσχεσε όλη την περιουσία του, όχι μόνο δεν έκανε καμία κίνηση αποδοχής της φιλοσοφίας, όχι μόνο ασκούσε απαράδεκτη πολιτική, αλλά όταν ο Πλάτωνας προσπάθησε να τον νουθετήσει τελικά τον κατηγόρησε κι αυτόν για υπονόμευση της εξουσίας του και για συνωμοσία. Έμεινε αιχμάλωτος του Διονυσίου μαζί με τους φίλους του, ώσπου ο Αρχύτας και οι Πυθαγόρειοι κατάφεραν να τους φυγαδεύσουν από τις Συρακούσες με περιπετειώδη τρόπο, και τελικά μπόρεσαν να επιστρέψουν στο καταφύγιο της Ακαδημίας!!!

Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εκεί

Ο Δίωνας, όταν τα έμαθε όλα αυτά, κατάφερε να μαζέψει στρατό και να εκστρατεύσει εναντίον των Συρακουσών για να εκθρονίσει τον Διονύσιο Β΄. Απώτερος σκοπός του ήταν να καταφέρει να εγκαθιδρύσει επιτέλους εκεί την Πλατωνική Πολιτεία. Η εκστρατεία πέτυχε, ο Διονύσιος δραπέτευσε, και ο Δίωνας άρχισε να ασχολείται με την εσωτερική οργάνωση του κράτους, καλώντας και πάλι τον Πλάτωνα να έλθει μαζί με όλους τους εταίρους του για να εγκαθιδρύσουν επιτέλους την ουτοπία. Καθώς όμως όλοι ετοίμαζαν τις αποσκευές τους, ήρθαν τα νέα ότι ο Δίωνας δολοφονήθηκε από το μαχαίρι του Αθηναίου Καλίππου, ο οποίος μάλιστα ήταν και μαθητής του Πλάτωνα και μέλος της Ακαδημίας. Έπειτα από αυτό, ο Πλάτωνας ένιωσε μεγάλη ντροπή και θλίψη, και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία.

Ο ανιψιός του Δίωνα, ο Ιππαρίνος, κατάφερε να εκδιώξει τον δολοφόνο και να καταλάβει την εξουσία, δηλώνοντας ότι ήθελε να συνεχίσει το έργο του Δίωνα, και κάλεσε τον Πλάτωνα να του δώσει οδηγίες για το πολιτικό έργο που απαιτούταν. Ο Πλάτωνας, όμως, είχε ήδη απογοητευτεί πάρα πολύ και δεν έτρεφε πλέον ελπίδες ότι θα εφαρμοζόταν ποτέ το σύστημα της Πολιτείας του. Έστειλε κάποιες συμβουλευτικές επιστολές κι αυτό ήταν όλο, ένιωθε πια πολύ γέρος για νέες μεγάλες περιπέτειες.

Δεν έφευγε πια από την Αθήνα παρά σε ελάχιστα ταξίδια. Η Ακαδημία τον είχε πλέον απορροφήσει τελείως. Όταν δεν δίδασκε και δεν μελετούσε, έβγαινε μαζί με τους αγαπημένους του μαθητές και φίλους κάνοντας μεγάλους περιπάτους, εξασκώντας τους στην τέχνη του διαλόγου. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την πεζή πραγματικότητα και την κοινωνία.

Ο Πλάτωνας μπορεί να μην είδε την ουτοπία να πραγματοποιείται, αλλά είχε κερδίσει το φως της γνώσης, των ιδεών, της φιλίας, είχε κατακτήσει πολλά από τα μυστήρια του κόσμου, ήταν ένας συγκλονιστικός δάσκαλος. Είχε εξελιχθεί σε ένα σπανιότατο ανθρώπινο ον. Ο Πλάτωνας ήταν ένας αγνός άνθρωπος, έντιμος άνδρας, ευθύς, ήρεμος, καθόλου υπεροπτικός, ακτινοβολούσε από σοφία και γνώση, και ήταν φανερό πως είχε μια θερμή αγάπη για τον άνθρωπο και για την ανώτερη αποστολή του. Ήταν ένας αληθινά ευγενής σοφός.

Πέρα από τις ιδέες του και τη σοφία του, του άρεσε να διηγείται πολύ διασκεδαστικές ιστορίες και ανέκδοτα, και είχε εξαιρετικό χιούμορ, και ήταν ένας πολύ καλός φίλος για όλους τους φίλους του. Με διασκεδαστικές αφηγήσεις από τη ζωή του και συναρπαστικούς φιλοσοφικούς διάλογους με φίλους καρδιακούς, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ενοικώντας πλέον αποκλειστικά στον κόσμο του πνεύματος. Ήταν ευτυχισμένος.

Κάποιες πληροφορίες λένε ότι ο Πλάτωνας πέθανε γράφοντας, όταν έσπασε η καλαμένια πένα του την ώρα που κατέγραφε κάποιες σημαντικές ιδέες. Αλλά υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για τον θάνατό του, που ακούγεται πολύ πιο πιθανή και έγκυρη. Μια μέρα ένας από τους καλούς μαθητές του παντρευόταν και ζήτησε από τον δάσκαλο να γίνει κουμπάρος του. Ο γερο-Πλάτωνας, παρά την ηλικία του των ογδόντα ετών, πήγε στη γιορτή, διασκέδασε μαζί με τους νεαρούς μέχρι αργά τη νύχτα, κι ίσως να ήπιε λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε. Ένιωσε κουρασμένος και αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά για να κοιμηθεί, ενώ η γιορτή συνεχιζόταν. Το επόμενο πρωί τον βρήκαν εκεί νεκρό. Είχε πεθάνει στον ύπνο του χωρίς να το καταλάβει, όπως πεθαίνουν όλοι οι ευτυχισμένοι και γαλήνιοι άνθρωποι.